Ο Λαμπρότατος ήταν βυζαντινός αριστοκρατικός, αυλικός, τιμητικός[1] τίτλος, που δινόταν σε μέλη της συγκλήτου αντίστοιχος του ρωμαϊκού «κλαρίσιμος» (λατινικά: clarissimus)[2]. Ο αντίστοιχος τίτλος για τις γυναίκες ήταν Λαμπρότατη.
Ο τίτλος ήταν καθαρά τιμιτικός και δινόταν μόνο σε μέλη της βυζαντινής Συγκλήτου[3]. Για να αποκτήσει κάποια γυναίκα τον τίτλο της λαμπρότατης, έπρεπε να τον έχει απαραίτητα ο σύζυγός της. Αν αυτός πέθαινε ή χώριζαν, τον κρατούσε· εκτός αν ξαναπαντρευόταν, οπότε τον έχανε· για τις κόρες ίσχυε ότι είχαν τον τίτλο μέχρι να παντρευτούν[4].
Ο τίτλος σήμερα χρησιμοποιείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν τιμητική προσφώνηση.
Παραπομπές
- ↑ Κυρίτσης Δημήτρης, «Σύγκλητος στην Κωνσταντινούπολη», 2008, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
- ↑ Μέριανος Γεράσιμος , «Αριστοκρατία της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης», 2007, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
- ↑ Κυριάκος Παπακυριάκος, Ιστορία του νομού Σερρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της απελευθερώσεώς του το 1912-1913, Θεσσαλονίκη 2013, Κεφάλαιο: Ιστορία του Νομού Σερρών κατά τη Βυζαντινή εποχή, σελ. 259
- ↑ Kōnstantinos Armenopoulos, Procheiron nomōn, to legomenon hē Hexavivlos: syllechtheisa apo holous tous .., σελ. 381