Ο Βενέδικτος Ι' (απεβ. το 1073/1080), γεννημένος Τζιοβάννι, εξελέγη για να διαδεχθεί τον πάπα Στέφανο Θ΄ στις 5 Απριλίου 1058, αλλά αντιτάχθηκε από μία αντίπαλη φατρία, που εξέλεξε τον Νικόλαο Β΄. Έφυγε από τη Ρώμη στις 24 Ιανουαρίου 1059 και σήμερα θεωρείται γενικά ως αντίπαπας.[1]
Ήταν γιος του Γκουίντο κύριο του Πόλι, ο οποίος ήταν ο μικρότερος γιος του Aλμπέρικ Γ΄, κόμη του Tούσκουλουμ, μέλους της κυρίαρχης πολιτικής δυναστείας στην περιοχή εκείνη την εποχή.[2] Ο Τζιοβάννι ήταν ανιψιός του διαβόητου πάπα Βενέδικτου Θ', ο οποίος καθαιρέθηκε το 1048.[3] Ο Βενέδικτος Ι΄ φέρεται ότι αργότερα έλαβε το παρωνύμιο Λεπτός (Mincius) λόγω της αμάθειάς του.[4] Η μητέρα του ήταν παρούσα στη δίκη του τον Απρίλιο του 1060 [5]
Βιογραφία
Ο Τζιοβάνι, Επίσκοπος του Βελέτρι,[6] έγινε καρδινάλιος από τον πάπα Λέοντα Θ΄ το 1050. Ωστόσο, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από όσους ήθελαν να μεταρρυθμίσουν την Εκκλησία και ήταν ένας από τους πέντε άνδρες που πρότεινε ο καρδινάλιος Φρειδερίκος της Λωρραίνης όταν συμβουλεύτηκε το καλοκαίρι του 1057 σχετικά με έναν πιθανό διάδοχο του πάπα Βίκτωρα Β΄, τον οποίο ο ίδιος ο Φρειδερίκος διαδέχθηκε ως πάπας Στέφανος Θ΄.[7] Ο πάπας Βίκτωρ Β΄ είχε πεθάνει στο Αρέτσο στις 28 Ιουλίου 1057, όπου είχε μόλις πραγματοποιήσει σύνοδο, αλλά ο διάδοχός του εξελέγη στη Ρώμη, στη Βασιλική του Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι, στις 2 Αυγούστου 1057 και μόνασε την επόμενη μέρα.[8]
Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο Στέφανος Θ' (Φρεδερίκος της Λωρραίνης) δημιούργησε δεκατρείς νέους καρδινάλιους.[9] Ο Πέτρος Ντάμιαν ήταν γέννημα θρέμμα της Ραβέννας και είχε σπουδάσει στη βόρεια Ιταλία. Ο Ουμπέρτο Πόγκι ήταν από το Πόγκιο (τώρα Πόγκιο Λουκράντσιο), στο δουκάτο της Λούκα. Ο Μπρούνο, καρδινάλιος-ιερέας της Σ. Σαμπίνα, ήταν από τη Γερμανία. Ο Ουγκομπάλντο ντέλι Ομπίτσι καταγόταν από τη Λούκα. Ο Βενεδικτίνος Άλμπερικ καταγόταν από τη γειτονιά του Μπενεβέντο. Από τους πιο ανώτερους καρδινάλιους, ο Βονιφάτιος του Αλμπάνο ήταν από την Απουλία, ο Ούγκο του Σίλβα Καντίτα ήταν Βουργουνδός και ο Στέφανος του Σ. Κρισόγκονο ήταν μοναχός του Κλυνύ.[10]
Το 1058 ο πάπας Στέφανος απαλλάχθηκε, με τη βία εκ μέρους των Ρωμαίων, από τον θησαυρό που είχε φέρει στη Ρώμη από την Κωνσταντινούπολη,[11] στον απόηχο της συμμετοχής του στην πρεσβεία που αφόρισε τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο και άρχισε το Μεγάλο Σχίσμα. Μετέφερε τον υπόλοιπο θησαυρό στο Mοντεκασίνo, και στη συνέχεια έσπευσε στην Τοσκάνη, προκειμένου να συμβουλευτεί τον μεγαλύτερο αδελφό του Γοδεφρείδο τον Γενειοφόρο, τον οποίο είχε κάνει δούκα του Σπολέτo τον Ιανουάριο του 1058.[12] Προτάθηκε μάλιστα ότι ο Στέφανος σκόπευε να κάνει αυτοκράτορα τον αδελφό του.[13] Ξαφνικά αδυνάτισε και απεβίωσε στη Φλωρεντία στις 29 Μαρτίου 1058. Λέγεται ότι του δόθηκε δηλητήριο στο ταξίδι από έναν πράκτορα των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι υποστήριξαν επίσης ότι ο Γοδεφρείδος είχε στείλει 500 στρατιώτες και χρήματα για να ανακτήσει τον έλεγχο της Ρώμης, γεγονός που παρακίνησε τους Ρωμαίους να δράσουν.[14]
Ο πάπας Στέφανος, πριν φύγει από τη Ρώμη, εξέδωσε διάταγμα παρουσία των επισκόπων, του κλήρου και του λαού της Ρώμης, ότι δεν επρόκειτο να διεξαχθούν εκλογές μέχρι την επιστροφή του καρδινάλιου Χίλντεμπραντ από αποστολή στη Γερμανία, υπό την ποινή του αναθεματισμού.[15] Ο Χίλντεμπραντ (αργότερα πάπας Γρηγόριος Ζ΄) είχε σταλεί στην αυλή της αυτοκράτειρας Αγνής του Πουατιέ (συζύγου τού Ερρίκου Γ΄), η οποία είχε αμφισβητήσει την εγκυρότητα της εκλογής του ίδιου του Στεφάνου. Μία κάπως διαφορετική εκδοχή της ιστορίας λέει, ότι ο πάπας Στέφανος κάλεσε τους επισκόπους, τους καρδινάλιους και τους διακόνους και τους πληροφόρησε ότι ήξερε ότι κάποιοι από αυτούς σχεδίαζαν να θέσουν στην παπική έδρα λαϊκά πρόσωπα, όχι σύμφωνα με τις διατάξεις των αγίων πατέρων. Ο συγκεντρωμένος κλήρος τότε ορκίστηκε, ότι δεν θα συναινούσαν ποτέ να γίνει κάποιος πάπας, παρά μόνο σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο.[16]
Ενθρονίζεται πάπας
Η είδηση του τέλους του πάπα Στεφάνου μεταφέρθηκε στη Ρώμη από δύο καρδινάλιους-επισκόπους, τον Ουβέρτο της σίλβα Καντίντα και τον Πέτρο το υτούσκουλουμ.[17] Ένα τμήμα της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, μαζί με πολλά μέλη του κλήρου που ήταν αντίθετοι στις μεταρρυθμίσεις που προωθούσαν οι Γερμανοί πάπες και ο καρδινάλιος Χίλντεμπραντ, δημιούργησαν ένα πραξικόπημα.[18] Οι ηγέτες ήταν οι παραδοσιακοί ηγέτες της Ρώμης για περισσότερο από έναν αιώνα, ο Γρηγόριος, ο γιος του Αλμπέρικ του Τούσκουλουμ [19] και αδελφός του πάπα Βενέδικτου Θ΄, ο κόμης Γκέραρντ της Γκαλέρια, ο γιος του Ραινέριου. και μέλη του κλάδου Moντιτσέλι της οικογένειας Κρεσέντιους από το Tίβολι. Τη νύχτα της 4ης προς 5η Απριλίου, εισέβαλαν στη Ρώμη με μεγάλες δυνάμεις και ανέλαβαν τον έλεγχο, εγκαθιδρύοντας μία «τυραννία», σύμφωνα με τα λόγια των εχθρών τους.[20] Ο καρδινάλιος Τζιοβάννι, επίσκοπος του Τούσκουλουμ, ενθρονίστηκε, άθελά του, ως πάπας, στις 5 Απριλίου 1058 [21]. Την εκλογή του, όπως αναφέρεται, κανόνισε η ίδια η οικογένειά του. Εφόσον ήταν ήδη επίσκοπος, δεν χρειαζόταν να χειροτονηθεί, παρά μόνο να ενθρονιστεί. Ο καρδινάλιος Πέτρος Νταμιάνι και οι υποστηρικτές του στο μεταρρυθμιστικό κόμμα, εναντιώθηκαν έντονα στις διαδικασίες και άρχισαν να αναθεματίζουν. Τελικά, αυτός και οι οπαδοί του τράπηκαν σε φυγή τρομαγμένοι.[22] Ο καρδινάλιος Ουμβέρτος και ο καρδινάλιος Πέτρος του Τούσκουλουμ, που ήταν μάρτυρες των ταραχών της 5ης Απριλίου, κατέφυγαν στο Μπενεβέντο λίγες ημέρες αργότερα. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι καρδινάλιοι ισχυρίστηκαν, ότι οι εκλογές ήταν παράτυπες. Αυτοί οι καρδινάλιοι αναγκάστηκαν σύντομα να φύγουν από τη Ρώμη.
Όταν ο Χίλντεμπραντ άκουσε για την εκλογή του Bενεδίκτου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τής επιστροφής του από τη Γερμανική Αυλή, αποφάσισε να αντιταχθεί. Πήγε στη Φλωρεντία, όπου έλαβε την υποστήριξη του Γοδεφρείδου Γ΄ δούκα της Κ. Λωρραίνης, δούκα του Σπολέτο και μαρκήσιου της Τοσκάνης για την εκλογή του Γκέρχαρντ της Βουργουνδίας, αρχιεπισκόπου της Φλωρεντίας, ως πάπα. Ο Γοδεφρείδος ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τού πρόσφατα αποθανόντος πάπα Στεφάνου Θ΄. Υποστήριξη σε αυτό έδωσε η αυτοκράτειρα Aγνή. Όσοι καρδινάλιοι είχαν αντιταχθεί στην εκλογή του Βενέδικτου συναντήθηκαν στη Σιένα τον Δεκέμβριο του 1058 και εξέλεξαν τον Γκέρχαρντ, ο οποίος στη συνέχεια πήρε το όνομα Νικόλαος Β΄.[23]
Κατάθεση
Στη συνέχεια ο Νικόλαος προχώρησε προς τη Ρώμη, καθ' οδόν συγκαλώντας Σύνοδο στο Σούτρι, όπου κήρυξε τον Βενέδικτο Ι΄ έκπτωτο και αφορισμένο. Οι υποστηρικτές του Νικολάου Β΄ κέρδισαν τότε τον έλεγχο της Ρώμης και ανάγκασαν τον Βενέδικτο να καταφύγει στο κάστρο του Γκέραρντ κόμη της Γκαλέρια. Έχοντας φτάσει στη Ρώμη, ο Νικόλαος Β΄ στέφθηκε πάπας στις 24 Ιανουαρίου 1059. Στη συνέχεια, προχώρησε σε πόλεμο εναντίον του Βενέδικτου Ι΄ και των υποστηρικτών του, με τη βοήθεια των Νορμανδικών δυνάμεων που έδρευαν στη νότια Ιταλία, αφού συμφώνησε να αναγνωρίσει τον Ριχάρδο κόμη της Αβέρσας ως άρχοντα της Κάπουας. Μία αρχική μάχη δόθηκε στην Καμπάνια στις αρχές του 1059, η οποία δεν ήταν απολύτως επιτυχημένη για τον Νικόλαο Β΄. αλλά αργότερα την ίδια χρονιά, οι δυνάμεις του κατέκτησαν το Πραινέστε, το Tούσκουλουμ και το Nομέντο, και στη συνέχεια επιτέθηκαν στη Γκαλέρια, αναγκάζοντας τον Βενέδικτο Ι΄ να παραδοθεί και να αποκηρύξει τον παπισμό το φθινόπωρο εκείνου του έτους.[23]
Αφού επέστρεψε στη Ρώμη, ο αρχδιάκονος Χίλντεμπραντ ανέκρινε τους καρδινάλιους για τη συμπεριφορά τους σχετικά με τον όρκο που είχαν δώσει, να μην εκλέξουν πάπα μέχρι να επιστρέψει από την πρεσβεία του στη Γερμανική Αυλή. Κάποιοι δεν υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους, λέγοντας ότι δεν έγινε καλά και ότι αυτοί που ενθρόνισαν τον Βενέδικτο Ι΄ δεν το έκαναν με τη συγκατάθεσή τους. Άλλοι υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους, λέγοντας: «Εφόσον ήταν καλός, σοφός, ταπεινός, αγνός, ευγενικός, και ό,τι άλλο μπορεί να βρεθεί σε καλό άνθρωπο, βρέθηκε σε αυτόν, ό,τι κάναμε πιστεύουμε ότι κάναμε καλά». Η διαφωνία μεταξύ αυτών και του Χίλντεμπραντ συνεχίστηκε.[24] Ένας από αυτούς τους καρδινάλιους, ο Πέτερ Νταμιάνι, κατέθεσε ανεξάρτητα για τον χαρακτήρα του Βενέδικτου Ι΄, δηλώνοντας ότι ήταν καλός στα γράμματα (bene litteratus), με ζωηρή προσωπικότητα, αγνός και χωρίς καχυποψία και γενναιόδωρος στην ελεημοσύνη.[25]
Ο Βενέδικτος Ι΄ αφέθηκε ελεύθερος, αναχωρώντας από το παλάτι του Λατερανού λίγες ημέρες πριν από τη χειροτονία του Νικολάου Β΄ (24 Ιανουαρίου 1059). Αποσύρθηκε στο κάστρο του Πασεράνι (προάστιο του Ριέτι), το οποίο κατείχε ο Ρεγκέτελλος, ο γιος του νομάρχη Κρεσέντιου, και από εκεί στη Γκαλέρια (όχι μακριά από το Μπρατσιάνο), που κρατούσε ο κόμης Γκέραρντ, γιος του Ραινέριου. Τον Μάρτιο του 1060 επέστρεψε στη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στη δική του οικία κοντά στη Σ. Μαρία Ματζιόρε, όπου παρέμεινε για τριάντα ημέρες. Τότε ο αρχδιάκονος Χίλντεμπραντ τον συνέλαβε με τη βία και τον έφερε μαζί του στο Λατερανό, όπου συνεδρίαζε το συμβούλιο.[26] Ο πάπας Νικόλαος Β΄ έκρινε την υποταγή του ανεπαρκή και τον έβαλε να δικαστεί δημόσια τον Απρίλιο του 1060, με τον Χίλντεμπραντ να υπηρετεί ως εισαγγελέας του. Η Χίλντεμπραντ έβαλε ένα έγγραφο στα χέρια του Βενέδικτου Ι΄ και απαίτησε να το διαβάσει φωναχτά και να το υπογράψει. Ο Βενέδικτος Ι΄ αρνήθηκε, απρόθυμος να κατηγορήσει τον εαυτό του και λέγοντας ότι δεν ήθελε ο ίδιος να εκλεγεί πάπας. Με δάκρυα και θρήνους αναγκάστηκε να το διαβάσει. Παρά την παράκληση του Βενέδικτου Ι΄ ότι είχε αναγκαστεί να αναλάβει το παπικό στέμμα, καταδικάστηκε, καθαιρέθηκε και του αφαιρέθηκαν όλοι οι τίτλοι του και η χειροτονία του ως ιερέα και επισκόπου.[27] Καταδικάστηκε περαιτέρω σε περιορισμό στον ''ξενώνα'' (hospitium), που βρίσκεται κοντά στη βασιλική του Σαντ' Αγκνέζε φουόρι λε μούρα.
Ο Σούππος, ο αρχιερέας της Σ. Αναστάζια, που ήταν ο πνευματικός σύμβουλος του πάπα Νικολάου Β', ζήτησε να δείξει στον Βενέδικτο Ι΄ επιείκεια, και στη συνέχεια ο Βενέδικτος Ι΄ αποκαταστάθηκε στη θέση του αναγνώστη (lector).[27]
Aπεβίωσε, ακόμη περιορισμένος, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του Γρηγορίου Ζ΄, μεταξύ 1073 και 1080. Ο αρχιερέας Σέππος πήγε στον πάπα Γρηγόριο Ζ΄ για να τον ενημερώσει για το τέλος και τις τελετές με τις οποίες τον είχαν θάψει. Ο Γρηγόριος Ζ΄ ξέσπασε, λέγοντας ότι έπρεπε να τον έχουν θάψει με ιεροπρεπείς τιμές, και με εντολή του πάπα, ενταφιάστηκε με αυτές τις τιμές στη βασιλική της Αγίας Αγνής.[28]
Συνέπεια
Η πιο σημαντική συνέπεια αυτών των γεγονότων ήταν η υιοθέτηση νέων κανονισμών για τις παπικές εκλογές, που παρουσιάστηκαν σε σύνοδο υπό την προεδρία του πάπα Νικολάου Β΄ στο Παλάτι του Λατερανού τοΠάσχα του 1059. Σε αυτήν συμμετείχαν 113 επίσκοποι και άλλοι κληρικοί. Περιόριζε την ψήφο σε μία παπική εκλογή στους καρδινάλιους-επισκόπους και το δικαίωμα έγκρισης στον Σύλλογο των Καρδιναλίων. Η αυτοκρατορική κύρωση, είτε λαμβανόταν πριν από εκλογές, είτε μετά, εξαλείφθηκε.[29] Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα για τη στέρηση του κατώτερου κλήρου, των ευγενών και των Ρωμαίων πολιτών από το ρόλο τους στην εκλογή των μελλοντικών παπών, μία διαδικασία που συνεχίστηκε μέχρι τη βασιλεία του πάπα Παύλου ΣΤ΄, ο οποίος στέρησε μονομερώς από καρδινάλιους ηλικίας άνω των ογδόντα ετών το δικαίωμα ψήφου τους στις παπικές εκλογές.[30] Επιπρόσθετα, η επισκοπή που είχε ο Βενέδικτος Ι΄ ως επίσκοπος Βελέτρι δόθηκε υπό διαχείριση στον επίσκοπο της Όστιας με τη βούλα του πάπα Αλέξανδρου Β΄ «Si Extraneis», με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1065 [31] Περί το 1150, ο πάπας Ευγένιος Γ'΄ συνδύασε μόνιμα τις δύο επισκοπές σε μία.[32]
Ο Βενέδικτος Ι΄ εθεωρείτο νόμιμος πάπας, όχι αντιπάπας, μέχρι την εποχή του πάπα Ονόριου Γ' τον 13ο αι.[33] Η Ποντιφική Βίβλος (Liber Pontificalis) του αναθέτει βασιλεία οκτώ μηνών και είκοσι ημερών, που θα ήταν από τις 5 Απριλίου έως τις 24 Δεκεμβρίου 1058.[34] Ο Νικόλαος Β΄ χειροτονήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1059.[35]
Δείτε επίσης
Παπική επιλογή πριν από το 1059
Βιβλιογραφικές αναφορές
↑Mary Stroll, Popes and Antipopes: The Politics of Eleventh Century Church Reform (Brill, 2012), pp. 69–71.
↑This family link between Benedict IX and Benedict X is set out in Table IV of George L. Williams' Papal Genealogy: The Families and Descendants of the Popes (McFarland, 1998), p. 26.
↑Watterich, p. 213, points out that the name is fouind in Leo Marsicanus, "Chronica Monasterii Cassinensis" II. 99: "...et Joahannem Veliternensem episcopum Minckium postea cognominatum, invitum licet, ut ferunt, in Romana sede papam constituunt"; but that it is found earlier in Peter Damiani, "Opuscula XX: Apologeticus ob dimissum episcopatum" 3 (Migne, Patrologiae Latinae Tomus CXLV (Paris 1844), p. 446.) Watterich also notes, p. 213, note 3, that in modern Italian the word means tenuis ingenii, stultus.
↑Kehr states that Velletri was never one of the seven bishoprics which carried the title of cardinal. Paul Fridolin Kehr (1907). Italia pontificia: Lativm (στα Latin). Vol. II: Latium. Berlin: Weidmann. σελίδες 101–102.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link) Giovanni must have been a bishop of Velletri who was created a cardinal in a separate action.
↑"Annales Romani", in: Monumenta Germaniae Historia Scriptorum Tomus V (Hannover: Hahn 1844), p. 470: "...Sed totum thesaurum quod ipse a Constantinopolim conduxit, per vim Romani abstulerunt. Unde in ira commotus de Roma egressus est."
↑Leo Marsicanus, "Chronica Monasterii Cassinensis", Book II. 97, in: Monumenta Germaniae Historia Scriptorum Tomus VII (Hannover: Hahn 1846), p. 694: "Disponebat autem fratri suo Gotfrido apud Tusciam in colloquium iungi, eique ut ferebatur, imperialem coronam largiri...."
↑"Annales Romani", in: Monumenta Germaniae Historia Scriptorum Tomus V (Hannover: Hahn 1844), p. 470: "...qui in dicto itinere ut fertur venenum dedisse, et mortuus est."
↑Gregorovius, p. 111, paraphrasing Peter Damiani, "Epistle to Aechbishop Henricus of Ravenna", 3 (Watterich, p. 205). Peter Damiani does not mention an oath in this account.
↑Bonizo of Sutri, "ad amicum" VI (Monumenta Germaniae historica: Libelli de lite imperatorum et pontificum saeculis XI. et XII. conscripti (στα German και Latin). Vol. I. Hannover: Hahn. 1891. σελ. 592.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link) ): "Scio, fratres, quia post mortem meam exsurgent viri ex vobis amantes semetipsos, qui non per decreta sanctorum patrum, sed per laicas personas hanc sedem arripient." Quo audito omnes pariter negavere et sacramento dato in manu pape, sese mutuo ligavere nunquam se aliter, quam decreta sanctorum patrum exigunt, ad pontificalem ascendere sedem vel ascendentibus consentire.
↑Watterich, p. 214 (from Leo Marsicanus, "Cronica Montis Cassini" II. 99).
↑They are called "fideles imperatoris" ('loyalists of the emperor') by the "Annales Romani", Watterich, p. 216.
↑Gregory had once been Patrician of the Romans, "qui patricialem sibi inanem quondam vendicaverat dignitatem, assumentes tirannidem...."
↑Paul Fridolin Kehr (1907). Italia pontificia: Lativm (στα Latin). Vol. II: Latium. Berlin: Weidmann. σελίδες 101–102.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link) : "...inde a saec. XI ex. ab Ostiensibus episcopis administrata, circiter a. 1150 ab Eugenio III cum Ostiensi episcopatu unitur, ita ut deinde episcopus s. Ostiensis et Veliternensis ecclesiae appelletur."
↑Gregorovius, p. 112, note 2. His (imaginary) portrait was included in the gallery of the popes at the Basilica of Saint Paul outside-the-walls in Rome.
↑Louis Duchesne (1892). Le Liber pontificalis (στα Latin και French). Tome II. Paris: E. Thorin. σελ. 279.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link) Cf. Watterich, p. 203.