CA: Πρόγραμμα I (ελεγχόμενο φάρμακο)
UK: Κατηγορία B (ελεγχόμενο φάρμακο)
Η κωδεΐνη ανήκει στα οπιούχα αναλγητικά που αποτελούν συστατικά του οπίου.
Το όπιο παράγεται από τις κωδείες (κάψες) του φυτού μήκων η υπνοφόρος (Papaver somniferum). Το φυτό χρησιμοποιήθηκε στους παλιότερους χρόνους (πριν 6.000 χρόνια)[εκκρεμεί παραπομπή] από διάφορους λαούς, για θεραπευτικούς σκοπούς. Μόλις στα μέσα του 18ου αιώνα παρατηρήθηκε ότι το όπιο προκαλεί ψυχική και σωματική εξάρτηση.[1]
Λευκοί κρύσταλλοι ή κρυσταλλική σκόνη. Στον ξηρό αέρα βαθμιαία αλλοιώνεται. Επίσης, προσβάλλεται από το φως. Είναι διαλυτή στο νερό (1g σε 120ml). Το κορεσμένο υδατικό διάλυμα είναι αλκαλικό στο χαρτί ηλιοτροπίου (pka 9,8). Είναι διαλυτή στην αιθανόλη, το χλωροφόρμιο, τον αιθέρα και το βενζόλιο.[2]
Η κωδεΐνη, όπως και τα υπόλοιπα οπιούχα αναλγητικά, προκαλεί αναλγησία καθώς επηρεάζει την αντίληψη και την αντίδραση του οργανισμού στον πόνο. Επίσης, αποτελεί άριστο αντιβηχικό καθώς καταστέλλει το αυτοαντανακλαστικό κέντρο του βήχα. Παραδοσιακά η κωδεΐνη χορηγείται από του στόματος ως φωσφορική κωδεΐνη σε σχετικά χαμηλές δόσεις (30 ως 60 mg) για την αντιμετώπιση του βήχα και του πόνου μέτριας έως σοβαρής έντασης. Χαμηλές δόσεις κωδεΐνης συχνά συνδυάζονται με ασπιρίνη και καφεΐνη ή με παρακεταμόλη. Η κωδεΐνη χορηγείται και παρεντερικά ως αναλγητικό σε αρκετές περιπτώσεις. Η συνήθης αναλγητική δόση είναι 30 mg κάθε 4 ώρες, ενώ η συνήθης αντιβηχική δόση είναι 5 έως 10 mg κάθε 4 ώρες.[1][2]
Η κωδεΐνη προκαλεί εθισμό και τοξικομανία σαφώς όμως σε μικρότερο βαθμό απ' όσο η μορφίνη. Επίσης, μπορεί να προκαλέσει δυσκοιλιότητα και να επηρεάσει το καρδιαγγειακό, το ουροποιητικό και το αναπνευστικό σύστημα.