Ο Φραντσέσκο Αλμπάνι (ιταλικά: Francesco Albani, αναφέρεται και ως Albano (17 Μαρτίου ή 17 Αυγούστου 1578 – 4 Οκτωβρίου 1660) ήταν Ιταλόςζωγράφος της τεχνοτροπίας του μπαρόκ, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε διαδοχικά σε Μπολόνια (1591 - 1600), Ρώμη (1600–1609), Μπολόνια (1609), Βιτέρμπο (1609–1610), Μπολόνια (1610), Ρώμη (1610–1617), Μπολόνια (1618–1660), Μάντοβα(1621–1622), Ρώμη (1623–1625) και Φλωρεντία (1633).
Το 1600 ο Αλμπάνι πήγε στη Ρώμη για να εργαστεί στις διακοσμητικές τοιχογραφίες της πινακοθήκης του Ανακτόρου Φαρνέζε, τις οποίες ολοκλήρωνε το εργαστήριο του Αννίμπαλε Καρράτσι. Εκείνη την εποχή η Ρώμη, υπό την ηγεσία του Πάπα Κλήμεντος Η΄ (της οικογένειας Αλντομπραντίνι, 1592–1605) τελούσε υπό διοικητική σταθερότητα και ανανέωσε τις προστασίες των καλλιτεχνών. Παρά το ότι ο Πάπας Κλήμης είχε γεννηθεί από φλωρεντινή οικογένεια που διέμενε στο Ουρμπίνο, η οικογένειά του είχε συνδεθεί με την Εμίλια Ρομάνια λόγω του γάμου του Ρανούτσιο Α΄ Φαρνέζε, δούκα της Πάρμα με την Μαργκερίτα Αλντομπραντίνι. Η Πάρμα, όπως και η Μπολόνια, αποτελούσε τμήμα της Εμίλια Ρομάνια και δεν αποτελούσε έκπληξη το ότι ο ΚαρδινάλιοςΟντοάρντο Φαρνέζε, αδελφός του Ρανούτσιο, επέλεξε να γίνει ο προστάτης των Καρράτσι από τη Μπολόνια, εγκαθιδρύοντας έτσι την κυριαρχία της Μπολόνια στις τοιχογραφίες που φτιάχνονταν στη Ρώμη επί σχεδόν δύο δεκαετίες.
Ο Αλμπάνι έγινε ένας από τους πλέον επιφανείς μαθητές του Αννίμπαλε. Με σχέδια του Αννίμπαλε και βοηθούμενος από τους Λανφράνκο και Σίστο Μπανταλόκκιο, ο Αλμπάνι ολοκλήρωσε τις τοιχογραφίες στο παρεκκλήσιο του Σαν Ντιέγκο του ναού του Αγίου Ιακώβου των Σπανιόλων στο διάστημα 1602 με 1607. Το 1606-07 ο Αλμπάνι ολοκλήρωσε τις τοιχογραφίες στο Ανάκτορο Ματτέι ντι Τζόβε (Palazzo Mattei di Giove) της Ρώμης. Αργότερα ολοκλήρωσε δύο ακόμη τοιχογραφίες στο ίδιο Ανάκτορο, πάντα με το ίδιο θέμα, "η ζωή του Ιωσήφ". Το 1609 ολοκλήρωσε την οροφή μιας μεγάλης αίθουσας, στην οποία ζωγράφισε την Πτώση του Φαέθωνος και το Συμβούλιο των Θεών για το Ανάκτορο Τζουστινιάνι (σήμερα Ανάκτορο Οντεσκάλκι (Odescalchi)) στο Μπασσάνο Ρομάνο (Bassano Romano). Την εργασία αυτή του ανέθεσε ο μαρκήσιοςΒιντσέντσο Τζουστινιάνι, γνωστός επίσης και ως προστάτης του Καραβάτζιο.
Κατά το χρονικό διάστημα 1612-14 ο Αλμπάνι ολοκλήρωσε τις τοιχογραφίες στο χοροστάσιο του ναού Santa Maria della Pace της Ρώμης, η οποία είχε ανακατασκευαστεί από τον Πιέτρο ντα Κορτόνα. Το 1616 δημιούργησε τοιχογραφίες, με θέμα "Ο Απόλλων και οι Εποχές" στο Ανάκτορο Βερόσπι στην οδό Κόρσο (Via del Corso), κεντρικό δρόμο του ιστορικού κέντρου της Ρώμης, κατά παραγγελία του καρδιναλίου Φαμπρίτσιο Βερόσπι.
Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του ανέπτυξε έναν αμοιβαίο, αλλά με αλληλοσεβασμό, ανταγωνισμό με τον πιο επιτυχημένο Γκουίντο Ρένι, ο οποίος είχε επίσης ισχυρή υποστήριξη από την οικογένεια Αλντομπραντίνι και υπό τον οποίο είχε εργαστεί ο Αλμπάνι στο παρεκκλήσιο του Ανακτόρου του Κυρηναλίου.
Οι πιο άρτιες τοιχογραφίες του Αλμπάνι είναι αυτές που έχουν μυθολογικά θέματα. Ανάμεσα στα καλύτερα θρησκευτικά του θέματα συγκαταλέγονται ένας "Άγιος Σεβαστιανός" και ένας "Ευαγγελισμός της Θεοτόκου", που και τα δύο βρίσκονται στον ναό του Αγίου Σεβαστιανού εκτός των Τειχών στη Ρώμη. Ήταν ανάμεσα στους Ιταλούς ζωγράφους που αφιερώθηκε στη δημιουργία μικρών πινάκων (αποκαλούνται cabinet paintings κι έχουν διαστάσεις κάτω των 60 εκ.). Στα μυθολογικά του θέματα συγκαταλέγονται "Η κοιμωμένη Αφροδίτη", "Η Άρτεμις στο λουτρό", "Η ανακλινόμενη Δανάη", "Η Γαλάτεια στη θάλασσα" και "Η αρπαγή της Ευρώπης". Ένα σπάνιο χαρακτικό, "Ο θάνατος της Διδούς", αποδίδεται σε αυτόν.
Ύστερα από τον θάνατο της συζύγου του επέστρεψε στη Μπολόνια, όπου νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά, ζώντας στην πόλη ως τον θάνατό του.
Επιδράσεις
Ο Αλμπάνι ποτέ δεν απέκτησε τη μνημειακότητα ή τον τενεμπρισμό των συγχρόνων του ζωγράφων και συχνά έγινε αντικείμενο χλευασμού για τη λυρική, σχεδόν χερουβεική γλυκύτητα, η οποία δεν είχε, ακόμη, "ταρακουνήσει" τη μανιεριστική κομψότητα. Ενώ η θεματική του Αλμπάνι πιθανόν να είχε προσελκύσει τον Νικολά Πουσέν, του έλειπε όμως η δραματικότητα του Γάλλου ζωγράφου. Το ύφος του μερικές φορές μοιάζει να έχει περισσότερα κοινά με το διακοσμητικό ροκοκό παρά με τη ζωγραφική των συγχρόνων του.