Στην ελληνική μυθολογία, ο Μόρος ήταν η θεότητα-προσωποποίηση της επικείμενης μοίρας, που οδηγεί τους θνητούς στο θανάσιμο πεπρωμένο τους.[1][2]
Ο Μόρος ήταν γιος της Νυκτός, της αρχέγονης θεάς της νύχτας. Ο Μόρος ήταν επομένως αδελφός των Μοιρών, οι οποίες έλεγχαν το πεπρωμένο. Αδέλφια του Μόρου ήταν επίσης ο Θάνατος και οι Κήρες, που αντιπροσώπευαν τη φυσική πλευρά του θανάτου (οι Κήρες ήταν φορείς του βίαιου θανάτου και της θανατηφόρου αρρώστιας, ενώ ο Θάνατος προσωποποιούσε τον ήρεμο θάνατο).
Ο Υγίνος γράφει ότι πατέρας του Μόρου ήταν ο Έρεβος, αλλά στη Θεογονία του Ησιόδου αφήνεται να εννοηθεί ότι η Νυξ γέννησε τον Μόρο, όπως και τα άλλα αδέλφια του, από μόνη της.
Στην τραγωδία Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου ο ομώνυμος Τιτάνας αναφέρει ότι έδωσε στους ανθρώπους το πνεύμα της Ελπίδας, προκειμένου να τους βοηθήσει να αγνοούν το αναπόφευκτο του Μόρου. Επίσης ο Μόρος αναφέρεται ως ο «καταστροφέας θεός, ο οποίος, ακόμη και στο βασίλειο του Άδη, δεν αφήνει το θύμα του ελεύθερο», κάτι που υποστηρίζει την εικόνα του ως αντιπροσώπου του αναπόφευκτου του θανάτου.