Το "Deep Purple", κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. την ίδια εποχή που κυκλοφόρησε το "The Book of Taliesyn" στη Μεγάλη Βρετανία. Η επιτυχία που γνώρισε ήταν πολύ μικρή (# 162), παρόλο που ήταν ο πιο χαρακτηριστικός δίσκος της σύνθεσης αυτής, με χαρντ ροκ τραγούδια που ήταν ένας πρόδρομος της μετέπειτα θρυλικής εποχής του συγκροτήματος.[3] Το εξώφυλλο ήταν ένα από τα καλύτερα που εμφανίστηκαν σε όλη τη δισκογραφία του συγκροτήματος, άλλη μία έκφραση ψυχεδέλειας, που είχε άμεση σχέση με το μουσικό είδος των πρώιμων Deep Purple.
Ο δίσκος επανεκδόθηκε το 2000 από την "EMI" με μπόνους τραγούδια, ως επετειακή έκδοση.[4]
Ιστορία του δίσκου
Στις αρχές του 1969, οι Deep Purple ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις για το τρίτο τους και τελευταίο άλμπουμ με αυτή την σύνθεση. Ο συγκεκριμένος δίσκος ηχογραφήθηκε ανάμεσα σε περιοδείες από τον Ιανουάριο ως το Μάρτιο του 1969 και κυκλοφόρησε αργότερα.[5]
Το συγκρότημα συνέχισε με άλλη μία περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, που ξεκίνησε στις 1 Απριλίου του 1969 και κράτησε ως τις 29 Μαΐου. Οι Deep Purple σε αυτή την περιοδεία έπαιξαν στις Κεντρικές και Ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκινώντας με τρεις συναυλίες στην πολιτεία της Ουάσιγκτον μέχρι τις 3 Απριλίου, ενώ στις 4 και 6 έπαιξαν στον Καναδά, στις πόλεις του Βανκούβερ και του Έντμοντον αντίστοιχα, με μία στάση στο Όρεγκον των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 5 του μήνα. Από εκεί συνέχισαν σε πολλές πόλεις των Ανατολικών πολιτειών μέχρι τις αρχές Μαΐου, όπου έπαιξαν στο Πίτσμπεργκ και το Πρόβιντενς στις 3 και 4 του μήνα για να κάνουν μία παύση πέντε ημερών και να συνεχίσουν σε Φλόριντα και Νέα Υόρκη στις 9 και 10, αντίστοιχα. Από τις 15 μέχρι τις 29 Μαΐου έδωσαν έξι συναυλίες, η τελευταία εκ των οποίων στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Οι 28 συναυλίες που έδωσε το συγκρότημα αποτέλεσαν την τελευταία μεγάλη περιοδεία με τον Ροντ Έβανς και το Νικ Σίμπερ στη σύνθεση τους.[5]
Παρ' όλο που κανένα από τα τραγούδια του τελευταίου δίσκου της αρχικής γραμμής μελών του συγκροτήματος δεν παρέμειναν για πολύ στο set list των ζωντανών εμφανίσεων του συγκροτήματος, ο δίσκος έχει λάβει τις καλύτερες κριτικές από αυτούς που κυκλοφόρησαν στην πρώιμη εποχή τους οι Deep Purple. Είχε πολύ περισσότερη χαρντ ροκ ενέργεια, που φαινόταν σε κομμάτια όπως τα "Chasing Shadows" και "Why Didn't Rosemary", το δεύτερο με τίτλο επηρεασμένο από την ταινία "Rosemary’s Baby" που παιζόταν τότε στους κινηματογράφους.[7] Το "April" είναι μία πρόγευση για την μετέπειτα ενασχόληση του συγκροτήματος με την κλασική μουσική,[8] ενώ το "Lalena" είναι άλλη μία από τις διασκευές που έκανε το συγκρότημα.[9] Το "Bird Has Flown" ήταν ένα από τα κομμάτια που είχαν κυκλοφορήσει σαν σινγκλ με τα "Fault Line - The Painter" και "Blind" να συμπληρώνουν το δίσκο.[10][11]
Τον Ιούνιο κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ τους, "The Book of Taliesyn", στη Βρετανία, ενώ το ομώνυμο άλμπουμ κυκλοφόρησε το Νοέμβριο, χωρίς κανένα από τα δύο να γνωρίσει εμπορική επιτυχία. Το συγκεκριμένο άλμπουμ, κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες την ίδια εποχή που το "The Book of Taliesyn" κυκλοφόρησε στην πατρίδα του συγκροτήματος, σκαρφαλώνοντας μόλις στο # 162.[3]
Ο δίσκος ανοίγει με το "Chasing Shadows", ένα κομμάτι προπομπό για το χαρντ ροκ ύφος του συγκροτήματος στα επόμενα χρόνια, με δυνατό και πειραματικό στυλ. Ξεκινάει με κύμβαλα και αφρικανικού τύπου ρυθμούς με εξαιρετική τεχνική από τον Ίαν Πέις,[13] ενώ ανάλογο είναι και το τελείωμα του κομματιού το οποίο οδηγεί στο "Blind", του οποίου οι επιρροές από κλασική μουσική είναι φανερές, ενώ περιλαμβάνει και ένα ιδιαίτερα παραμορφωμένο σόλο κιθάρας από τον Ρίτσι Μπλάκμορ.[11]
Ακολουθεί το "Lalena", μία διασκευή σε τραγούδι του Donovan. Αυτό είναι ένα από τα πιο ήρεμα και μελωδικά τραγούδια του δίσκου,[9] ενώ το διαδέχεται το "Fault Line", ένα σύντομο ορχηστρικό κομμάτι το οποίο οδηγεί στο "The Painter". Μία εισαγωγή από τα πλήκτρα του Τζον Λορντ οδηγεί στο μπλουζ του κυρίως κομματιού με αρκετά σόλο κιθάρας και πλήκτρων. Αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα τραγούδια της πρώτης γραμμής του συγκροτήματος το οποίο έπαιξαν ζωντανά μετά την έλευση του Ίαν Γκίλαν και του Ρότζερ Γκλόβερ, το καλοκαίρι του 1969. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα δύο τραγούδια χωρίστηκαν στην επανέκδοση του άλμπουμ, ενώ αρχικά αναφερόταν ως ένα κομμάτι.
Το "Why Didn't Rosemary" περιέχει ένα από τα καλύτερα σόλο κιθάρας στην πρώιμη καριέρα του Ρίτσι Μπλάκμορ και στηρίζεται σε γραμμή μπάσου βασισμένη στα μπλουζ, ενώ οι στίχοι είναι επηρεασμένοι από την ταινία "Το μωρό της Ρόζμαρι".[7] Ακολουθεί το "Bird Has Flown", το πιο ψυχεδελικό τραγούδι του άλμπουμ, το οποίο οι Deep Purple εκτέλεσαν ζωντανά με τον Ίαν Γκίλαν στα φωνητικά, τον Ιούλιο του 1969.
Ο δίσκος κλείνει με το "April", ένα δωδεκάλεπτο κομμάτι χωρισμένο σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος ξεκινάει με μία εισαγωγή από το "Hammond" του Λορντ, ακολουθούμενο από ακουστική κιθάρα. Στη συνέχεια, ο Μπλάκμορ παίζει ένα σόλο ηλεκτρικής κιθάρας το οποίο διαδέχεται μία 12μελής ορχήστρα την οποία συνέταξε ο Τζον Λορντ. Το τρίτο μέρος αποτελείται από ροκ συνθέσεις, με τον Ροντ Έβανς να τραγουδάει τους στίχους του Λορντ, ενώ το τραγούδι και ο δίσκος τελειώνουν με ένα ακόμη σόλο κιθάρας. Το συγκεκριμένο κομμάτι δεν παίχτηκε ποτέ ζωντανά.[8]
Στις 21 Ιουνίου του 1969 κυκλοφόρησε ο δίσκος "Deep Purple" σε μορφή βινυλίου. Ο δίσκος επανεκδόθηκε σε μορφή CD το 2000 από την "ΕΜΙ" σε επετειακή έκδοση με μπόνους κομμάτια.
Η πρώτη γραμμή μελών των Deep Purple είχε αντοχή μόλις ένα χρόνο, αφού μετά την κυκλοφορία τριών δίσκων ο τραγουδιστής Ροντ Έβανς και ο μπασίστας Νικ Σίμπερ απολύθηκαν από τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, για να έρθουν στη θέση τους ο Ίαν Γκίλαν και ο Ρότζερ Γκλόβερ, αντίστοιχα. Η σύνθεση του συγκροτήματος είχε την εξής μορφή: