Οι θέρμες, τα τεράστια συγκροτήματα λουτρών, εμφανίζονται στις ρωμαϊκές επαρχίες κατά το τελευταίο τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για κατασκευές μεγάλων διαστάσεων, που ανταποκρίνονται καταρχήν σε μία κοινωνική ανάγκη, καθώς οι πολίτες μπορούσαν να περάσουν εκεί ευχάριστα τις ελεύθερες ώρες τους με σωματική άσκηση, αλλά και με διαλέξεις ή και διάβασμα. Οι χώροι διαθέτουν θολωτές μορφές στέγασης (θολοδομία μεγάλης κλίμακας), που γεφυρώνουν τεράστια ανοίγματα.
Οι θέρμες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας στη Ρώμη και στις ρωμαϊκές επαρχίες. Αποτελούσαν τρόπον τινά τις λέσχες της εποχής εκείνης και ήταν κομμάτι της καθημερινής ζωής όχι μόνο των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και των φτωχότερων τάξεων. Υπήρχαν δημόσιες Θέρμες και η είσοδος αντιστοιχούσε σε ένα μικρό χρηματικό ποσό, καθώς και ιδιωτικές σε αστικές βίλες αριστοκρατών. Οι δημόσιες θέρμες λειτουργούσαν από το πρωί και συγκεκριμένες ώρες δέχονταν και γυναίκες.
Οι κύριοι χώροι των κτισμάτων ήταν οι εξής:
Αποτελούσε πέρασμα και σημείο συναναστροφής για τους λουόμενους. Ήταν εφοδιασμένο με δεξαμενές κρύου νερού και επικοινωνούσε μέσω ενός ανοιχτού πλεύρου με το natatio, μαζί με τα οποία συμπλήρωνε το λειτουργικό τμήμα του κρύου λουτρού.
Οι επισκέπτες ακολουθούσαν μία κυκλική πορεία, περνώντας διαδοχικά από τους κύριους στους δευτερεύοντες χώρους.
Στη Ρώμη βρίσκονται οι αρχαιότερες γνωστές θέρμες, του Αγρίππα μεταξύ 25 και 12 π.Χ. και του Τραϊανού. Ωστόσο θέρμες εντοπίζονταν σε κάθε ρωμαϊκή πόλη και επαρχία. Συγκροτήματα θερμών βρέθηκαν επίσης στη Γόρτυνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Επίδαυρο, στους Δελφούς, στους Φιλίππους, στα Ίσθμια, στον Μαραθώνα, στην Κόρινθο, τη Βέροια, την Ολυμπία, την Κέρκυρα και την Κεφαλονιά.