Ήταν γιος του Δαβίδ ΣΤ΄ Ναρίν βασιλιά της Γεωργίας και της συζύγου του, Tάμαρ Αμανελίσντζε,[2] ή μίας πριγκίπισσας των Παλαιολόγων. Στην τελευταία περίπτωση, ο Μιχαήλ μπορεί να ονομαζόταν από τον Βυζαντινό πρόγονό του, τον ΑυτοκράτοραΜιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο.[3] Ο Μιχαήλ εναντιώθηκε στην ανάρρηση τού μεγαλύτερου αδελφού του Κωνσταντίνου Α΄ στον θρόνο, μετά το τέλος του πατέρα τους το 1293. Σε έναν επακόλουθο εσωτερικό πόλεμο, ο Μιχαήλ κατέλαβε τον έλεγχο των επαρχιών Ράχα, Λεχκούμι και Aργκβέτι.[2][4] Η σύγκρουση συνεχίστηκε μέχρι το 1327, όταν, μετά το τέλος του άτεκνου Κωνσταντίνου Α΄, τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς της Ιμερέτης.[2][4] Είχε διεκδικήσει τον τίτλο νωρίτερα, όπως στον καταστατικό χάρτη του 1326 [3], όπου επικυρώνει ισόβια αποζημίωση επανόρθωσης (sasiskhlo, ένα γεωργιανό ισοδύναμο του αγγλικού weregild) να πληρώνεται από κάποιον Γκογκιτασβίλι στους Μικελάντζε.[5]
Ο Μιχαήλ προσπάθησε να υποτάξει ξανά στο στέμμα τους μεγάλους ευγενείς και επαρχιακούς δυνάστες (eristavi), οι οποίοι είχαν διεκδικήσει μεγαλύτερη αυτονομία για τους εαυτούς τους στη βασιλεία του Κωνσταντίνου Α΄. Οι προσπάθειές του είχαν περιορισμένη επιτυχία το μόνο που μπόρεσε να επιτύχει ήταν η υπόσχεση από τους γαιοκτήμονες (eristavi) να πληρώσουν φόρο υποτέλειας και να παρέχουν στρατεύματα για έναν βασιλικό στρατό.[4]
Ο Μιχαήλ απεβίωσε το 1329. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Βαγράτ Α΄, ο οποίος, λόγω της ανηλικιότητάς του, δεν κάθισε ποτέ σταθερά στον θρόνο τού Ιμερέτι και το 1330 υποβιβάστηκε στη θέση του υποτελούς δούκα από τον αναδυόμενο Γεώργιο Ε΄ τον Λαμπρόβασιλιά της ανατολικής Γεωργίας.[2][4]