Ονομαζόταν και Κουταλιανός, προσωνύμιο που πήρε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το νησί Κούταλη της Προποντίδας της Μικράς Ασίας. Μόνασε για αρκετό χρόνο στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος. Αργότερα έγινε Πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Δέρκων[2]. Τον Νοέμβριο του 1829 εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών, το 1833 Μητροπολίτης Προύσης και το 1837 Μητροπολίτης Εφέσου. Περιγράφεται ως άνθρωπος μορφωμένος, ικανός και δραστήριος, αλλά και πονηρός και ακραία φιλοχρήματος[2] και αδιάφορος για την παιδεία του ποιμνίου του[3]. Στις Σέρρες δεν άφησε καλές αναμνήσεις, και μάλιστα θεωρήθηκε υπεύθυνος για την διάλυση των εκεί σχολείων[4].
Κατά την Πατριαρχία του ανασυστήθηκε η Αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής και καταδικάστηκε η χρήση τετραφωνίας στην εκκλησιαστική μουσική[7]. Ψύχρανε τις σχέσεις του Πατριαρχείου, τόσο με τις σλαβικές Εκκλησίες, όσο και με το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και η πολιτική του στο θέμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας χαρακτηρίζεται άφρων, καθώς αρχικά συλλειτουργούσε με καθαιρεμένους Βούλγαρους αρχιερείς, κατόπιν τους καταδίκασε και στο τέλος συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για να καταδικαστεί ο βουλγαρικός κλήρος και λαός[8]. Επί των ημερών του ανετέθη στο Πατριαρχείο και η επίλυση της διένεξης μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων για το σπήλαιο της Βηθλεέμ[9]. Το 1872 επικύρωσε απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, με βάση την οποία εξέπιπτε του θρόνου ο Πατριάρχης Κύριλλος Β΄[10].
Μετά την τελευταία του παραίτηση από τον Οικουμενικό Θρόνο, αποσύρθηκε στο χωριό Κανδηλί του Βοσπόρου, όπου και πέθανε στις αρχές του 1878. Ετάφη στο προαύλιο του ναού της Μεταμορφώσεως στο Κανδηλί.