Ο Ροστόμ ήταν γιος τού πρίγκιπα Σίμωνα, φυσικού γιου τού πρίγκιπα Βαγράτ. Ήταν, λοιπόν, δισεγγονός τού βασιλιά Αλέξανδρου Ε΄ τού Ιμερέτι. Το 1819 ο 20ετής Ροστόμ ενώθηκε με τους εξαδέλφους του, Δαβίδ και Βαχτάνγκ, σε μία εξέγερση κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε απορροφήσει το Ιμερέτι το 1810. Η εξέγερση επεκτάθηκε στη Γκουρία και τη Μινγκρελία, αλλά καταπνίγηκε από τα ρωσικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Βελυαμίνοφ τον Ιούλιο τού 1820. Οι υπόλοιποι επαναστάτες υποχώρησαν στα βουνά της Ράχα, όπου τελικά ηττήθηκαν. Ο πρίγκιπας Δαυίδ απεβίωσε στο πεδίο της μάχης και ο Βαχτάνγκ κατέφυγε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. [2] Ο Ροστόμ αιχμαλωτίστηκε και, μαζί με την οικογένειά του, στάλθηκε εξόριστος στη Ρωσία, όπου κατατάχθηκε ως στρατιώτης στο Σύνταγμα των Ουσάρων Σούμσκι. [3]
Μερικές φορές ο Ροστόμ συγχέεται με τον συνονόματό του Ιμερέτιο πρίγκιπα (2ο εξάδελφο τού πατέρα του), ο οποίος ήταν φυσικός γιος του Δαβίδ Β΄ τού Ιμερέτι και πρόγονος της Ιμερετικής οικογένειας των Μπαγκρατιόν-Νταβύντοφ. [3]
Οικογένεια
Νυμφεύτηκε την Eλισάβετ Mχέιτζε (1794–1862) και είχε μαζί της 5 παιδιά. [4]
Oι απόγονοι του Ροστόμ, σε αντίθεση με τους γόνους των βασιλικών Ιμερετίων, δεν αναγνωρίστηκαν σε πριγκιπικό βαθμό από τη Ρωσική Αυτοκρατορία μετά την προσάρτηση τού Ιμερέτι το 1810. Αντίθετα, υποβιβάστηκαν στον βαθμό των άτιτλων ευγενών (aznauri) με το επώνυμο Μπαγκρατιόνι και αναφέρονται ως τέτοιοι στον κατάλογο των Ιμερετίων ευγενών, που επιβεβαίωσε ο τσάρος το 1850. Από το 2015, είναι οι μόνοι επιζώντες εξ αρρενογονίας γραμμής απόγονοι τού βασιλικού οίκου τού Ιμερέτι. Το οικογενειακό τους χωριό είναι το Γκβανκίτι, στο Ιμερέτι.
Βιβλιογραφικές αναφορές
↑ბაგრატიონები: სამეცნიერო და კულტურული მემკვიდრეობა, იმერეთის მეფეები ბაგრატიონთა დინასტიიდან, თბილისი, 2003 The Bagrations: Scientific and Cultural heritage, Kings of Imereti from Bagrationi dynasty, Tbilisi, 2003