Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|5|01|2025}}
Η πολιτική σταδιοδρομία του Ερίμ άρχισε το 1946, οπότε και εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής. Αργότερα όμως προσχώρησε στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Ισμέτ Ινονού. Ο Νιχάτ Ερίμ ήταν ο πολιτικός που χάραξε την γραμμή επί της οποίας θα στηριζόταν επί πολλά έτη η πολιτική της Τουρκίας επί του Κυπριακού ζητήματος. Με δύο υπομνήματά του, το έτος 1956, προς την κυβέρνηση Μεντερές υποστήριξε ότι η απαίτηση της Τουρκίας για επιστροφή ολόκληρης της Κύπρου στην ίδια δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, αφού δεν θα έβρισκε τα απαραίτητα διεθνή ερείσματα. Στο αίτημα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα η Τουρκία θα αντιπαρέτασσε το αίτημα για χωριστή αυτοδιάθεση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε διχοτόμηση.
Ο Ερίμ επεσκέφθη την Κύπρο κατά την διάρκεια του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., έλαβε μέρος σε διάφορες συνομιλίες σχετικές με το Κυπριακό ζήτημα και το 1959 ήταν μέλος την τουρκικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα στη Ζυρίχη και κατέληξαν στις γνωστές συμφωνίες. Μεταξύ των ετών 1959 και 1960 ήλθε στην Κύπρο ως εκπρόσωπος της τουρκικής κυβερνήσεως για την σύνταξη και επεξεργασία του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Ερίμ υπηρέτησε και στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ως επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας. Εκεί υπερασπίσθηκε τις θέσεις της χώρας του σχετικά με το Κυπριακό.
Μετά το πραξικόπημα των υπό τον στρατηγό Μεμντούχ Ταγμάτς στρατιωτικών ο Ερίμ σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού (Μάρτιος1971 – Απρίλιος1972), ενώ ο στρατιωτικός νόμος ήρθη τον Σεπτέμβριο του 1973. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του ο Ερίμ κυβέρνησε απολυταρχικά, δίωξε, φυλάκισε και βασάνισε πολλούς αντιφρονούντες, ενώ ανέχθηκε και τις δολοφονίες αριστερών. Αυτός ήταν ο λόγος που δολοφονήθηκε εκδικητικά στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1980 από δύο άτομα αριστερών φρονημάτων. Η δολοφονία του επετάχυνε το υπό τον στρατηγό Κενάν Εβρέν στρατιωτικό πραξικόπημα στις 12 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.