Ο Μπούλερ γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1899 στο Μόναχο, γιος απόστρατου συνταγματάρχη. Υπηρέτησε επί πενταετία στο Βασιλικό Βαυαρικό Σώμα Δοκίμων. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο γερμανικό στρατό και τραυματίστηκε σοβαρά.[11] Ύστερα από τον Πόλεμο αποφάσισε να σπουδάσει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.[12]To 1921 γίνεται μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (αριθ. μέλους 12) και αργότερα εντάσσεται στην SS (αριθ. μέλους 54.932)[13]. Το 1922 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο, προσλαμβάνεται στην εταιρεία που την εκδίδει και εμπλέκεται στην έκδοση της επίσημης εφημερίδας του Κόμματος Völkischer Beobachter (Λαϊκός Παρατηρητής). Το 1925 γίνεται τακτικός διευθυντής δραστηριοτήτων (Geschäftsführer) του Κόμματος, θέση την οποία διατηρεί μέχρι το 1934.[14] Το 1933 εκλέγεται μέλος του Ράιχσταγκ εκπροσωπώντας τη Βεστφαλία και παράλληλα αναλαμβάνει Ραιχσλάιτερ. Στις θέσεις αυτές παραμένει επί ένα έτος και το 1934 ονομάζεται διοικητής της Αστυνομίας του Μονάχου.[11]Σε αυτή τη θέση παρέμεινε ένα μόλις μήνα, καθώς διορίστηκε επικεφαλής της Καγκελαρίας του Φύρερ στο Βερολίνο. Η κύρια ευθύνη του εκεί ήταν η προετοιμασία διαταγμάτων, τα οποία ποτέ δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, ενώ "προετοίμαζε" κατάλληλα τα κείμενα που επρόκειτο να παρουσιαστούν στον Χίτλερ. Ήταν, επίσης, υπεύθυνος για την αλληλογραφία του Χίτλερ καθώς και τις αιτήσεις πολιτών και κομματικών στελεχών. Παράλληλα ήταν "Επικεφαλής της Επιτροπής Λογοκρισίας του Κόμματος για την προστασία της Εθνικοσοσιαλιστικής Λογοτεχνίας" (Der Chef der Kanzlei des Führers und Vorsitzender der Parteiamtlichen Prüfungskommission zum Schutze des NS-Schrifttums) που επέλεγε ποια κείμενα ήταν κατάλληλα για ανάγνωση από το γερμανικό λαό και ποια όχι, και της "Ομάδας μελετών για τη Γερμανική Ιστορία και το Εκπαιδευτικό Υλικό".[14]
Ο Μπούλερ είχε οριστεί ως επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας συντονισμού των Θεραπευτικών και ιατρικών ιδρυμάτων της Γερμανίας (τμήμα της διαδικασίας "Gleichschaltung" (συντονισμού) που επέβαλε η Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση.[15]
Το 1939 ο ίδιος ο Φύρερ με επιστολή - διαταγή του αναθέτει την επίβλεψη και εκτέλεση του Προγράμματος Ευθανασίας Τ-4 στον Μπούλερ και τον προσωπικό του ιατρό Καρλ Μπραντ. Το Πρόγραμμα αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη θανάτωση 70.000 φυσικώς αδυνάτων ατόμων, μεταξύ των οποίων και παιδιά, με στόχο "τη φυλετική εξυγίανση του γερμανικού λαού". Ο ίδιος ο Μπούλερ έδινε την εντύπωση Αμερικανού κολεγιόπαιδου, καθώς ήταν άτομο χαμηλών τόνων και τα γυαλιά του τού έδιναν μια εμφάνιση λογίου. Στο πρόγραμμα αυτό δοκιμάστηκαν πολλές μέθοδοι εξόντωσης: Με ενέσεις δηλητηρίων, με φαρμακευτική αγωγή, με αέριο μονοξείδιο του άνθρακα κτλ. Το 1941 ο Χίτλερ διέταξε την αναστολή εκτέλεσης του Προγράμματος, καθώς η έλλειψη "διακριτικότητας" είχε ως αποτέλεσμα οι επιπτώσεις του προγράμματος να επιφέρουν λαϊκή κατακραυγή. Το πρόγραμμα, ωστόσο, δε σταμάτησε να εκτελείται, απλά μεταφέρθηκε εκτός Γερμανίας (κυρίως σε εγκαταστάσεις στην Αυστρία) για να τερματιστεί οριστικά μόνο με τη λήξη του πολέμου. Οι "γνώσεις" και οι εμπειρίες που αποκτήθηκαν από αυτό χρησίμευσαν αργότερα στην υλοποίηση του Ολοκαυτώματος.
Θάνατος
Τον Μάιο του 1945 και αφού μάταια αναζήτησε την προστασία του Χέρμαν Γκέρινγκ, ο Μπούλερ κατέφυγε με τη σύζυγό του στην Αυστρία. Όταν διέβλεψε ότι κινδύνευαν να συλληφθούν από τα Συμμαχικά στρατεύματα, αυτοκτόνησαν και οι δύο με υδροκυάνιο στις 19 Μαΐου 1945. Ως τόπο της αυτοκτονίας ορισμένες πηγές αναφέρουν το Altaussee[12][13] και άλλες το Zell am See.[14]