Η Αθηνά (αρχ. ελλ. Ἀθηνᾶ), κατά την Ελληνική μυθολογία, ήταν η θεά της σοφίας, της ελιάς, της στρατηγικής,του πολέμου και των τεχνών. Η αντίστοιχη ρωμαϊκή εκδοχή της ήταν η Μινέρβα (λατινικά: Minerva).
Παλαιότεροι τύποι του ονόματος της θεάς ήταν οι τύποι Ἀθάνα (δωρικός) και Ἀθήνη, το δε όνομα Ἀθηνᾶ, που τελικά επικράτησε, προέκυψε από το επίθετο Ἀθαναία, που συναιρέθηκε σε Ἀθηνάα > Ἀθηνᾶ. Η αγγλική μετάφραση του περίφημου ονόματος της θεάς Αθηνάς είναι «Athena». Στον πλατωνικό Κρατύλο το όνομα Αθηνά ετυμολογείται από το Α-θεο-νόα ή Η-θεο-νόα, δηλαδή η νόηση του Θεού (Κρατυλ. 407b), αλλά η εξήγηση αυτή είναι παρετυμολογική. Η επιστημονική βιβλιογραφία θεωρεί το όνομα προελληνικό και αγνώστου ετυμολογίας. Σήμερα θεωρείται γενικώς αποδεκτό ότι η θεά Αθηνά πήρε το όνομα της από την πόλη της Αθήνας και όχι το αντίθετο.[1][2]
Συσχετίζεται από τους Ετρούσκους με τη θεά τους Μένρβα και αργότερα από τους Ρωμαίους ως Μινέρβα, συμβολίζεται από μια κουκουβάγια, έφερε μια ασπίδα από δέρμα κατσίκας, ονομαζόμενη Αιγίς που της είχε δοθεί από τον πατέρα της και συνοδεύεται από τη θεά Νίκη. Η Αθηνά συχνά βοήθησε ήρωες. Παριστάνεται οπλισμένη, ποτέ ως παιδί, πάντα παρθένος. Ο Παρθενώνας στην Αθήνα είναι ο πιο διάσημος ναός αφιερωμένος σ' αυτήν. Ποτέ δεν είχε σύντροφο ή εραστή, αν και μια φορά ο Ήφαιστος προσπάθησε χωρίς να επιτύχει.
Η Αθηνά ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία. Μητέρα της ήταν η Μήτις, πρώτη σύζυγος του Δία. Ο Δίας ύστερα από προφητεία έμαθε ότι η Μήτις θα γεννούσε το παιδί το οποίο θα τον ανέτρεπε. Αργότερα, ο Δίας άρχισε να υποφέρει από πονοκεφάλους και κάλεσε τον Ήφαιστο να τον βοηθήσει. Τότε ο Ήφαιστος με ένα μεγάλο σφυρί χτύπησε το κεφάλι του Δία και η Αθηνά πετάχτηκε πάνοπλη, φορώντας περικεφαλαία και κρατώντας μια ασπίδα. Βλέποντας τον Δία, η Αθηνά τα πέταξε στα πόδια του, δείγμα αναγνώρισής του ως υπέρτατου θεού και πατέρα της.
Η Αθηνά, ως θεά του πολέμου, ήταν περιβεβλημένη με αιγίδα, διαφορετική από αυτήν του Διός. Κατά μία εκδοχή, η Αθηνά κατασκεύασε την αιγίδα της από το δέρμα της Χίμαιρας ή, κατ' άλλη εκδοχή, από το δέρμα του τέρατος Αιγίδος ή Αιγήεντος, το οποίο κατέστρεφε τα πάντα στη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Φρυγία και τη Φοινίκη, και το οποίο η Αθηνά εξολόθρευσε[3]. Επίσης στην ασπίδα (και στο περιθωράκιο) της Αθηνάς ήταν το κεφάλι της Μέδουσας, μίας θνητής γοργόνας, κόρης του Φόρκυ ή Φορκέα και της Κητούς, δύο πρωτόγoνων θαλάσσιων θεών.
Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, η Αθηνά και ο Ποσειδώνας διεκδικούσαν την ίδια πόλη. Ανέβηκαν λοιπόν στον βράχο της Ακρόπολης και ενώπιον των Αθηναίων αποφάσισαν ότι όποιος προσέφερε στους κατοίκους το ωραιότερο δώρο, θα την αποκτούσε. Ο Ποσειδώνας χτύπησε σε μια πλευρά του λόφου με την τρίαινά του και αμέσως ανάβλυσε μια πηγή με νερό. Ο λαός θαύμασε, αλλά το νερό ήταν αλμυρό σαν το νερό της θάλασσας, που ήταν το βασίλειο του Ποσειδώνα κι έτσι δεν ήταν πολύ χρήσιμο. Το δώρο της Αθηνάς ήταν ένα δέντρο ελιάς, κάτι που ήταν καλύτερο, μιας και παρείχε στην πόλη τροφή, λάδι και ξυλεία. Έτσι, κέρδισε τη μονομαχία η Αθηνά και ονόμασε την πόλη της Αθήνας.
Η Αθηνά δεν είχε κανέναν ερωτικό δεσμό και συμβόλιζε την αιώνια παρθενία. Μόνο μια φορά ο Ήφαιστος προσπάθησε να την προσεγγίσει και χώθηκε στην αγκαλιά της. Η θεά απέκρουσε το πάθος του, ο Ήφαιστος όμως πρόλαβε να αφήσει το σπέρμα του πάνω στον μηρό της. Η Αθηνά, γεμάτη αηδία, σκούπισε το πόδι της με ένα κομμάτι μαλλί και το πέταξε στη Γη. Από το κομμάτι αυτό, και τη βοήθεια της Γαίας, γεννήθηκε ο Εριχθόνιος μετέπειτα βασιλιάς της Αττικής.
Μια γυναίκα, που ονομαζόταν Αράχνη, ξακουστή υφάντρα, καυχήθηκε κάποτε πως ήταν ανώτερη στη τέχνη της κι από την ίδια την Αθηνά, η οποία και την προκάλεσε σε μονομαχία. Η Αθηνά στο υφαντό της απεικόνιζε τη διαμάχη με τον Ποσειδώνα για την Αθήνα, ενώ η Αράχνη περιγελούσε τα ερωτικά κατορθώματα των θεών του Ολύμπου. Οργισμένη η Αθηνά για τη ύβρη αυτή προς τους θεούς έσκισε το υφαντό της Αράχνης, ενώ η ίδια μη αντέχοντας τη ντροπή, κρεμάστηκε. Η Αθηνά τη λυπήθηκε και χαλάρωσε τη θηλιά από τον λαιμό της, την τιμώρησε όμως και τη μεταμόρφωσε σε αρθρόποδο αράχνη. Δεν της στέρησε όμως το ταλέντο της στην υφαντική και έτσι συνεχίζει να υφαίνει τον ιστό της.
Οι δυο νεαρές κοπέλες, η Παλλάδα και η Αθηνά, γυμνάζονταν με ασκήσεις αρκετά βίαιες και μια μέρα τσακώθηκαν και η Παλλάδα ετοιμαζόταν να χτυπήσει τη θεά, αλλά ο Δίας, που φοβήθηκε μήπως πάθει τίποτα η κόρη του, έβαλε μπροστά της ως ασπίδα την αιγίδα. Η Παλλάδα τρόμαξε από τη φοβερή ασπίδα και η Αθηνά τη χτύπησε και την άφησε νεκρή. Βαθιά απελπισμένη η θεά, έφτιαξε ένα ξύλινο ομοίωμα της νεκρής Παλλάδας και έβαλε στο στήθος του την τρομερή αιγίδα και το τοποθέτησε προς τιμή της δίπλα στο άγαλμα του Δία.
Σύμφωνα με τον μύθο, η Μέδουσα αρχικά ήταν μια πολύ όμορφη θνητή γοργόνα και γι' αυτό τον λόγο την πολιόρκησε ο Ποσειδώνας, και προσέβαλαν την Αθηνά μιαίνοντας έναν ναό της, καθώς ερωτοτρόπησαν εντός του. Τότε η Αθηνά, εφόσον δεν μπορούσε να κατηγορίσει τον Ποσειδώνα, αναγκαστικά στράφηκε στη Μέδουσα, την οποία μεταμόρφωσε σε τέρας ώστε να μην την ερωτευτεί ξανά κανείς άνδρας, ενώ το βλέμμα της μετέτρεπε σε πέτρα οποιονδήποτε την κοίταζε. Όταν ο Περσέας[3] σκότωσε τη Μέδουσα, προσέφερε στη θεά το κεφάλι της (το γοργόνιο) ως ευχαριστήριο δώρο, γιατί χάρη στη γυαλιστερή ασπίδα που η θεά η ίδια του είχε δωρίσει, εκείνος μπόρεσε να κατατροπώσει τη Μέδουσα κοιτάζοντας μόνο το είδωλό της μέσα από αυτήν. Τότε ήταν που η θεά έκανε το κεφάλι της Μέδουσας ένα με την ασπίδα της, τοποθετώντας το πάνω σε αυτή.
[Ἀθηνᾶς, θυμίαμα ἀρώματα]. «Παλλάς μουνογενής, μεγάλου Διός σεμνή έκγονε, δία, μακάρια Θεά, πολεμόκλονε, ομβριμόθυμε, άρρητη, ρητή, μεγαλώνυμη, αντροδίαιτε, που διέπεις τις ακρώριες όχθες στις κορυφές και στα σκιώδη όροι, που τέρπεις τις φρένες σου στα φαράγγια, οπλοχαρείς, που κεντάς τις ψυχές των βροτών μανίες, γυμνάζουσα κόρη, που έχεις φρικώδη θυμό, Γοργοφόνη, φυγόλεκτρε, πολύολβε μητέρα των τεχνών, ορμάστειρα, φίλοιστρε για τους κακούς, φρόνηση για τους αγαθούς. Που γεννήθηκες αρσενική και θηλυκή, πολεμοτόκε, μήτι, αιολόμορφε, δράκαινα, φιλένθεε, αγλαότιμη, ολέτειρα των Φλεγραίων Γιγάντων, ιππελάτειρα, Τριτογένεια, λύτειρα των κακών, νικηφόρε δαίμον, που ανανεώνεις αεί τα ήματα με της νύκτες κατά τις ώρες, άκουσέ με που εύχομαι, και δώσε ειρήνη πολύολβη και κόρον και υγεία εν ώραις, γλαυκόπιδα, ευρεσίτεχνε, πολύλλιστη, βασίλεισα.» - από τη Βικιθήκη - Ορφικοί Ύμνοι' [11]
[Απόδοση] Παλλὰς μουνογενή<ς>, μεγάλου Διὸς ἔκγονε σεμνή, δῖα, μάκαιρα θεά, πολεμόκλονε, ὀμβριμόθυμε, ἄρρητε, ῥητή, μεγαλώνυμε, ἀντροδίαιτε, ἣ διέπεις ὄχθους ὑψαύχενας ἀκρωρείους ἠδ᾽ ὄρεα σκιόεντα, νάπαισί τε σὴν φρένα τέρπεις, ὁπλοχαρής, οἰστροῦσα βροτῶν ψυχὰς μανίαισι, γυμνάζουσα κόρη, φρικώδη θυμὸν ἔχουσα, Γοργοφόνη, φυγόλεκτρε, τεχνῶν μῆτερ πολύολβε, ὁρμάστειρα, φίλοιστρε κακοῖς, ἀγαθοῖς δὲ φρόνησις• ἄρσην μὲν καὶ θῆλυς ἔφυς, πολεματόκε, μῆτι, αἰολόμορφε, δράκαινα, φιλένθεε, ἀγλαότιμε, Φλεγραίων ὀλέτειρα Γιγάντων, ἱππελάτειρα, Τριτογένεια, λύτειρα κακῶν, νικηφόρε δαῖμον, ἤματα καὶ νύκτας αἰεὶ νεάταισιν ἐν ὥραις, κλῦθί μου εὐχομένου, δὸς δ᾽ εἰρήνην πολύολβον καὶ κόρον ἠδ᾽ ὑγίειαν ἐπ᾽ εὐόλβοισιν ἐν ὥραις, γλαυκῶφ᾽, εὑρεσίτεχνε, πολυλλίστη βασίλεια.
"Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει" παροιμία που έμεινε από τον μύθο του Αίσωπου «ἀνὴρ ναυαγός».
[ἀνὴρ ναυαγός]. Ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ' ἑτέρων τινῶν ἔπλει. Καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης, οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ' ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. Εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν• "Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει. Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν. Ὅτι ἀγαπητόν ἐστι καὶ ἐνεργοῦντας θεῶν εὐνοίας τυγχάνειν ἢ ἑαυτῶν ἀμελοῦντας ὑπὸ τῶν δαιμόνων περισώζεσθαι. Τοὺς εἰς συμφορὰς ἐμπίπτοντας χρὴ καὶ αὐτοὺς ὑπὲρ ἑαυτῶν κοπιᾶν καὶ οὕτω τοῦ θεοῦ περὶ βοηθείας δέεσθαι. Από βικιθήκη Αἰσώπου Μῦθοι - από τη Βικιθήκη - Αἰσώπου Μῦθοι ' [12]
[Απόδοση] Ένας πλούσιος Αθηναίος ταξίδευε με πλοίο, το οποίο ναυάγησε, αναποδογύρισε• τότε όλοι οι άλλοι αγωνίζονταν κολυμπώντας να σωθούν, ο δέ πλούσιος Αθηναίος επικαλούνταν τη θεά Αθηνά κ της έταζε χίλια δυό να της θυσιάσει, άν σωθεί. Ένας άλλος ναυαγός του φώναξε: καλά κάνεις κ προσεύχεσαι, αλλά μαζί με την Αθηνά κούνα κι εσύ τα χέρια σου!
|first1=
|last1=