Συντεταγμένες: 48°49′0″N 7°47′16″E / 48.81667°N 7.78778°E / 48.81667; 7.78778
Το Αγκνώ (γαλλικά: γερμανικά: Haguenau, προφέρεται στα γερμανικά Άγκεναου, αλσατικά: Hàwenau, προφέρεται Χαβενά) είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Αλσατίας στον νομό του Κάτω Ρήνου σε απόσταση 30 χιλιομέτρων βόρεια του Στρασβούργου. Αποτελεί μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες πόλεις της χώρας, έχοντας πληθυσμό που ανέρχεται σε 35.745 κατοίκους (2008)[7]
Η παράδοση αναφέρει ότι το 1005, ένας άρχοντας της οικογένειας των Χοενστάουφεν, ενώ κυνηγούσε στο δάσος της περιοχής, αντιλήφθηκε ότι τα ελάφια και τα ζαρκάδια, που είχαν πάρει στο κατόπι τα σκυλιά του, είχαν βρει καταφύγιο σε ένα νησάκι στον ποταμό Μόντερ (Moder) που διέσχιζε το δάσος. Κρίνοντας ότι εφόσον τα θηράματα είχαν βρει εκεί ασφάλεια θα έβρισκε και ο ίδιος, κατασκεύασε ένα ανάκτορο, το οποίο μετέτρεψε σε κατοικία του. Η άνοδος των Χοενστάουφεν στον γερμανικό θρόνο έφερε την περιοχή αυτή, την οποία είχαν υπό την κατοχή τους, στο προσκήνιο: Το αρχικά μικρό κάστρο επεκτάθηκε και ο πατέρας του Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσσα Φρειδερίκος ο Μονόφθαλμος (Frédéric le Borgne) το μετέτρεψε σε δουκικό ανάκτορο,[8] ιδρύοντας ταυτόχρονα γύρω του έναν οικισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε ταχύτατα. Σύντομα ο οικισμός αυτός έγινε πόλη, η οποία έλαβε, το 1257 από τον Ριχάρδο της Κορνουάλλης (Richard of Cornwall) το προνόμιο της "ελεύθερης αυτοκρατορικής πόλης" (Ville Impériale Libre),[9] την οποία κυβερνούσε φιλελεύθερη κυβέρνηση. Γύρω στον 15ο αιώνα άκμαζε στην πόλη η τέχνη της τυπογραφίας[10] και αναφέρεται ότι διέμεινε σε αυτήν ο ποιητής Πιερ ντε Ρονσάρ (Pierre de Ronsard),[11] κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου (colloquium) μεταξύ Καθολικών και Διαμαρτυρομένων, στο οποίο παρέστη και ο Ιωάννης Καλβίνος.[10]
Το 1357 η πόλη συμμετείχε στον σχηματισμό της Δεκάπολης, της οποίας έγινε η πρωτεύουσα και έδρα του εκτελεστικού της συμβουλίου. Το 1647 η πόλη έχασε το προνόμιο της "ελεύθερης πόλης" καθώς ενσωματώθηκε στη Γαλλία ύστερα από τη συνθήκη της Βεστφαλίας. Ακολούθησε, το 1677, καταστροφή της - όπως και του περίφημου βασιλικού ανακτόρου της - από τα στρατεύματα του Μονκάρ, στρατηγού του Λουδοβίκου ΣΤ΄.[11]
Ύστερα από τον πόλεμο περί διαδοχής του ισπανικού θρόνου και γύρω στα 1715, η πόλη άρχισε να ανοικοδομείται, γεγονός που σήμερα την κάνει την τρίτη πιο πλούσια πόλη της Αλσατίας σε κτίσματα εκείνης της εποχής, ύστερα από το Στρασβούργο και το Κολμάρ. Από την εποχή εκείνη άρχισε να γίνεται μεγάλο κέντρο βιομηχανικής επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων (ριζάρι τον 18ο αιώνα, από το οποίο παραγόταν ερυθρή βαφή και λυκίσκο τον 19ο αιώνα), ενώ παράλληλα ήταν, χάρη στο δάσος που την περιέβαλε, οχυρή πόλη.[12]
Το 1871 η πόλη προσαρτήθηκε στη Γερμανική Αυτοκρατορία, ύστερα από την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871. Την περίοδο αυτή εμφανίζεται ένας ιδιαίτερα δραστήριος δήμαρχος, ο Ξαβιέ Νεσσέλ (Xavier Nessel), ο οποίος κατασκευάζει σχολεία, πάρκα, μουσεία κι άλλα δημόσια κτίσματα.[12] Το 1916 η πόλη, πάντα υπό γερμανική κυριαρχία, αποκτά αεροδρόμιο: Οι Γερμανοί το κατασκεύασαν προκειμένου να εκπαιδεύουν εκεί τους πιλότους των μαχητικών αεροσκαφών. Όπως είναι φυσικό, αποτελεί στόχο για τα αντίπαλα στρατεύματα και βομβαρδίζεται για πρώτη, αλλά όχι τελευταία, φορά στις 2 Σεπτεμβρίου 1918.[13]
Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αρχικά προσαρτάται στη βραχύβια ανεξάρτητη δημοκρατία της Αλσατίας - Λωρραίνης, για να προσαρτηθεί εκ νέου στη Γαλλία το 1919.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν από τις πρώτες πόλεις της Γαλλίας που κατακτήθηκαν από τη Βέρμαχτ και παρέμεινε επί πενταετία υπό γερμανική κατοχή, ως τον Μάρτιο του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά στρατεύματα. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου το αεροδρόμιο επεκτάθηκε και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα τόσο από τους Γερμανούς όσο και - μετά την ανακατάληψη - από τους Αμερικανούς. Ύστερα από δύο μήνες σκληρών μαχών στη γραμμή του ποταμού Μόντερ, η πόλη εμφάνιζε εικόνα ερήμωσης. Οι εργασίες ανοικοδόμησης άρχισαν σχεδόν αμέσως με την απελευθέρωσή της και από τότε εμφανίζει σταθερή ανάπτυξη, αποτελώντας βιομηχανικό κέντρο της βόρειας Αλσατίας.[12]
Τρεις μικροί πύργοι διασώζονται από τις οχυρώσεις που κατασκευάστηκαν την εποχή του Μεσαίωνα:
Στο Αγκνώ υπάρχουν δύο μέσου μεγέθους γοτθικές εκκλησίες, ο Άγιος Γεώργιος (Saint-Georges) και ο Άγιος Νικόλαος (Saint-Nicolas). Δυστυχώς και οι δύο εκκλησίες έχουν, κατά τη μακρά ιστορική πορεία τους, απωλέσει τους καλλιτεχνικούς τους θησαυρούς, κυρίως τα μεσαιωνικά βιτρώ αλλά και τα εξωτερικά γλυπτά τους. Αντίθετα, έχουν διατηρήσει τον εσωτερικό τους διάκοσμο (στασίδια, άμβωνες, εκκλησιαστικά όργανα, ιερά σκεύη). Στον Άγιο Νικόλαο μεταφέρθηκε όλος ο ξύλινος διάκοσμος που διασώθηκε από την παρακείμενη μονή του Νεμπούρ (Neubourg).[14]