Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 08/09/2012.
Τα Πεύκα παλαιότερα γνωστό ως Τσάμερεν, είναι ημιορεινός οικισμός, σε υψόμετρο 120 μέτρα και βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του πρώην Δήμου Τραϊανούπολης στο κέντρο μιας ομάδας χωριών των οποίων ο πληθυσμός τους έχει καταγωγή κυρίως από τον Πόντο[3].
Βρίσκεται 18 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης, και έχει 27 κατοίκους (απογραφή 2011)[4]. Τα Πεύκα έχουν υψόμετρο 120 μέτρα[2] από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 40,8976667842 και γεωγραφικό μήκος 26,0391436875.
Η επίσημη ονομασία του οικισμού είναι «Πεύκα». Έδρα του δήμου είναι η Αλεξανδρούπολη και ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Θράκης.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με τον Νόμο «Καποδίστρια» από το 1999 και μέχρι το 2010, τα Πεύκα ανήκαν στο Τοπικό Διαμέρισμα Λουτρού, του πρώην Δήμου Τραϊανούπολης του Νομού Έβρου.[6] Από το 2010 ανήκουν στον δήμο Αλεξανδρούπολης.
Ιστορία
Από στοιχεία του Αρχείου του Υπ. Εξωτερικών του 1890 εμφανίζεται το «Τσάμερεν» (Πεύκα) με 60 οικογένειες και σχολείο.
Στην απογραφή του 1922 που έγινε με έδρα την Αδριανούπολη εμφανίζονται κάτοικοι 325 Βούλγαροι.
Η απογραφή του έτους 1923 εμφανίζει 98 άτομα πρόσφυγες από τον Πόντο. Άτομα ή οικογένειες βουλγαρικές δεν υπήρχαν, είχαν αποχωρήσει μερικές ημέρες ή εβδομάδες νωρίτερα από το χωριό.
Οι κάτοικοι του χωριού είναι πρόσφυγες Ποντιακής καταγωγής από την Επτάκωμη Σάντα του Πόντου της περιοχής Τραπεζούντας και συγκεκριμένα από την περιοχή της Παναγίας Σουμελά. Προς το τέλος του έτους 1923 έφθασαν στην Αλεξανδρούπολη και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην περιοχή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (χώρος προσφύγων). Τον Δεκέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Τσάμερεν (Πεύκα), που κατοικούνταν από Βούλγαρους που το εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν στη Βουλγαρία.
Στο χωριό υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που κτίστηκε το 1861 και στο εσωτερικό της διατηρούνται ακόμη το τέμπλο και οι εικόνες από την εποχή της ανέγερσης της.
Στον οικισμό υπάρχουν παραδοσιακά πετρόκτιστα σπίτια όπως και το κτίριο του συλλόγου που κτίστηκε την τελευταία εικοσαετία με την ιδία πέτρα της περιοχής.
Οι πρώτοι Πόντιοι κάτοικοι δημιούργησαν ένα δίκτυο άρδευσης που αποτελούνταν από δεκαέξι (16) περίπου παραδοσιακά λαξευτά πηγάδια και από τα οποία σώζονται πέντε μέχρι σήμερα.
Το χωριό περιβάλλεται από το δάσος μαύρης πεύκης μέσα στο οποίο υπάρχουν διαδρομές και μονοπάτια.
Άλλα μέρη που μπορεί κάποιος να περπατήσει είναι το «σπέλ» (σπηλιά) απέναντι και αμέσως μετά από το χωριό στα βορειοδυτικά, το μεταλλείο, το χαλκό, και το ποτάμι στην περιοχή του Προφήτη Ηλία.
Στην περιοχή των Πεύκων μπορεί ο επισκέπτης να παρατηρήσει τους μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού αρπακτικά να πετούν (γεράκια - αετοί από το δάσος της Δαδιάς).
Υπάρχει επίσης το αναψυκτήριο του συλλόγου και το τμήμα της βιβλιοθήκης του λόγιου Γεώργιου Κανδηλάπτη (Κάνις), το οποίο ανήκει στον σύλλογο καθώς επίσης και μια συλλογή από σπάνιες φωτογραφίες προσφυγικών οικογενειών από την Σάντα.
Επίσης μπορεί να επισκεφθεί το πρόσφατα ανακαινισμένο μονοθέσιο σχολείο που υπάρχει με μερικά επισκευασμένα παλαιά θρανία.
Στην πλατεία του χωριού υπάρχει το μνημείο των Σανταίων για να θυμίζει στους επισκέπτες το ολοκαύτωμα της Σάντας το 1921[13] και την Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής. Επίσης υπάρχει και το μνημείο των Ποντίων με τις επιγραφές:
Αριστερά: «Ο όρος χαμένες πατρίδες που καθιερώθηκε είναι πολιτικά και ιστορικά άστοχος».
Δεξιά: «Οι πατρίδες είναι σαν τους ανθρώπους: Πεθαίνουν από τη στιγμή που αρχίζουμε να τις ξεχνάμε ...»