Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 12/11/2022.
Η Λοθαριγγία (855-959) ήταν ένα διάδοχο βασίλειο της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών, η οποία αποτελούταν από τις Κάτω Χώρες, τη δυτική Ρηνανία, τα εδάφη σήμερα στα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, και αυτό που σήμερα είναι η δυτική Ελβετία.[1]
Δημιουργήθηκε από την τριμερή διάσπαση το 855 του βασιλείου της Μέσης Φραγκίας, το οποίο με τη σειρά του είχε δημιουργηθεί με την τριμερή διάσπαση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας με τη Συνθήκη του Βερντέν του 843. Ούτε η Λοθαριγγία ούτε η Μέση Φραγκία είχαν συνοχή, αλλά ήταν απλά εδαφικά κομμάτια που προέκυψαν από τον τεμαχισμό ενός μεγαλύτερου βασιλείου. Το 870 η Λοθαριγγία μετά από μια σύντομη περίοδο ακυβερνησίας, μοιράστηκε με τη Συνθήκη του Μέρσεν μεταξύ των γειτονικών της Ανατολικής και Δυτικής Φραγκίας. Μετά από σύντομους πολέμους το 876 και το 879, η Δυτική Φραγκία παρέδωσε το μισό κομμάτι της, της Λοθαριγγίας, στην Ανατολική Φραγκία, με τη Συνθήκη του Ριμπεμόν. Οι αριστοκράτες της Λοθαριγγίας προσπαθώντας να ασκήσουν το δικαίωμά τους να εκλέξουν βασιλιά, ένωσαν τις δυνάμεις τους στις προσπάθειες των άλλων περιοχών της Ανατολικής Φραγκίας να εκθρονίσουν τον βασιλιά τους Κάρολο τον Παχύ το 887. Υπό μια σειρά από δούκες που άρχισε υπό τη βασιλεία του ανήλικου βασιλιά Λουδοβίκου του παιδιού το 903, οι αριστοκράτες της Λοθαριγγίας άλλαζαν συχνά μέρος μεταξύ των βασιλιάδων της Ανατολικής και Δυτικής Φραγκίας. Το 939 ο βασιλιάς της Ανατολικής Φραγκίας Όθων Α΄ ανάγκασε σε υποταγή τον δούκα που εξουσίασε Γιλβέρτο και ενέταξε τη Λοθαριγγία στο βασίλειό του στα καινούργια δουκάτα που είχαν δημιουργηθεί με βάσει την καταγωγή, τα οποία είχαν δικαίωμα στην εκλογή του βασιλιά. Ενώ τα άλλα δουκάτα είχαν χαρακτήρα που βασιζόταν στη φυλή ή τις εθνικές ταυτότητες, η ταυτότητα της Λοθαριγγίας ήταν καθαρά πολιτική.
Το 959 ο δούκας της Λοθαριγγίας Μπρούνο ο Μέγας διαχώρισε το δουκάτο στο Δουκάτο της Άνω Λωρραίνης και το Δουκάτο της Κάτω Λωρραίνης, δίνοντας το καθένα υπό την εξουσία μαργράβου. Εκτός από μια σύντομη περίοδο (1033–44, υπό Γκοθέλο Α΄) ο διαχωρισμός δεν αναστράφηκε ποτέ, και σύντομα οι μαργράβοι μετέτρεψαν τα ξεχωριστά τους φέουδα σε δουκάτα. Κατά τον δωδέκατο αιώνα η εξουσία του δούκα στην Κάτω Λωρραίνη διασπάστηκε, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του Δουκάτου του Λίμπουργκ και του Δουκάτου του Μπράμπαντ, οι ηγέτες του οποίου διατήρησαν τον τίτλο του "Δούκα του Λόθιερ" (όρος που προέρχεται από το Λοθαριγγία). Με τη διάλυση της Κάτω Λωρραίνης η Άνω Λωρραίνη έγινε η κύρια υπόσταση όσον αφορά στο όνομα "Λωρραίνη" μέσα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά από αιώνες γαλλικών εισβολών και κατοχών, η Λωρραίνη τελικά εκχωρήθηκε στη Γαλλία στο τέλος του Πολέμου της Πολωνικής Διαδοχής (1737). Το 1766 το δουκάτο κληρονομήθηκε από το Γαλλικό Στέμμα και έγινε η επαρχία της Λωρραίνης. Το 1871 μετά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο το γερμανόφωνο μέρος της Λωρραίνης ενώθηκε με την Αλσατία για να γίνει η επαρχία Αλσατία-Λωρραίνη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής πλευράς των γάλλο-γερμανικών συνόρων ανήκει στην περιοχή της Λωρραίνης.
Το έδαφος για τη δημιουργία της Μέσης Φραγκίας προλειάνθηκε το 817 με τα σχέδια για τον διαχωρισμό της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Ευσεβή. Χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί το 817, εκτός από τους τρεις γιους του Λουδοβίκου υπήρχε και ένας τέταρτος διεκδικητής. Ένας τέταρτος γιος, ο Κάρολος ο Φαλακρός, θα γεννιόταν το 823 από τη δεύτερη γυναίκα του Λουδοβίκου, Judith της Βαυαρίας. Όταν ο Λουδοβίκος επιχείρησε το 833 να ξαναμοιράσει την αυτοκρατορία για χάρη του Καρόλου, συνάντησε την αντίθεση των τριών ενήλικων γιων του, του Λοθάριου, του Πεπίνου, και του Λουδοβίκου. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος με ρευστές συμμαχίες για δέκα χρόνια, τα οποία είχαν σύντομες περιόδους ειρήνης. Ο Πεπίνος πέθανε το 838 και ο Λουδοβίκος το 840. Οι άλλοι δύο αδελφοί σύναψαν ειρήνη το 843 και κατέληξαν στον τελικό διαμοιρασμό της Αυτοκρατορίας. Ο Λοθάριος, ως ο μεγαλύτερος, διατήρησε τον αυτοκρατορικό τίτλο, και έλαβε σαν μερίδιο μια μακριά λωρίδα εδαφών από τη Βόρεια Θάλασσα ως το Δουκάτο του Μπενεβέντο. Η λογική του διαμοιρασμού αυτού ήταν ότι ο Λοθάριος ήταν με το μέρος του Βασιλείου της Ιταλίας, το οποίο ήταν υποτελές βασίλειο του Λουδοβίκου του Ευσεβή, και ότι, σαν αυτοκράτορας θα έπρεπε να εξουσιάζει από το Άαχεν, την πρωτεύουσα του πρώτου αυτοκράτορα της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας, τον Καρλομάγνο, και από τη Ρώμη, την αρχαία πρωτεύουσα των αυτοκρατόρων. Έτσι, η Μέση Φραγκία (λατινικά: Francia media) περιέλαβε όλα τα εδάφη μεταξύ του Άαχεν και της Ρώμης και αποκαλείται ενίοτε από τους ιστορικούς ο "Λοθαριγγιακός άξονας".
Βασίλειο της Λοθαριγγίας
Το 855 όταν ο Λοθάριος ήταν στο νεκροκρέβατό του στο Αβαείο του Προυμ, χώρισε το βασίλειό του μεταξύ των τριών γιών του με τη Συνθήκη του Προυμ. Ο πρεσβύτερος, Λουδοβίκος Β΄, δόθηκε η Ιταλία και ο αυτοκρατορικός τίτλος. Στον μικρότερο, ακόμα ανήλικος, Κάρολο δόθηκε η Προβηγκία. Στον δεύτερο γιο του Λοθάριο Β΄ δόθηκαν τα υπόλοιπα εδάφη βόρια της Προβηγκίας, ένα βασίλειο το οποίο δεν είχε εθνική ή γλωσσική ενότητα, όπως και δεν είχε ομοίως και η Μέση Φραγκία. Καθώς δεν υπήρχε αυτή η εθνική και γλωσσική ταυτότητα, οι σύγχρονοι δεν ήταν σίγουροι για το πώς να ονομάσουνε το νέο αυτό βασίλειο, και έτσι κατέληξε ως regnum quondam Lotharii', ή Lotharii regnum, δηλαδή το "Βασίλειο [κάποτε του] Λοθάριου", και οι κάτοικοί του Λοθάριοι (από το Lotharius), Λοθαρίνσιοι (από Lothariensis), ή Lotharingi (το οποίο έδωσε το γερμανικό Lothringen, το οποίο είναι το όνομα της περιοχής). Ο τελευταίος αυτός όρος με την κατάληξη -ing, που υποδηλώνει προγονικές ή οικογενιακές σχέσεις, έδωσε τον λατινικό όρο Lotharingia, (από τη λατινική κατάληξη -ia, που υποδηλώνει χώρα), στα ελληνικά Λοθαριγγία. Κατοπινοί όροι όπως "Lorraine", Λωρραίνη και "Lothier", Λόθιερ, προέρχονται από αυτόν τον λατινικό όρο (Lotharingia).
Όταν ο Λοθάριος Β΄ πέθανε το 869 δεν άφησε κανένα νόμιμο παιδί, αλλά μόνο έναν νόθο γιο, τον Ούγο. Οι βασιλείς της Ανατολικής και Δυτικής Φραγκίας Λουδοβίκος ο Γερμανικός και Κάρολος ο Φαλακρός[2], συμφώνησαν να μοιράσουν μεταξύ τους τη Λοθαριγγία, και το 870 ήρθαν σε συμφωνία στο Μέρσεν. Το δυτικό μισό της Λοθαριγγίας πήγε στη Δυτική Φραγκία, και το ανατολικό μισό στην Ανατολική Φραγκία. Το 876 ο Κάρολος εισέβαλε στην ανατολική Λοθαριγγία, αλλά ηττήθηκε από τον Λουδοβίκο στη Μάχη του Άντερναχ. Το 879 ο γιος του Λουδοβίκου, Λουδοβίκου του Νεότερου προσκλήθηκε από μια φράξια της αριστοκρατίας της Δυτικής Φραγκίας να διαδεχτεί στον θρόνο τον γιο του Καρόλου Λουδοβίκο τον Τραυλό. Σε αντίδραση, οι γιοί του Λουδοβίκου του Τραυλού Καρλομάν Β΄ και Λουδοβίκος Γ΄, παραχώρησαν τη Δυτική Λοθαριγγία στον Λουδοβίκο. Τα σύνορα μεταξύ των δύο βασιλείων εγκαθιδρύθηκαν την επόμενη χρονιά (8880) στο Σεν Κουεντίν.
Όταν τον Νοέμβριο του 887 ο Αρνούλφος της Καρινθίας συγκάλεσε συμβούλιο της αριστοκρατίας της Δυτικής Φραγκίας για να εκθρονίσει τον Κάρολο τον Παχύ, ο οποίος μέχρι το 884 είχε διαδεχτεί όλα τα βασίλεια της Αυτοκρατορίας, οι Λοθαριγγιανοί ήταν μεταξύ αυτών που τον υποστήριξαν. Εξέλεξαν βασιλιά τους τον Αρνούφλο, πιθανό υπό εξαναγκασμό. Στον Αρνούφλο αντιτάχθηκε αρχικά ο Γκυ του Σπολέτο, ο οποίος τελικά αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ιταλίας, καθώς και ο Ρούντολφ Α΄ της Βουργουνδίας, ο οποίος είχε εκλεγεί βασιλιάς νότια της Λοθαριγγίας, στην Άνω Βουργουνδία. Ο Ρούντολφ σκόπευε να γίνει βασιλιάς σε όλο το βασίλειο του Λοθάριου Β΄, αλλά θα έπρεπε να συμβιβαστεί με τα υπόλοιπα ενός βασιλείου. Το 895 ο Αρνούφλος όρισε τον νόθο γιο του Ζβέντιμπολντ Βασιλιά της Λοθαριγγίας. Βασίλευσε ανεξάρτητα μέχρι την εκθρόνιση και τη δολοφονία του από έναν στασιαστή μαργράβο το 900.
Δουκάτο της Λοθαριγγίας
Η μεγαλύτερη ελευθερία που είχαν οι μαργράβοι της Λοθαριγγίας υπό τη βασιλεία του ανήλικου νόμιμου γιου του Αρνούφλου Λουδοβίκου του παιδιού, ήταν η αιτία που έμειναν πιστοί σε αυτόν μέχρι τον θάνατό του το 911. Ήταν την περίοδο της βασιλίας του ανήλικου Λουδοβίκου που κάνει την εμφάνισή για πρώτη φορά δούκας στη Λοθαριγγία, ως ενδιάμεσος μεταξύ του λαού και του βασιλιά. Ο πρώτος δούκας ήταν ο Γκέμπχαρντ (903). Ο τίτλος του στα λατινικά της εποχής ήταν dux regni quod a multis Hlotharii dicitur: "δούκας του βασιλείου του ονομαζόμενου (κατά κόρων) του Λοθάριου". Τον διαδέχτηκε ο Ρέγκιναρ, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αριστοκρατίας στην εκλογή ως βασιλιά του Κάρολου του Απλού της Δυτικής Φραγκίας μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου του παιδιού. Το 915 ο Κάρολος τον αντάμειψε, αποδίδοντάς του τον τίτλο του μαργράβου. Τον Ρέγκιναρ διαδέχτηκε ο γιος του, Γιλβέρτος, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον τίτλο dux Lotharingiae: "δούκας της Λοθαριγγίας". Όταν η Δυτική Φραγκία εκθρόνισε τον Κάρολο το 922, εκείνος παρέμεινε βασιλιάς στη Λοθαριγγία, ενώ προσπάθησε να κατακτήσει ξανά το άλλο του βασίλειο το 923. Συνελήφθηκε και φυλακίστηκε και πέθανε το 929. Οι Λοθαρίγγιοι δεν εξέλεξαν νέο βασιλιά ως το 925, όταν και υπό την ηγεσία του Γιλβέρτου επέλεξαν τον Ερρίκο Α΄, τον βασιλιά της Ανατολικής Φραγκίας. Το 930 η απόφαση το Γιλβέρτου να στηρίξει τον Ερρίκο ανταμείφτηκε, με το χέρι της κόρης του Ερρίκου, Γκεμπέργκα. Με τον θάνατο του Ερρίκου το 936 ο Γιλβέρτος προσπάθησε να μεταφέρει την υποστήριξη της Λοθαριγγίας με το μέρος της Δυτικής Φραγκίας, καθώς ο βασιλιάς τους, ο Ρούντολφ της Γαλλίας που ήταν αδύναμος, θα αναμιγνυόταν λιγότερο στα ζητήματα της αριστοκρατίας. Το 939 ο γιος και διάδοχος του Ερρίκου Όθωνας Α΄ εισέβαλε στη Λοθαριγγία και νίκησε τον Γιλβέρτο στη Μάχη του Άντερναχ. Από τότε και μετά οι δούκες της Λοθαριγγίας θα ήταν διορισμένοι από τον βασιλιά.