Ο Χριστιανός είχε πάρει μέρος στην κατάκτηση της Σουηδίας από τον πατέρα του το 1497, καθώς και στην καταστολή της σουηδικής εξέγερσης το 1501. Το 1506 διορίστηκε Αντιβασιλέας της Νορβηγίας, όταν και προσπάθησε να μειώσει τις εξουσίες των Νορβηγών ευγενών.[5]
Η άνοδός του στους θρόνους της Νορβηγίας και της Δανίας επιβεβαιώθηκε από τη συνέλευση των ευγενών το 1513, καθώς εκείνη την περίοδο η μοναρχία στη Δανία ήταν εκλεκτική και όχι κληρονομική. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Χριστιανός συγκέντρωσε τις προσπάθειές του για τον έλεγχο της Σουηδίας, ενώ προσπάθησε να μειώσει τη δύναμη του κλήρου και των ευγενών.[5] Για να το πετύχει ευνόησε τη δημιουργία μιας ισχυρής αστικής τάξης, της μπουρζουαζίας.
Προσωπική ζωή
Ο Χριστιανός ανέπτυξε αισθήματα για μια Νορβηγίδα ολλανδικής καταγωγής, την Ντίβεκε Σιγκμπριτσντάτερ, με την οποία ξεκίνησε δεσμό το 1507 ή το 1509.[5] Ωστόσο, στις 12 Αυγούστου 1515, παντρεύτηκε την Ισαβέλλα της Αυστρίας, εγγονή του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄.[5] Η σχέση του με τη Ντίβεκε συνεχίστηκε μέχρι το 1517, όταν και εκείνη πέθανε κάτω από ύποπτες συνθήκες.[5]
Ο Χριστιανός πίστευε ότι ο μεγιστάνας Τόρμπεν Όξε ήταν υπαίτιος για το θάνατο της Ντίβεκε, παρά το γεγονός ότι είχε αθωωθεί από το συμβούλιο Ρίγκσραντ. Ο Βασιλιάς τον καταδίκασε σε θάνατο, γεγονός που θα σηματοδοτήσει το τέλος των προσπαθειών του να μειωθεί η εξουσία των ευγενών.
Η επικεφαλής σύμβουλός του ήταν η μητέρα της Ντίβεκε, η Σίγκμπριτ Βίλομς, η οποία διακρίθηκε σε διοικητικές και εμπορικές υποθέσεις. Η πολιτική της στον οικονομικό τομέα ανύψωσε και επέκτεινε την επιρροή των μεσαίων τάξεων, προκαλώντας την έντονη δυσφορία των ευγενών.[5]
Επανάκτηση της Σουηδίας
Ο Χριστιανός προετοιμαζόταν για μεγάλο διάστημα για τον αναπόφευκτο πόλεμο με τη Σουηδία, όπου το πατριωτικό κόμμα του Αντιβασιλέα Στεν Στούρε του νεώτερου, βρισκόταν σε αντιπαράθεση με το φιλοδανικό κόμμα του Αρχιεπισκόπου Γκούσταβ Τρόλε. Ο Χριστιανός, ο οποίος είχε ήδη λάβει μέτρα για την πολιτική απομόνωση της Σουηδίας, έσπευσε να βοηθήσει τον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος πολιορκούνταν στο φρούριο Αλμαρεστάκετ. Όμως, εκεί ηττήθηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δανία. Μια δεύτερη προσπάθεια να καταλάβει τη Σουηδία το 1518 ήταν επίσης αποτυχημένη, όταν ο Στούρε τον νίκησε στο Μρανκίρκα.
Η τρίτη προσπάθεια που πραγματοποίησε το 1520, με ένα μεγάλο στρατό από Γάλλους, Γερμανούς και Σκωτσέζους μισθοφόρους, αποδείχθηκε επιτυχής.[4] Ο Στούρε, μάλιστα, πληγώθηκε θανάσιμα στη Μάχη του Μπόγκεσουντ στις 19 Ιανουαρίου.[4] Τα μέλη του συμβουλίου της σουηδικής αριστοκρατίας αποφάσισαν να δηλώσουν την υποτέλειά τους στο Χριστιανό, με τον όρο ότι εκείνος θα τους έδινε αμνηστία για τα γεγονότα του παρελθόντος. Η τελική συμφωνία του βασιλιά και του σουηδικού συμβουλίου υπογράφηκε στις 31 Μαρτίου. Η αντίσταση θα συνεχιστεί για μερικούς μήνες ακόμα, από την χήρα του Στούρε, την Χριστίνα Γκιλενστιέρνα.
Στις 4 Νοεμβρίου 1520 ο Χριστιανός ενθρονίστηκε από τον Γκούσταβ Τρόλε στον Καθεδρικός Ναός της Στοκχόλμης ως Βασιλιάς της Σουηδίας.[4]
Η Σφαγή της Στοκχόλμης
Το σούρουπο της 8ης Νοεμβρίου, Δανοί στρατιώτες, έπειτα από εντολή του Χριστιανού, εισήλθαν στα Ανάκτορα της Στοκχόλμης και συνέλαβαν διάφορους ευγενείς. Αργότερα την ίδια μέρα φυλακίστηκαν κι άλλοι ευγενείς, καθώς και κληρικοί. Όλοι αυτοί είχαν προηγουμένως υπαγορευθεί από τον Αρχιεπίσκοπο Γκούσταβ Τρόλε ως υποστηρικτές του Στεν Στούρε.
Την επόμενη μέρα 9 Νοεμβρίου, ένα συμβούλιο με επικεφαλής τον Τρόλε, καταδίκασε σε θάνατο τους φυλακισμένους ως αιρετικούς.[4] Υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 82 άνθρωποι.[4][5] Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Χριστιανός διέταξε την πυρπόληση του σώματος του Στεν Στούρε, καθώς και του μικρού παιδιού του. Η σύζυγος του Στούρε, καθώς και άλλες Σουηδέζες ευγενείς, στάλθηκαν στη Δανία.
Προσπάθειες μεταρρυθμίσεων
Τον Ιούνιο του 1521 ο Δανός Βασιλιάς έκανε μια επίσκεψη στις Κάτω Χώρες, όπου και παρέμεινε εκεί για μερικούς μήνες. Επισκέφθηκε τις περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις, προσέλαβε στην υπηρεσία του πολλούς Φλαμανδούς τεχνίτες και γνώρισε τους Κουέντιν Μέτσις και Άλμπρεχτ Ντύρερ. Ο τελευταίος, μάλιστα, ζωγράφισε το πορτρέτο του. Ο Χριστιανός συνάντησε επίσης τον Έρασμο, με τον οποίο συζήτησε το Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
Με την επιστροφή του στη Δανία, το Σεπτέμβριο του 1521, προχώρησε αμέσως σε σαρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εξέδωσε τον Κώδικα των Νόμων (Landelove), ο οποίος βασίστηκε στο ολλανδικό μοντέλο και αποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό τους προοδευτική στόχους του Χριστιανού. Με διατάξεις προβλέφθηκε η καλύτερη εκπαίδευση του κατώτερου κλήρου και ο περιορισμός της πολιτικής επιρροής των ανώτερων κληρικών.[5]
Πτώση
Παρά τις προσπάθειες για διατήρηση της Σουηδίας, οι εξεγέρσεις εκεί δεν το επέτρεπαν. Αυτό οδήγησε σε βαριά φορολογία της Νορβηγίας και της Δανίας, προκειμένου να διατηρηθεί ένας ισχυρός στρατός, ικανός να καταπνίξει τις επαναστατικές εστίες στη Σουηδία. Ταυτόχρονα, αναδείχθηκαν και εξωγενείς κίνδυνοι από το Λίμπεκ και τις Κάτω Χώρες, εξαιτίας της προσπάθειάς του να κάνει την Κοπεγχάγη το εμπορικό κέντρο του βορρά.[5]
Η Γιουτλάνδη ξεσηκώθηκε εναντίον του Χριστιανού τον Ιανουάριο του 1523 και πρόσφερε το δανικό στέμμα στο θείο του, τον Δούκα Φρειδερίκο του Χόλσταϊν.[5] Την 1η Μαΐου αναγκάστηκε να μεταβεί στο Βέρε της Ζηλανδίας.[5] Εκείνη την περίοδο της εξορίας του αλληλογραφούσε με τον Μαρτίνο Λούθηρο και για κάποιο χρονικό διάστημα έγινε Λουθηρανός.[5] Ο Χριστιανός έζησε για ένα διάστημα στο Δουκάτο της Βραβάντης μαζί με τη σύζυγό του, η οποία απεβίωσε το 1526.
Στις 24 Οκτωβρίου 1531 προσπάθησε να ανακτήσει τα βασίλεια του, αλλά μια τρικυμία διασκόρπισε το στόλο του έξω από τις νορβηγική ακτές.[4][5] Με τη σύμβαση του Όσλο, στις 1 Ιουλίου 1532, παραδόθηκε στο θείο του Βασιλιά Φρειδερίκο, με αντάλλαγμα την προσωπική του ασφάλειά του.[5]
Μετέπειτα χρόνια
Ο Βασιλιάς Φρειδερίκος δεν τήρησε την υπόσχεσή του και ο Χριστιανός κρατήθηκε αιχμάλωτος για τα επόμενα 27 χρόνια, αρχικά στο Κάστρο Σόντερμποργκ και από το 1549 στο Κάστρο του Κάλουντμποργκ.[5] Κατά τα τελευταία του χρόνια τον αντιμετώπιζαν ευνοϊκότερα, καθώς μπορούσε να βγει και έξω από το κάστρο.[5]
Ο Χριστιανός Β΄ απέκτησε έξι παιδιά από τη σύζυγό του, Ισαβέλλα των Αψβούργων, κόρη του Φιλίππου Α΄ της Καστίλης. Από αυτά τρία υπερέβησαν την νηπιακή τους ηλικία, ενώ δύο ενηλικιώθηκαν. Αυτά ήταν:[6]
Χριστίνα 1522-1590, παντρεύτηκε πρώτα τον Φραγκίσκο Β΄ Σφόρτσα δούκα του Μιλάνου, με τον οποίο δεν απέκτησε παιδιά. Έπειτα έκανε δεύτερο γάμο με τον Φραγκίσκο Α΄ δούκα της Λωρραίνης, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά.
Ιωάννης 1518-1532, διάδοχος που απεβ. 14 ετών, Φερδινάνδος 1519-1520 απεβ. 1 έτους, Μαξιμιλιανός 1519 (δίδυμος με τον προηγούμενο), ένας γιος 1523 θνησιγενής.
Οι κόρες του, Δωροθέα και Χριστίνα, διεκδικούσαν ανεπιτυχώς για πολλά χρόνια τον Δανικό και τον Νορβηγικό θρόνο.
Η αρίθμηση των Έρικ αρχίζει από τον Έρικ ΣΤ΄, που είναι στην πραγματικότητα ο Α΄, καθώς οι πρώτοι πέντε είναι μυθικοί. Το ίδιο και οι πρώτοι έξι Κάρολοι είναι μυθικοί: ο Κάρολος Ζ΄ θα έπρεπε να είναι ο Α΄.