Η Βέρμαχτ (γερμ.Deutsche Wehrmacht = γερμανική αμυντική δύναμη) είναι το όνομα των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων από τις 16 Μαρτίου1935 μέχρι τις 20 Αυγούστου 1945. Η Βέρμαχτ εξελίχθηκε με βάση τον «νόμο για την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων» μέσα από την Ράιχσβερ (έτσι ονομάζονταν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πριν την άνοδο των ναζί στην εξουσία). Η Βέρμαχτ αποτελούνταν από τον Στρατό Ξηράς (Heer), το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine) και την Πολεμική Αεροπορία (Luftwaffe).
Ο όρος τότε και σήμερα
Παρόλο που η Βέρμαχτ δημιουργήθηκε το 1935, το όνομα "Βέρμαχτ" στη Γερμανία χρησιμοποιούνταν για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ήδη από της αρχές της Γερμανικής Δημοκρατίας. Μέχρι το 1935, ο όρος «Βέρμαχτ» στη γερμανική γλώσσα είχε απλά την σημασία των λέξεων που τον αποτελούν (Wehr = άμυνα, Macht = δύναμη), χρησιμοποιούνταν δηλαδή με την γενική έννοια των αμυντικών δυνάμεων. Έτσι χρησιμοποιούνταν και για τις ένοπλες δυνάμεις άλλων κρατών, όπως π.χ. ιταλική ή αγγλική Βέρμαχτ (italienische Wehrmacht, englische Wehrmacht).
Από το Σύνταγμα του Γερμανικού Ράιχ της 11 Αυγούστου 1919: Artikel 47. Der Reichspräsident hat den Oberbefehl über die gesamte Wehrmacht des Reichs. Άρθρο 47. Ο Πρόεδρος του Ράιχ είναι ο αρχηγός ολόκληρης της Βέρμαχτ του Ράιχ.
Η ονομασία "Ράιχσβερ" εμφανίζεται πρώτη φορά στον "Νόμο για την κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας" της 21 Αυγούστου 1920. Τελικά ένας νόμος της 23 Μαρτίου 1921 (§1, Wehrgesetz) καθόριζε: Die Wehrmacht der Deutschen Republik ist die Reichswehr. Η Βέρμαχτ της Γερμανικής Δημοκρατίας είναι η Ράιχσβερ.
Ιστορία
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά από την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συνθήκη των Βερσαλλιών περιόριζε την ισχύ του γερμανικού στρατού ξηράς στους 100.000 άνδρες και του πολεμικού ναυτικού στους 15.000 άνδρες. Υπήρχε, επίσης, η προϋπόθεση η Γερμανία να μην διαθέτει βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και πολεμική αεροπορία. Επίσης απαγορεύτηκε η κατασκευή οχυρώσεων, η ύπαρξη Γενικού Επιτελείου, και καταργήθηκε η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Βάσει των προϋποθέσεων αυτών δημιουργήθηκε στις 23 Μαρτίου 1921 η Ράιχσβερ (Reichswehr). Στόχος της γερμανικής στρατιωτικής πολιτικής, όμως, ήταν από την αρχή η δημιουργία ισχυρών ενόπλων δυνάμεων κατά παράβαση των επιταγών της συνθήκης των Βερσαλλιών[1].
Έτσι άρχισε, μετά την συνθήκη του Ραπάλλο το 1922, κρυφή στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Ράιχσβερ και του σοβιετικούΚόκκινου Στρατού. Επίσης η στελέχωση της Ράιχσβερ σε αξιωματικούς και υπαξιωματικούς ήταν δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με το συνολικό δυναμικό της. Το γεγονός αυτό επέτρεπε στις ένοπλες δυνάμεις να επεκταθούν σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Τον Φεβρουάριο 1923 ο αρχηγός του νέου Truppenamt ("Γραφείο Στρατευμάτων", το κρυφό Γενικό Επιτελείο) υποστράτηγος Ότο Χάσσε μετέβη στη Μόσχα για μυστικές διαπραγματεύσεις. Αποτέλεσμα ήταν η Γερμανία να υποστηρίξει την σοβιετική βιομηχανοποίηση. Επίσης, στρατιωτικοί διοικητές του Κόκκινου Στρατού διευκολύνθηκαν στην δημιουργία γενικού επιτελείου, απορροφώντας τη σχετική Γερμανική τεχνογνωσία. Σε αντιστάθμιση αυτών, η Ράιχσβερ εφοδιάστηκε με πυρομαχικά πυροβολικού και χημικά όπλα που κατασκευάζονταν στην ΕΣΣΔ, ενώ επίσης απέκτησε την δυνατότητα εκπαίδευσης πιλότων και οδηγών τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης στην ΕΣΣΔ[2]. Στο αεροδρόμιο του Λίπετσκ εκπαιδεύτηκαν 120 περίπου πιλότοι καταδιωκτικών, ο κορμός της κατοπινής Jagdfliegerwaffe (καταδιωκτικής αεροπορίας). Μετά το 1930 εκπαιδεύτηκαν στο Καζάν ειδικοί τεθωρακισμένων οχημάτων, ο αριθμός των οποίων, όμως, δεν ξεπέρασε τους 30. Πειράματα με πολεμικά χημικά αέρια πραγματοποιήθηκαν στο Σαράτοφ.
Η Βέρμαχτ του Τρίτου Ράιχ
Ο όρκος του Γερμανού στρατιώτη
Αμέσως μετά το θάνατο του Προέδρου του Ράιχ Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο Χίτλερ ανέλαβε τα καθήκοντα του αρχηγού κράτους, και οι ένοπλες δυνάμεις ορκίστηκαν στις 2 Αυγούστου 1934 απόλυτη υπακοή και αφοσίωση στο πρόσωπό του. Πολλοί στρατιώτες ανέφεραν αργότερα τον όρκο αυτό ως λόγο για τον οποίο δεν προέβαλαν αντίσταση ενάντια στις εντολές της ηγεσίας, που διέτασσαν εγκληματικές ενέργειες, ή για την απροθυμία τους να συνεργαστούν με την εσωτερική αντίσταση, ώστε να ανατρέψουν τον Χίτλερ.
"Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου."
Όρκος του Γερμανού στρατιώτη, από τις 2 Αυγούστου 1934.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η σημασία αυτού του όρκου δεν ήταν τόσο απλή, όσο εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται: "Έδενε" τους ανώτατους αξιωματικούς της λεγόμενης "Πρωσικής Σχολής", οι οποίοι είχαν πείσμονες αντιλήψεις περί στρατιωτικής τιμής, σε υπακοή απέναντι στον Φύρερ, ανεξάρτητα από την κατάσταση του στρατεύματος ή της χώρας. Ο όρκος αυτός ήταν ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας κατά τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε υπήρξαν αρκετές συνωμοσίες για την εξόντωση του Χίτλερ. Ελάχιστοι ήταν οι ανώτατοι αξιωματικοί που δέχτηκαν να τον παραβούν και να συμμετάσχουν σε κινήσεις είτε για την ανατροπή είτε για την εξόντωση του δικτάτορα.[3]
Οργάνωση μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Στις 16 Μαρτίου 1935 καθιερώθηκε η υποχρεωτική θητεία με βάση το "Gesetz über den Aufbau der Wehrmacht" ("νόμος για την οργάνωση των αμυντικών δυνάμεων") ο οποίος παραβίαζε τους όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών. Το 1936 τα χιτλερικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Ρηνανία, η οποία, βάσει της συνθήκης των Βερσαλλιών, αποτελούσε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Μέχρι το 1939 υλοποιήθηκε ο σχηματισμός 12 Σωμάτων Στρατού, συνολικής δύναμης 38 μεραρχιών και 580.000 στρατιωτών. Ακολούθησε τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1939 η επιστράτευση εφέδρων. Όμοια ανάπτυξη γνώρισε και η Πολεμική Αεροπορία Luftwaffe, με κύριο οργανωτικό υπεύθυνο τον Έρχαρντ Μιλχ και το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine), με οργανωτή τον Μέγα Ναύαρχο Έριχ Ραίντερ και στον τομέα των υποβρυχίων με οργανωτικό και επιχειρησιακό υπεύθυνο τον Καρλ Ντένιτς.
Παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου
Οι επιθέσεις της Βέρμαχτ ενάντια σε πολυάριθμα κράτη δίχως κήρυξη πολέμου όπως και ο τρόπος με τον οποίο διεξάχθηκαν οι πόλεμοι αποτέλεσαν παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Σε συνεργασία με την SS και τα Einsatzgruppen (βάσει των προδιαγραφών Richtlinien zur Zusammenarbeit des Heeres mit den Einsatzgruppen) συνέβαλε έμμεσα και άμεσα στην γενοκτονία χιλιάδων ανθρώπων. Στα πλαίσια αυθαίρετων μαζικών εκτελέσεων βρήκαν τον θάνατο πολυάριθμοι Πολωνοί, σοβιετικοί, στο τέλος, και Ιταλοί αιχμάλωτοι πολέμου. Κομισάριοι που βρίσκονταν μεταξύ των σοβιετικών αιχμάλωτων εκτελούνταν αμέσως (Διαταγή του Χίτλερ με την ονομασία "Komissarbefehl"). Οι υπόλοιποι παραδίδονταν στα Ες-Ες. Πέραν αυτών, η Βέρμαχτ συνέβαλε ενεργά στην εξόντωση άμαχου πληθυσμού στην ανατολική Ευρώπη, όπως π.χ. στη Λευκορωσία, όπου σε συνεργασία με την SS κατέστρεψε μεταξύ Ιουνίου 1941 και Ιουλίου 1944 209 πόλεις και 9200 χωριά.
Το τέλος: Εκατοντάδες στρατιώτες της Βέρμαχτ σε συμμαχικό στρατόπεδο αιχμαλώτων, Μάρτιος 1945
Απώλειες
Οι απώλειες ανήλθαν σε περίπου 5.300.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ νεκρούς στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ο πραγματικός αριθμός, όμως, εκτιμάται πως είναι μεγαλύτερος, αφού από τους 11.000.000 αιχμαλώτους πολέμου πολλοί δεν γύρισαν μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο ακριβής αριθμός τους δεν έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα.
Συνεργάτες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ακολουθεί κατάλογος με χώρες που συνεργάστηκαν με την Βέρμαχτ:
Επίσης, σχηματίστηκαν ειδικές μονάδες από κατεχόμενες χώρες όπως Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Δανία,Αλβανία και Νορβηγία, κυρίως για δράση στο Ανατολικό Μέτωπο ή κατά ανταρτικών οργανώσεων καθώς και στρατιωτικοί σχηματισμοί από εθελοντές αιχμάλωτους στρατιώτες της Σοβιετικής Ένωσης, με τη γενική ονομασία "Osttruppen".
Σύνθεση και διαίρεση σε Μονάδες
Βάσει μελετών του ιστορικού Ρύντιγκερ Όβερμανς (Rüdiger Overmans) κατά την διάρκεια του πολέμου υπηρέτησαν στην Βέρμαχτ συνολικά (όχι συγχρόνως) 18.200.000 στρατιώτες.
Εκτός από Γερμανούς υπηκόους κατατάσσονταν και μη Γερμανοί στη Βέρμαχτ. Σε αυτούς ανήκαν κυρίως οι λεγόμενοι Volksdeutsche, οι οποίοι προέρχονταν από γερμανόγλωσσες μειονότητες εκτός του Γερμανικού Ράιχ (με τα σύνορα του 1937). Άλλοι εθελοντές ήταν Ολλανδοί, άτομα από τις Βαλτικές χώρες, Βόσνιοι, Κροάτες, Λευκορώσοι, Ουκρανοί και Ρώσοι. Οι τελευταίοι ονομάζονταν Ostlegionen (Λεγεώνες της Ανατολής) και Russische Befreiungsarmee (Ρωσικός Απελευθερωτικός Στρατός) ή και Wlassow-Armee (Στρατός του Βλασόφ, Ρώσου στρατηγού αιχμαλώτου πολέμου αρχικά, προσχωρήσαντος στο καθεστώς στη συνέχεια). Οι εθελοντές αυτοί αποτέλεσαν περίπου το 5% της Βέρμαχτ. Επίσης πάρα πολλοί Σοβιετικοί υπηρέτησαν ως Ηiwiss(Hilfwilliges: βοηθητικοί), στην 1η Ορεινή Μεραρχία αναφέρονται 2.000 Καυκάσιοι[4]
Το 1944 με συμμετοχή όλων των Γερμανών, ηλικίας 16 έως 60 ετών και υπό την επίβλεψη των SS, σχηματίστηκαν οι λεγόμενες μεραρχίες λαϊκών γρεναδιέρων (folksgrenadier division). Ήταν μονάδες πεζικού με μεγάλη δύναμη πυρός (λιγότερα τυφέκια, περισσότερα υποπολυβόλα και πολυβόλα), λιγότερους άνδρες από τις κανονικές μεραρχίες (είχαν δύο συντάγματα αντί τρία), στελεχωμένες με αξιωματικούς SS. Προορίζονταν γιά αμυντικό αγώνα.[5]
Σταδιακά από το 1942 και οι μηχανοκίνητες μεραρχίες μετατράπηκαν σε τεθωρακισμένες με την προσθήκη ενός συντάγματος αρμάτων μάχης και την αντικατάσταση μιας μοίρας ρυμουλκουμένου πυροβολικού με αυτοκινούμενα.Επίσης σε τεθωρακισμένες μετατράπηκαν και οι κλασικές μεραρχίες SS.[6]
Η δομή των ομάδων στρατιών (Heeresgruppe) και των στρατιών (Armee) άλλαζε με την πρόοδο του πολέμου διότι πολλές μονάδες μετακινούνταν σε διαφορετικές ομάδες στρατιών.
Ομάδες Στρατιών A μέχρι H:
Ομάδα Στρατιών A (κατά την προέλαση προς Καύκασο): 17η Στρατιά, 3η Ρουμανική Στρατιά, 1η τεθωρακισμένη Στρατιά[7],
Ομάδα Στρατιών B (το 1943 μοιράσθηκε μεταξύ των Ομάδων Στρατιών Κέντρου και Νότου)[8]: 4η Στρατιά, 18η Στρατιά, 9η Στρατιά,4η Τεθωρακισμένη Στρατιά. Επανεμφανίσθηκε στο Δυτικό Μέτωπο, παραδόθηκε τον Απρίλιο 1945[9].
Ομάδα Στρατιών D: 1η Στρατιά, 7η Στρατιά, 15η Στρατιά
Ομάδα Στρατιών E, Ομάδα Στρατιών F, Ομάδα Στρατιών G, Ομάδα Στρατιών H
Ιδιαίτερες ομάδες στρατιών:Ομάδα Στρατιών Αφρικής: 1η Ιταλική Στρατιά, 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά (ενσωμάτωσε το παλιό "Άφρικα Κορπ" του Ρόμελ), παραδὀθηκε στουςΣυμμάχους το 1943.
Ομάδα Στρατιών Don ( σχηματίσθηκε μετά την κύκλωση της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ γιά να την απελευθερώση, 886.000 στρατιώτες): 6η Στρατιά, 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά, 3η Ρουμανική Στρατιἀ[10]
Ομάδα Στρατιών Κουρλάνδης (Kurland)
Ομάδα Στρατιών Κέντρου, η Στρατιά που επετέθη κατά της Μόσχας (συνετρίβη το 1944 από τον σοβιετικό στρατό)
Ομάδα Στρατιών Βορρά: 18η Στρατιά, 16η Στρατιά,4η Ομάδα Τεθωρακισμένων - (Επίθεση κατά της ΕΣΣΔ 1941–1945, ήττα στις 3 Ιουλίου1944 στο Μινσκ, διαλύθηκε τέλη Μαρτίου 1945[11]
Ομάδα Στρατιών Νότου
Άλλες ομάδες στρατιών: Ομάδα Στρατιών Βόρειας Ουκρανίας, Ομάδα Στρατιών Ostmark, Ομάδα Στρατιών Νότιας Ουκρανίας, Ομάδα Στρατιών Βιστούλα
Ιδιαίτερες στρατιές:
1η Στρατιά
6η Στρατιά: Συνετρίβη στο Στάλινγκραντ από τον Ερυθρό Στρατό.
Στρατιωτικά θεμέλια
Στρατιωτικά θεμέλια της Βέρμαχτ ήταν η «Auftragstaktik», που της επέτρεπε μοναδική τακτική ευελιξία, η ρεαλιστική εκπαίδευση, η πειθαρχία και η απόλυτη υπακοή.
Η εξαιρετικά μεγάλη μαχητικότητα της Βέρμαχτ εξετάζεται και συγκρίνεται αναλυτικά από τον καθηγητή στρατιωτικής ιστορίας Μάρτιν βαν Κρέβελντ, ο οποίος καταλήγει (όπως και άλλοι) στο εξής συμπέρασμα: "Ο γερμανικός στρατός ήταν άριστη πολεμική οργάνωση. Όσον αφορά ηθικό, ενθουσιασμό και προσαρμοστικότητα ήταν, πιθανώς, ο κορυφαίος στρατός του 20ού αιώνα." Ο Γάλλος ιστορικός Φιλίπ Μασόν έκανε ανάλογη εκτίμηση (βλ. βιβλιογραφία).
Εξοπλισμός, οπλισμός, στολές
Η Βέρμαχτ μερικώς ήταν πολύ σύγχρονα εξοπλισμένη, αλλά οι περιορισμένοι πόροι της Γερμανίας και η πρόωρη κήρυξη του πολέμου, προτού ολοκληρωθεί το πρόγραμμα επανεξοπλισμού, δεν επέτρεψαν την εκ των προτέρων εξασφάλιση σύγχρονου εξοπλισμού για όλες τις μονάδες.
Οι στολές βασίζονταν στις παλιές στολές της Ράιχσβερ. Το 1933/34 έδωσε ο ίδιος ο Χίτλερ την εντολή για τον σχεδιασμό του "Hoheitsadler" (εθνόσημο με μορφή αετού), ο οποίος στις 17 Φεβρουαρίου 1934 επισήμως έγινε μέρος της στρατιωτικής στολής. Ο αετός βρίσκονταν κεντημένος στο δεξί στήθος των χιτωνίων.
Διαφοροποίηση: Οι αετοί των υπαξιωματικών και στρατιωτών ήταν κεντημένοι με μηχανή, ενώ των αξιωματικών συνήθως με το χέρι. Οι "Hoheitsadler" των στρατηγών πάντα ήταν κεντημένοι με χρυσό.
Ενώ μέχρι σήμερα διατηρείται η εικόνα της Βέρμαχτ ως ένοπλης δύναμης υψηλής τεχνολογίας, στην πραγματικότητα λιγότερο από 40 τοις εκατό όλων των μονάδων ήταν μηχανοκίνητες. Τα υπόλοιπα 60 τοις εκατό είχαν στην διάθεσή τους άλογα, τα οποία μετακινούσαν το προσωπικό, πυροβολικό, επιμελητεία και τον ανεφοδιασμό. Οι μονάδες μάχης προχωρούσαν με τα πόδια, μερικώς και με ποδήλατα, εφόσον υπήρχαν. Επίσης ο οπλισμός της κατά τα άλλα σύγχρονης Βέρμαχτ αρχικά δεν ήταν ικανοποιητικός. Έτσι π.χ. οι πρώτες μάχες διεξήχθησαν με τους στρατιώτες να διαθέτουν κατά κύριο λόγο τυφέκια (Μάουζερ τύπου 98K) και μικρό αριθμό υποπολυβόλων και βαρέων πολυβόλων υποστήριξης. Τα "Μάουζερ" ήταν διαθέσιμα σε μεγάλους αριθμούς. Υπήρξαν ιδιαιτέρως εύστοχα και ήταν εν μέρει ανώτερα των τυφεκίων άλλων χωρών. Απαιτούσαν επίσης μικρή συντήρηση, πράγμα που τα έκανε αρκετά δημοφιλή. Ως προς το υποπολυβόλο, η Βέρμαχτ διέθετε τον τύπο MP40, το οποίο ήταν στον μέσο όρο της κατηγορίας (θεωρείται εφάμιλλο του αμερικανικού Τόμσον). Το καλύτερο, ίσως, μικρό όπλο της Βέρμαχτ ήταν το MP44ποσότητες,που τέθηκε σε παραγωγή μόλις το 1944. Διέθετε γεμιστήρα 30 βλημάτων και μπορούσε να ρυθμιστεί ώστε να εκτελεί βολή κατά βολή, βολή κατά ριπάς ή συνεχόμενη (μέχρις εξαντλήσεως του γεμιστήρα). Μερικοί ειδικοί στα μικρά όπλα θεωρούν ότι, αν είχε εμφανισθεί νωρίτερα, θα μπορούσε να είχε μεταβάλει την εξέλιξη του πολέμου (ιδιαίτερα στη Ρωσία).
Ιδιαίτερα επιτυχημένο, ως προς τον χειρισμό, την ευχρηστία, την ταχύτητα πυρός και την ευθυβολία θεωρείται, επίσης, το μέσο πολυβόλο MG42 (στο οποίο είχε αποδοθεί το προσωνύμιο "Σπάνταου")[12].
Η ανάπτυξη τεθωρακισμένων στρατευμάτων μεγάλης μαχητικής ικανότητας – σε στενή συνεργασία με την πολεμική αεροπορία – εξασφάλισαν τις πρώτες θριαμβευτικές νίκες («Blitzkrieg», κεραυνοβόλος πόλεμος) της Βέρμαχτ. Οι πολυάριθμες επιρροές της πολιτικής ηγεσίας του τότε ναζιστικού καθεστώτος όμως, ιδιαίτερα οι τακτικές και στρατηγικές αποφάσεις του Χίτλερ, στάθηκαν υπαίτιες για τις μεγάλες κρίσεις και ήττες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γρήγορες νίκες κατά της Πολωνίας και Γαλλίας είχαν ως επακόλουθο να σωπάσουν οι επικριτικές φωνές της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας απέναντι στο νέο σύστημα του εξοπλισμού πλάτους εις βάρος του εξοπλισμού βάθους, ενώ ενισχύθηκε και το δόγμα περί της ιδιοφυΐας και του "αλάθητου" του Φύρερ, το οποίο αργότερα αποδείχθηκε μοιραίο στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες και αποτυχίες της Βέρμαχτ περιγράφονται στο άρθρο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Σημαντικοί ηγέτες
Στρατός Ξηράς (Heer)
Βίλχελμ Κάιτελ (Wilhelm Keitel): Στρατάρχης, επικεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ (Oberkommando d Wehrmacht, OKW) καθ' όλο τον πόλεμο
Άλφρεντ Γιόντλ (Alfred Jodl): Στρατηγός, επιτελάρχης της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ (OKW)
Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg): Στρατάρχης, επικεφαλής της Βέρμαχτ, Υπουργός Πολέμου (1936-1938)
Βάλτερ φον Μπράουχιτς (Walter von Brauchitsch): Στρατάρχης, επικεφαλής του Στρατού Ξηράς (Heere) (1938-1941)
Έρβιν Ρόμελ (Erwin Rommel): Στρατάρχης, επικεφαλής του Γερμανικού Άφρικα Κορπ (1941-1943), επικεφαλής της γερμανικής άμυνας στη Νορμανδία (1944)
Χάιντς Γκουντέριαν (Heinz Guderian): Στρατηγός, κύριος θεωρητικός του Blitzkrieg, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1944-45)
Βάλτερ Μόντελ, Στρατάρχης διακριθείς στο Ανατολικό μέτωπο.
Γκερτ φον Ρούντστετ (Gerd von Rundstedt): Στρατάρχης, ο γηραιότερος εν υπηρεσία Γερμανός αξιωματικός του Β΄ Π. Π., διοικητής της Ομάδας Στρατιών Νότου (Sud) κατά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (1941), μετέπειτα δύο φορές ανώτατος διοικητής στη Δυτική Ευρώπη (1944-45)
Βίλχελμ Λιστ (Siegmund Wilhelm List): Στρατάρχης, επικεφαλής της επίθεσης κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας το 1941
Έριχ φον Μάνσταϊν (Erich von Manstein): Στρατάρχης, ίσως ο κορυφαίος σε ικανότητες Γερμανός στρατηγός, ιθύνων νους της νίκης επί της Γαλλίας (1940), εκπορθητής της Σεβαστουπόλεως (1942), υπεύθυνος της Ομάδας Στρατιών Νότου κατά την ρωσική αντεπίθεση (1943)
Ερνστ Μπους (Ernst Busch): Στρατάρχης, ένας από τους δύο δεδηλωμένους Εθνικοσοσιαλιστές ανώτατους στρατιωτικούς ηγέτες της Βέρμαχτ
Νίκολαους φον Φάλκενχορστ (Nikolaus von Falkenhorst): Στρατηγός των Ορεινών Στρατευμάτων, κατακτητής και στρατιωτικός διοικητής της Νορβηγίας (1940-1944)
Έριχ Ρέντερ (Erich Raeder): Μέγας Ναύαρχος, επικεφαλής του Ναυτικού ως το 1943
Καρλ Ντένιτς (Karl Dönitz): Μέγας Ναύαρχος, αρχικά υπεύθυνος των υποβρυχίων, διάδοχος του Ραίντερ στην αρχηγία του Ναυτικού, τελευταίος Πρόεδρος του Ράιχ μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ
Βίλχελμ Κανάρις (Wilhelm von Kanaris): Επικεφαλής της Άμπβερ (Abwehr), της γερμανικής Στρατιωτικής Κατασκοπίας
Rudolf Absolon: Die Wehrmacht im Dritten Reich, 1969-1995 (6 Bände)
Hans Adolf Jacobsen: Kommissarbefehl und Massenexekutionen sowjetischer Kriegsgefangener in: Martin Broszat/Hans-Adolf Jacobsen/Helmut Krausnick, Anatomie des SS-Staates, Band 2 ISBN 3-423-02916-1
Rolf-Dieter Müller (Hg.): Die Wehrmacht. Mythos und Realität, München, 1999, ISBN 3-486-56383-1
Georg Tessin: Deutsche Verbände und Truppen 1918-1939, Osnabrück, 1974
Christian Streit: Die Behandlung der sowjetischen Kriegsgefangenen und völkerrechtliche Probleme des Krieges gegen die Sowjetunion in: Gerd R. Ueberschär/Wolfram Wette, „Unternehmen Barbarossa”. Der deutsche Überfall auf die Sowjetunion, 1984, ISBN 3-506-77468-9
Hannes Heer: Stets zu erschießen sind Frauen, die in der Roten Armee dienen, 1995, ISBN 3-930908-06-9
Martin van Creveld: Kampfkraft. Militärische Organisation und militärische Leistung 1939-1945, Verlag Rombach Freiburg, 1989, ISBN 3-7930-0189-X
Philippe Masson: Die Deutsche Armee. Geschichte der Wehrmacht 1935-1945, 1994/96, ISBN 3-7766-1933-3
Gerhard Muhm, La tattica tedesca nella campagna d'Italia, in Linea gotica avamposto dei Balcani, a cura di Amedeo Montemaggi - Edizioni Civitas, Roma 1993