Ο Σκοτ Τζόπλιν (αγγλικά: Scott Joplin, 24 Νοεμβρίου 1868 – 1 Απριλίου 1917) ήταν Αμερικανός συνθέτης και πιανίστας. Ονομάστηκε "βασιλιάς του ράγκταϊμ",[7] συνέθεσε περισσότερα από 40 κομμάτια ράγκταϊμ,[8] ένα μπαλέτο ράγκταϊμ και δύο όπερες. Ένα από τα πρώτα και πιο δημοφιλή κομμάτια του, το "Maple Leaf Rag", έγινε η πρώτη και πιο σημαντική επιτυχία του είδους, ενώ αργότερα αναγνωρίστηκε ως το βασικό κομμάτι ράγκταϊμ.[9] Ο Τζόπλιν θεωρούσε το ράγκταϊμ μορφή κλασικής μουσικής που προοριζόταν να παίζεται σε αίθουσες συναυλιών και περιφρονούσε σε μεγάλο βαθμό την απόδοσή του ως μουσική για σαλούν.
Ο Τζόπλιν μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια σιδηροδρομικών εργατών στην Τεξαρκάνα του Άρκανσο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ταξίδεψε στον Αμερικανικό Νότο ως πλανόδιος μουσικός. Πήγε στο Σικάγο για την Διεθνή Έκθεση του 1893, η οποία βοήθησε να γίνει το ράγκταϊμ ιδιαίτερα δημοφιλές μέχρι το 1897. Ο Τζόπλιν μετακόμισε στη Σεντάλια του Μιζούρι το 1894 και εργάστηκε ως δάσκαλος πιάνου. Άρχισε να δημοσιεύει μουσική το 1895 και το τραγούδι του "Maple Leaf Rag" το 1899 του έφερε φήμη και σταθερό εισόδημα. Το 1901, ο Τζόπλιν μετακόμισε στο Σεντ Λούις και δύο χρόνια αργότερα έγραψε την πρώτη του όπερα, με τίτλο A Guest of Honor, η οποία κατασχέθηκε —μαζί με όλα του τα υπάρχοντα— για χρέη σε λογαριασμούς και πλέον θεωρείται χαμένη.[10] Το 1907, ο Τζόπλιν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να βρει παραγωγό για μια νέα όπερα. Το 1916, ο Τζόπλιν έπαθε άνοια ως αποτέλεσμα νευροσύφιλης και τον επόμενο χρόνο εισήχθη σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε. Ο θάνατός του θεωρείται ότι σηματοδοτεί το τέλος του ράγκταϊμ ως δημοφιλούς μουσικής μορφής.
Η μουσική του Τζόπλιν επανανακαλύφθηκε και ξανακέρδισε δημοτικότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με την κυκλοφορία ενός άλμπουμ του Τζόσουα Ρίφκιν που έκανε εκατομμύρια πωλήσεις.[11] Ακολούθησε η βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του 1973 Το κεντρί, η οποία περιείχε αρκετές συνθέσεις του Τζόπλιν. Το Τριμονίσα, η δεύτερη όπερά του, ανέβηκε το 1972 και το 1976 του απονεμήθηκε μεταθανάτια Βραβείο Πούλιτζερ.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Τζόπλιν ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά[12] του Τζάιλς Τζόπλιν, πρώην σκλάβου από τη Βόρεια Καρολίνα, και της Φλόρενς Γκίβενς, ελεύθερης Αφροαμερικανίδα από το Κεντάκι.[13][14][15] Η ημερομηνία γέννησής του σύμφωνα με τους πρώτους βιογράφους του ήταν 24 Νοεμβρίου 1868,[16][17] αν και ο μετέπειτα βιογράφος Έντουαρντ Α. Μπερλίν απέδειξε ότι αυτό είναι "σχεδόν σίγουρα λάθος".[18] Υπάρχει διαφωνία σχετικά με τον ακριβή τόπο γέννησής του, με κάποιους να κατονομάζουν τη Τεξαρκάνα[17] και άλλους να γράφουν ότι η παλαιότερη καταγραφή του Τζόπλιν ήταν στην απογραφή του Ιουνίου 1870 στο Λίντεν, στην ηλικία των δύο ετών.[19][7]
Μέχρι το 1880, η οικογένεια Τζόπλιν μετακόμισε στην Τεξαρκάνα του Άρκανσο, όπου ο Τζάιλς εργαζόταν ως εργάτης σιδηροδρόμων και η Φλόρενς ως καθαρίστρια. Καθώς ο πατέρας του Τζόπλιν έπαιζε βιολί για τους αγρότες στις φυτείες της Βόρειας Καρολίνας και η μητέρα του τραγουδούσε και έπαιζε μπάντζο,[12] δόθηκε στον Τζόπλιν στοιχειώδης μουσική εκπαίδευση από την οικογένειά του και από την ηλικία των επτά του επέτρεψαν να παίζει πιάνο όσο η μητέρα του καθάριζε.[7]
Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ο Τζάιλς Τζόπλιν εγκατέλειψε την οικογένεια για μια άλλη γυναίκα και η Φλόρενς αγωνιζόταν να συντηρήσει τα παιδιά της. Η βιογράφος Σούζαν Κέρτις εικάζει ότι η ενθάρρυνση της μουσικής εκπαίδευσης του γιου της από τη Φλόρενς ήταν κρίσιμος παράγοντας για τον χωρισμό της από τον Τζάιλς, ο οποίος ήθελε να κάνει πρακτική ο γιος του μια πρακτική δουλειά που θα συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα.[20]
Σε ηλικία 16 ετών, ο Τζόπλιν έπαιξε σε ένα φωνητικό κουαρτέτο με άλλα τρία αγόρια στην περιοχή της Τεξαρκάνα, παίζοντας επίσης πιάνο. Δίδασκε επίσης κιθάρα και μαντολίνο.[21] Σύμφωνα με έναν οικογενειακό φίλο, ο νεαρός Τζόπλιν ήταν σοβαρός και φιλόδοξος και έπαιζε πιάνο μετά το σχολείο. Αν και τον βοήθησαν κάποιοι ντόπιοι δάσκαλοι, το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του εκπαίδευσης το έλαβε από τον Τζούλιους Βάις, έναν Αμερικανοεβραίο καθηγητή μουσικής γεννημένο στη Γερμανία, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στο Τέξας στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και είχε προσληφθεί ως δάσκαλος μουσικής σε μια πλούσια τοπική οικογένεια επιχειρηματιών.[22] Στον Βάις, όπως περιγράφεται από τον συγγραφέα Τζορτζ Τάουμπερ, «δεν ήταν άγνωστο το φυλετικό μίσος... Όντας Εβραίος στη Γερμανία, συχνά τον χαστούκιζαν και τον αποκαλούσαν «δολοφόνο του Χριστού».[23] Ο Βάις είχε σπουδάσει μουσική σε γερμανικό πανεπιστήμιο και είχε καταγραφεί στα αρχεία της πόλης ως καθηγητής μουσικής. Εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του Τζόπλιν και συνειδητοποιώντας τις τρομερές δυσκολίες της οικογένειας Τζόπλιν, ο Βάις του έκανε μαθήματα δωρεάν. Διδάσκοντας τον Τζόπλιν από την ηλικία των 11 έως 16, ο Βάις τον μύησε στην παραδοσιακή και την κλασική μουσική, συμπεριλαμβανομένης της όπερας. Ο Βάις βοήθησε τον Τζόπλιν να εκτιμήσει τη μουσική τόσο ως «τέχνη όσο και ως ψυχαγωγία»[21] και βοήθησε τη Φλόρενς να πάρει μεταχειρισμένο πιάνο. Σύμφωνα με τη χήρα του Τζόπλιν, Λότι, ο Τζόπλιν δεν ξέχασε ποτέ τον Βάις. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας γίνει διάσημος συνθέτης, ο Τζόπλιν έστελνε στον πρώην δάσκαλό του «χρηματικά δώρα όσο ήταν γέρος και άρρωστος» μέχρι ον θάνατο του Βάις.[22]
Στις νότιες πολιτείες και στο Σικάγο
Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, έχοντας εμφανιστεί σε διάφορες τοπικές εκδηλώσεις ως έφηβος, ο Τζόπλιν εγκατέλειψε τη δουλειά του ως εργάτης σιδηροδρόμων και έφυγε από την Τεξαρκάνα για να γίνει πλανόδιος μουσικός.[24] Λίγα είναι γνωστά για τις τότε κινήσεις του, αν και είναι καταγεγραμμένος τον Ιούλιο του 1891 ως μέλος των Texarkana Minstrels, που συγκέντρωναν χρήματα για ένα μνημείο του Τζέφερσον Ντέιβις, πρόεδρο των πρώην Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής.[7] Ωστόσο, ο Τζόπλιν έμαθε σύντομα ότι οι ευκαιρίες για μαύρους πιανίστες ήταν ελάχιστες. Οι εκκλησίες και οι οίκοι ανοχής ήταν από τις λίγες επιλογές για σταθερή εργασία. Πριν από την εποχή του ράγκταϊμ, ο Τζόπλιν έπαιζε πιάνο σε διάφορες υποβαθμισμένες περιοχές του Νότου. Κάποιοι θεωρούν ότι, εκείνη την εποχή, ζούσε στη Σεντάλια και στο Σεντ Λούις του Μιζούρι.[25][7]
Το 1893, ενώ βρισκόταν στο Σικάγο για τη Διεθνή Έκθεση, ο Τζόπλιν έφτιαξε ένα συγκρότημα στο οποίο έπαιζε κορνέτα και έκανε τις ενορχηστρώσεις. Αν και ελάχιστοι Αφροαμερικανοί συμμετείχαν στην Παγκόσμια Έκθεση, οι μαύροι καλλιτέχνες εξακολουθούσαν να παίζουν σε σαλούν, καφενεία και οίκους ανοχής γύρω από την έκθεση. Η έκθεση είχε 27 εκατομμύρια επισκέπτες και άσκησε βαθιά επίδραση σε πολλούς τομείς της αμερικανικής κουλτούρας, συμπεριλαμβανομένου του ράγκταϊμ. Αν και οι σχετικές πληροφορίες είναι λίγες, πολλές πηγές θεωρούν την Παγκόσμια Έκθεση του Σικάγου υπεύθυνη για τη διάδοση του ράγκταιμ.[7] Ο Τζόπλιν διαπίστωσε ότι η μουσική του, όπως και άλλων μαύρων ερμηνευτών, άρεσε στους επισκέπτες.[26] Μέχρι το 1897, το ράγκταϊμ είχε γίνει μανία στις πόλεις των ΗΠΑ.[27]
Στο Μιζούρι
Το 1894, ο Τζόπλιν πήγε στη Σεντάλια του Μιζούρι. Στην αρχή, έμεινε με την οικογένεια του Άρθουρ Μάρσαλ, ενός 13χρονου αγοριού που αργότερα έγινε μαθητής του Τζόπλιν και επίσης συνθέτης ράγκταϊμ.[7] Δεν υπάρχει καμία καταγραφή ότι ο Τζόπλιν ζούσε στην πόλη μέχρι το 1904, καθώς έβγαζε τα προς το ζην ως πλανόδιος μουσικός.
Υπάρχουν ελάχιστα ακριβή στοιχεία για τις δραστηριότητες του Τζόπλιν εκείνη την εποχή, αν και έπαιζε ως σόλο μουσικός σε χορούς και στα μεγάλα κλαμπ μαύρων στη Σεντάλια, το Black 400 Club και το Maple Leaf Club. Έπαιζε με την Queen City Cornet Band και με τη δική του εξαμελή χορευτική ορχήστρα. Μια περιοδεία με το φωνητικό του συγκρότημα, Texas Medley Quartet, του έδωσε την πρώτη ευκαιρία να δημοσιεύσει τις συνθέσεις του και είναι γνωστό ότι πήγε στο Σίρακιουζ της Νέας Υόρκης και στο Τέξας. Δύο επιχειρηματίες από τη Νέα Υόρκη δημοσίευσαν τα δύο πρώτα έργα του Τζόπλιν, τα "Please Say You Will" και "A Picture of Her Face", το 1895.[7] Η επίσκεψη του Τζόπλιν στο Τεμπλ του Τέξας τού έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιεύσει τρία κομμάτια εκεί το 1896, ανάμεσα στα οποία και το «Great Crush Collision March», που μνημόνευε μια σύγκρουση τρένων στη γραμμή Μιζούρι-Κάνσας-Τέξας στις 15 Σεπτεμβρίου, της οποίας ίσως ήταν μάρτυρας.[28] Ενώ βρισκόταν στη Σεντάλια, ο Τζόπλιν δίδασκε πιάνο σε μαθητές που θα γίνονταν μελλοντικοί συνθέτες ράγκταϊμ: Άρθουρ Μάρσαλ, Μπραν Κάμπελ και Σκοτ Χέιντεν.[29] Ο Τζόπλιν γράφτηκε στο Κολέγιο Τζορτζ Ρ. Σμιθ, όπου φαίνεται ότι σπούδασε «προχωρημένη αρμονία και σύνθεση». Τα αρχεία του κολεγίου καταστράφηκαν σε πυρκαγιά το 1925,[7] αλλά ο βιογράφος Έντουαρντ Μπερλίν σημειώνει ότι είναι απίθανο ένα μικρό κολέγιο για Αφροαμερικανούς να ήταν σε θέση να παρέχει τέτοιο μάθημα.[18][7]
Αν και είχαν κυκλοφορήσει εκατοντάδες κομμάτια ράγκταϊμ μέχρι την κυκλοφορία του "Maple Leaf Rag", ο Τζόπλιν δεν είχε μείνει καθόλου πίσω. Ολοκλήρωσε το πρώτο του δημοσιευμένο κομμάτι ράγκταϊμ, το "Original Rags" το 1897, την ίδια χρονιά που εμφανίστηκε το πρώτο έργο ράγκταϊμ σε έντυπη μορφή, το "Mississippi Rag" του Γουίλιαμ Κρελ. Το "Maple Leaf Rag" ίσως ήταν γνωστό στη Σεντάλια πριν από την κυκλοφορία του το 1899. Ο Μπραν Κάμπελ ισχυρίστηκε ότι είχε δει το χειρόγραφο του έργου γύρω στο 1898.[7] Οι ακριβείς συνθήκες της κυκλοφορίας του "Maple Leaf Rag" είναι άγνωστες οι διάφορες εκδοχές έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσεγγίσεις εκδοτών, ο Τζόπλιν υπέγραψε συμβόλαιο στις 10 Αυγούστου 1899, με τον Τζον Στίλγουελ Σταρκ, πωλητή μουσικών οργάνων που έγινε ο βασικός εκδότης του. Το συμβόλαιο όριζε ότι ο Τζόπλιν θα λάμβανε δικαιώματα 1% από όλες τις πωλήσεις του έργου, με ελάχιστη τιμή πώλησης τα 25 σεντς.[30] Με την αφιέρωση "Στο κλαμπ Maple Leaf" εμφανώς ορατή σε κάποια αντίτυπα, είναι πιθανό το κομμάτι να πήρε το όνομά του από αυτό το κλαμπ, αν και δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να αποδεικνύουν τη σύνδεση και υπάρχουν πολλές άλλες πιθανές πηγές για το όνομα.[31]
Πολλά έχουν ειπωθεί σχετικά με τις πωλήσεις του "Maple Leaf Rag", ένας από τους οποίους ήταν ότι ο Τζόπλιν ήταν ο πρώτος μουσικός που πούλησε 1 εκατομμύριο αντίτυπα ενός κομματιού ορχηστρικής μουσικής.[18] Ο πρώτος βιογράφος του Τζόπλιν, Ρούντι Μπλες, έγραψε ότι κατά τους πρώτους έξι μήνες του το κομμάτι πούλησε 75.000 αντίτυπα και έγινε «η πρώτη μεγάλη ορχηστρική παρτιτούρα στην Αμερική».[32] Ωστόσο, η έρευνα του μετέπειτα βιογράφου Έντουαρντ Α. Μπερλίν υποστήριξε ότι αυτό δεν ίσχυε. Χρειάστηκε ένας χρόνος για να πουληθούν τα πρώτα 400 αντίτυπα και, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου του Τζόπλιν με δικαιώματα 1%, του απέφεραν εισόδημα 4 δολάρια (περίπου 146 δολάρια σε τρέχουσες τιμές). Οι μεταγενέστερες πωλήσεις ήταν σταθερές και απέφεραν στον Τζόπλιν ένα εισόδημα που κάλυπτε τα έξοδά του. Το 1909, οι εκτιμώμενες πωλήσεις θα πρέπει του έδιναν εισόδημα 600 δολάρια ετησίως (περίπου 16.968 δολάρια σε τρέχουσες τιμές).[30]
Το "Maple Leaf Rag" χρησίμευσε ως πρότυπο για τα εκατοντάδες κομμάτια από μελλοντικούς συνθέτες, ειδικά στην ανάπτυξη του κλασικού ράγκταϊμ.[32] Μετά τη δημοσίευση του "Maple Leaf Rag", ο Τζόπλιν σύντομα χαρακτηρίστηκε "βασιλιάς του ράγκταϊμ", κυρίως από τον ίδιο[7] στα εξώφυλλα έργων του όπως "The Easy Winners" και "Elite Syncopations".
Κατά την παραμονή του στο Σεντ Λούις, ο Τζόπλιν συνεργάστηκε με τον Σκοτ Χέιντεν στη σύνθεση τεσσάρων κομματιών.[33] Εκεί δημιούργησε και μερικά από τα πιο γνωστά έργα του, όπως το "The Entertainer", "March Majestic" και το σύντομο θεατρικό έργο "The Ragtime Dance". Το 1901, ο Τζόπλιν παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Μπελ Τζόουνς (1875–1903), κουνιάδα του Σκοτ Χέιντεν. Μέχρι το 1903, η οικογένεια Τζόπλιν είχε μετακομίσει σε ένα σπίτι 13 δωματίων, νοικιάζοντας μερικά δωμάτια ενοίκους, μεταξύ των οποίων και οι πιανίστες-συνθέτες Άρθουρ Μάρσαλ και Σκοτ Χέιντεν. Ο Τζόπλιν δεν δούλευε ως πιανίστας στα σαλούν του Σεντ Λούις, που ήταν συνήθως σημαντική πηγή εισοδήματος για τους μουσικούς, καθώς «πιθανότατα ξεπεράστηκε από τον ανταγωνισμό». Ο βιογράφος Μπερλίν θεωρεί ότι μέχρι το 1903 ο Τζόπλιν είχε ήδη τα πρώτα συμπτώματα σύφιλης, γεγονός που μείωσε τον συντονισμό και τις «πιανιστικές του δεξιότητες».[7][19] Το 1903, πέθανε το μοναχοπαίδι του Τζόπλιν — μια κόρη. Ο Τζόπλιν και η πρώτη του σύζυγος χώρισαν.
Τον Ιούνιο του 1904, ο Τζόπλιν παντρεύτηκε τη Φρέντι Αλεξάντερ από το Λιτλ Ροκ του Άρκανσο, την κοπέλα στην οποία είχε αφιερώσει το έργο του «The Chrysanthemum». Η Φρέντι πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου 1904, από επιπλοκές που προκλήθηκαν από κρυολόγημα, δέκα εβδομάδες μετά τον γάμο τους.[34] Το «Bethena», το πρώτο έργο του Τζόπλιν μετά τον θάνατο της Φρέντι, περιγράφηκε από έναν βιογράφο ως «μαγευτικά όμορφο κομμάτι που συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα ράγκταϊμβαλς».[7]
Εκείνη την εποχή, ο Τζόπλιν δημιούργησε έναν 30μελή θίασο όπερας και ανέβασε την πρώτη του όπερα με τίτλο A Guest of Honor σε εθνική περιοδεία. Δεν είναι βέβαιο πόσες παραστάσεις παίχτηκαν ή ακόμα και αν επρόκειτο για μια αμιγώς μαύρη παράσταση ή για μικτή παραγωγή. Σεην περιοδεία, είτε στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόι, είτε στο Πίτσμπουργκ του Κάνσας, κάποιος έκλεψε τις εισπράξεις από τα ταμεία, με αποτέλεσμα ο Τζόπλιν να αδυνατεί να πληρώσει τη μισθοδοσία και τη διαμονή του θιάσου. Πιστεύεται ότι η παρτιτούρα του A Guest of Honor χάθηκε και ίσως καταστράφηκε επειδή δεν πληρώθηκε το κόστος διαμονής του θιάσου.[35]
Τελευταία χρόνια και θάνατος
Το 1907, ο Τζόπλιν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου πίστευε ότι θα έβρισκε παραγωγό για μια νέα όπερα. Εκεί, ο Τζόπλιν γνώρισε τη Λότι Στόουκς, την οποία παντρεύτηκε το 1909.[33] Το 1911, αδυνατώντας να βρει εκδότη, ο Τζόπλιν ανέλαβε το οικονομικό βάρος να εκδώσει ο ίδιος την όπερα Τριμονίσα σε μορφή πιάνου-φωνής. Το 1915, ως ύστατη προσπάθεια να ανεβάσει την όπερα, κάλεσε λίγα άτομα να την ακούσουν σε μια αίθουσα στο Χάρλεμ. Με κακή σκηνοθεσία και μόνο με τον Τζόπλιν το πιάνο, ήταν «άθλια αποτυχία» για ένα κοινό που δεν ήταν έτοιμο για «ακατέργαστες» μαύρες μουσικές φόρμες—τόσο διαφορετικές από την ευρωπαϊκή μεγάλη όπερα εκείνης της εποχής.[36] Το κοινό, ανάμεσά τους και πιθανοί χορηγοί, αδιαφόρησε και αποχώρησε.[37] Ο Σκοτ γράφει ότι «μετά από μια και μόνη καταστροφική ερμηνεία... ο Τζόπλιν υπέστη κλονισμό. Ήταν χρεοκοπημένος, απογοητευμένος και εξαντλημένος». Συμπεραίνει ότι λίγοι Αμερικανοί καλλιτέχνες της γενιάς του αντιμετώπισαν τέτοια εμπόδια: «Η Τριμονίσα πέρασε απαρατήρητη και δεν έλαβε κριτικές, κυρίως επειδή ο Τζόπλιν είχε εγκαταλείψει την εμπορική υπέρ της έντεχνης μουσικής, ένα πεδίο κλειστό στους Αφροαμερικανούς».[29] Η όπερα ανέβηκε σε πλήρη παράσταση τη δεκαετία του 1970.
Το 1914, ο Τζόπλιν και η Λότι δημοσίευσαν το "Magnetic Rag" μόνοι τους ως Scott Joplin Music Company, εταιρεία την οποία είχε ιδρύσει τον προηγούμενο Δεκέμβριο.[7] Η βιογράφος Βέρα Μπρόντσκι Λόρενς εικάζει ότι ο Τζόπλιν γνώριζε προοδευτική επιδείνωσή του λόγω σύφιλης και ότι «συνειδητά πάλευε ενάντια στο χρόνο». Στις σημειώσεις της στο εξώφυλλο της Τριμονίσα από την Deutsche Grammophon το 1992, σημειώνει ότι «βυθίστηκε πυρετωδώς στο έργο της ενορχήστρωσης της όπεράς του, μέρα και νύχτα, με τον φίλο του Σαμ Πάτερσον να στέκεται αντιγράφοντας τα μέρη, σελίδα σελίδα, μέχρι που ολοκληρώθηκε η παρτιτούρα».[38]
Μέχρι το 1916, ο Τζόπλιν είχε αναπτύξει τριτογενή σύφιλη,[7][39] πιθανότατα νευροσύφιλη. Στις 2 Φεβρουαρίου 1917, εισήχθη σε ψυχιατρικό ίδρυμα στο Μανχάταν.[40] Ο «βασιλιάς του ράγκταϊμ» πέθανε εκεί την 1η Απριλίου από συφιλιδική άνοια σε ηλικία 48 ετών[36][41] και θάφτηκε σε τάφο που έμεινε ανώνυμος επί 57 χρόνια. Ο τάφος του, που βρίσκεται στο νεκροταφείο του Αγίου Μιχαήλ του Ιστ Έλμχερστ, απέκτησε τελικά όνομα το 1974, τη χρονιά που Το κεντρί, η ταινία που παρουσίαζε τη μουσική του, κέρδισε Βραβείο Όσκαρ καλύτερης ταινίας[42] σε σύνολο επτά Όσκαρ που απέσπασε.[43]
Έργα
Ο συνδυασμός της κλασικής μουσικής, της μουσικής ατμόσφαιρας στην περιοχή της Ταξαρκάνα (όπως τραγούδια εργασίας, ύμνοι γκόσπελ, σπιρίτσουαλ και χορευτική μουσική) και το φυσικό ταλέντο του Τζόπλιν έχουν αναφερθεί ως συνεισφορά στη δημιουργία του ράγκταϊμ: ενός νέου στιλ που συνδύαζε αφροαμερικανικά μουσικά είδη με ευρωπαϊκές φόρμες και μελωδίες και έγινε για πρώτη φορά δημοφιλές τη δεκαετία του 1890.[20]
Όταν ο Τζόπλιν μάθαινε πιάνο, οι σοβαροί μουσικοί κύκλοι καταδίκαζαν το ράγκταϊμ λόγω της σύνδεσής του με χυδαία τραγούδια.[44] Ως συνθέτης, ο Τζόπλιν βελτίωσε το ράγκταϊμ, ανυψώνοντάς το πάνω από τη χαμηλή και ακατέργαστη φόρμα των «πλανόδιων πιανιστών... που παίζουν απλή χορευτική μουσική».[45] Αυτή η νέα μορφή τέχνης, το κλασικό ράγκταϊμ, ήταν το πάντρεμα της αφροαμερικανικής λαϊκής μουσικής και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού του 19ου αι., με αρμονικά σχήματα και ρυθμούς που θύμιζαν εμβατήριο.[33][46] Σύμφωνα με τα λόγια ενός κριτικού: «Το ράγκταϊμ ήταν βασικά... μια αφροαμερικανική εκδοχή της πόλκας, ή κατ' αναλογία, του εμβατηρίου τύπου Σούζα».[47] Με αυτό ως βάση, ο Τζόπλιν σκόπευε να παίζονται οι συνθέσεις του ακριβώς όπως τις έγραψε — χωρίς αυτοσχεδιασμό.[29] Ο Τζόπλιν έγραψε τα έργα του ως "κλασική" μουσική σε μινιατούρα για να ανυψώσει το ράγκταϊμ πάνω από το επίπεδο του "φτηνού μπορντέλου" και παρήγαγε έργο που η ιστορικός της όπερας Ελίζ Κερκ περιέγραψε ως "πιο μελωδικό, αντιστικτικό, μεταδοτικό και αρμονικά πολύχρωμο από οποιοδήποτε άλλο έργο της εποχής".[25]
Κάποιοι εικάζουν ότι τα έργα του Τζόπλιν επηρεάστηκαν από τον κλασικοτραφή Γερμανό δάσκαλο μουσικής Τζούλιους Βάις, ο οποίος μπορεί να μετέδωσε τη ρυθμική ευαισθησία της πόλκας στον 11χρονο Τζόπλιν.[48] Όπως το έθεσε ο Κέρτις, «ο μορφωμένος Γερμανός μπορούσε να ανοίξει την πόρτα σε έναν κόσμο μάθησης και μουσικής τον οποίο ο νεαρός Τζόπλιν αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό».[44]
Η πρώτη και πιο σημαντική επιτυχία του Τζόπλιν, το "Maple Leaf Rag", περιγράφηκε ως το αρχέτυπο του κλασικού ράγκταϊμ και επηρέασε τους συνθέτες που ακολούθησαν τουλάχιστον 12 χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία, χάρη στα ρυθμικά μοτίβα, τις μελωδικές γραμμές και την αρμονία του.[32] Ωστόσο, με εξαίρεση τον Τζόζεφ Λαμ και τον Τζέιμς Σκοτ, δεν κατάφεραν να το διευρύνουν.[49] Ο Τζόπλιν χρησιμοποίησε το "Maple Leaf Rag" ως έμπνευση για επόμενα έργα όπως "The Cascades" το 1903, "Leola" το 1905, "Gladiolus Rag" το 1907 και "Sugar Cane Rag" το 1908. Ενώ χρησιμοποίησε παρόμοια αρμονικά και μελωδικά μοτίβα,[7] οι μεταγενέστερες συνθέσεις δεν ήταν απλά αντίγραφα αλλά σαφώς νέα έργα.[7]
Τριμονίσα
Η όπερα λαμβάνει χώρα τον Σεπτέμβριο του 1884, σε μια πρώην κοινότητα σκλάβων σε ένα απομονωμένο δάσος κοντά στην πόλη Τεξαρκάνα όπου έζησε ο Τζόπλιν ως παιδί Κεντρικός χαρακτήρας είναι μια 18χρονη γυναίκα, η Τριμονίσα,[50] η οποία μαθαίναι ανάγνωση από μια λευκή και στη συνέχεια στρέφει την κοινότητά της ενάντια στους απατεώνες που εκμεταλλεύονται την άγνοια και τη δεισιδαιμονία. Η Τριμονίσα απάγεται με σκοπό να πεταχτεί σε μια σφηκοφωλιά, αλλά διασώζεται από τον φίλο της, τον Ρέμο. Η κοινότητα συνειδητοποιεί την αξία της παιδείας και τους κινδύνους της άγνοιας και επιλέγει την Τριμονίσα ως δασκάλα και ηγέτη.[7][51][52]
Ο Τζόπλιν έγραψε τόσο τη μουσική όσο και το λιμπρέτο της όπερας, η οποία ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη μορφή της ευρωπαϊκής όπερας με πολλές συμβατικές άριες και χορωδιακά μέρη. Επιπλέον, τα θέματα της δεισιδαιμονίας και του μυστικισμού που είναι εμφανή στην Τριμονίσα είναι κοινά στην οπερατική παράδοση και ορισμένες πτυχές της πλοκής απηχούν το έργο του Γερμανού συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ (το οποίο ήταν γνωστό στον Τζόπλιν). Ένα ιερό δέντρο κάτω από το οποίο κάθεται η Τριμονίσα θυμίζει το δέντρο από το οποίο ο Ζίγκμουντ παίρνει το μαγεμένο σπαθί του στη Βαλκυρία και η επανάληψη της προέλευσης της ηρωίδας φέρνει στο μυαλό την όπερα Ζίγκφριντ. Επιπλέον, τα αφροαμερικανικές λαϊκά παραμύθια επηρεάζουν την ιστορία - το περιστατικό της σφηκοφωλιάς είναι παρόμοιο με ένα παραμύθι για ένα κουνέλι που εξαπατά τους ανθρώπους.[7]
Η Τριμονίσα δεν είναι ράγκταϊμ όπερα — επειδή ο Τζόπλιν χρησιμοποιούσε τα στιλ του ράγκταϊμ και άλλων μαύρων μουσικών με φειδώ, χρησιμοποιώντας τα για να μεταδώσει «φυλετικό χαρακτήρα» και για να τιμήσει τη μουσική της παιδικής του ηλικίας στα τέλη του 19ου αι.[7]
Ο Μπερλίν κάνει παραλληλισμούς μεταξύ της πλοκής και της ζωής του ίδιου του Τζόπλιν. Σημειώνει ότι η Λότι Τζόπλιν (τρίτη σύζυγος του συνθέτη) συνέκρινε την επιθυμία της Τριμονίσας να βγάλει τον λαό της από την άγνοια και της αντίστοιχης επιθυμίας του συνθέτη. Επιπλέον, εικάζεται ότι η Τριμονίσα συμβολίζει τη Φρέντι, δεύτερη σύζυγο του Τζόπλιν, επειδή ο μήνας στον οποίο υποτίθεται ότι εκτυλίσσεται η όπερα ίσως ήταν ο μήνας της γέννησής της.[7]
Την εποχή της δημοσίευσης της όπερας το 1911, το American Musician and Art Journal την εκθείασε ως «μια εντελώς νέα μορφή οπερατικής τέχνης».[7] Μεταγενέστεροι κριτικοί επίσης εκθείασαν την όπερα ως κατέχουσα ξεχωριστή θέση στην αμερικανική ιστορία, με την ηρωίδα της να είναι «μια απίστευτα πρωτοποριακή φωνή για τα σύγχρονα πολιτικά δικαιώματα, ιδίως τη σημασία της παιδείας και της γνώσης στην πρόοδο των Αφροαμερικανών».[53] Παρόμοιο είναι και ο συμπέρασμα του Κέρτις: "Στο τέλος, η Τριμονίσα πρόσφερε φόρο τιμής στον γραμματισμό, τη μάθηση, τη σκληρή δουλειά και την αλληλεγγύη της κοινότητας ως την καλύτερη συνταγή για την προώθηση της φυλής".[52] Ο Μπερλίν την περιγράφει ως «ωραία όπερα, σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα από τις περισσότερες όπερες που γράφονταν τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες», αλλά αργότερα δηλώνει ότι το λιμπρέτο του Τζόπλιν δείχνει ότι ο συνθέτης «δεν ήταν ικανός δραματουργός», σε σχέση με την ποιότητα της μουσικής.[7]
Όπως ανακάλυψε ο Ρικ Μπέντζαμιν, ιδρυτής και διευθυντής της Paragon Ragtime Orchestra, ο Τζόπλιν κατάφερε να ανεβάσει την Τριμονίσα και να κόψει εισιτήρια στο Νιου Τζέρσεϊ το 1913.[54]
Ερμηνευτικές δεξιότητες
Οι δεξιότητες του Τζόπλιν ως πιανίστα περιγράφηκαν με λαμπερά λόγια από μια εφημερίδα της Σεντάλια το 1898, και οι επίσης συνθέτες ράγκταϊμ Άρθουρ Μάρσαλ και Τζο Τζόρνταν έλεγαν ότι έπαιζε καλά το όργανο.[33] Ωστόσο, ο γιος του εκδότη Τζον Σταρκ δήλωσε ότι ο Τζόπλιν ήταν μάλλον μέτριος πιανίστας και συνέθετε στο χαρτί και όχι στο πιάνο. Ο Άρτι Μάθιους θυμήθηκε την «απόλαυση» που αντλούσαν οι παίκτες του Σεντ Λούις συναγωνιζόμενοι τον Τζόπλιν στην ερμηνεία.[55]
Ενώ ο Τζόπλιν δεν έκανε ποτέ ηχογράφηση, το παίξιμό του διατηρείται σε επτά ρολά χαρτί για πιανόλα. Και τα επτά δημιουργήθηκαν το 1916. Τα έξι από αυτά παρουσιάζουν στοιχεία επεξεργασίας για να διορθώσουν την απόδοση σε αυστηρό ρυθμό και να προσθέσουν διακοσμητικά στοιχεία.[56][57] Ο Μπερλίν θεωρεί πως όταν πήγε στο Σεντ Λούις, ο ο Τζόπλιν ίσως είχε νιώσει τον αποσυντονισμό των δακτύλων του, τρέμουλο και αδυναμία να μιλήσει καθαρά - συμπτώματα της σύφιλης από την οποία πέθανε το 1917.[7] Ο βιογράφος Μπλες περιέγραψε τη δεύτερη ηχογράφηση του "Maple Leaf Rag" στην εταιρεία UniRecord από τον Ιούνιο του 1916 ως "σοκαριστική... αποδιοργανωμένη και εντελώς οδυνηρή στο αυτί".[28]
Κληρονομιά
Ο Τζόπλιν και οι άλλοι συνθέτες του ράγκταϊμ ανανέωσαν την αμερικανική λαϊκή μουσική, ενισχύοντας την εκτίμηση για την αφροαμερικανική μουσική στους Ευρωαμερικανούς και δημιουργώντας συναρπαστικές και απελευθερωτικές χορευτικές μελωδίες. "Το ράγκταϊμ του Τζόπλιν εξέφραζε την ένταση και την ενέργεια μιας σύγχρονης αστικής Αμερικής".[29]
Ο Τζόσουα Ρίφκιν, κορυφαίος καλλιτέχνης ηχογραφήσεων του Τζόπλιν, έγραψε: «Μια διάχυτη αίσθηση λυρισμού εμποτίζει το έργο του, ακόμη και στις πιο ενθουσιώδεις του στιγμές, δεν μπορεί να καταπνίξει μια υποψία μελαγχολίας ή αντιξοότητας... Ελάχιστα κοινά είχε με τη γρήγορο και φανταχτερή σχολή ράγκταϊμ που αναπτύχθηκε μετά από αυτόν».[58] Ο ιστορικός Μπιλ Ράερσον προσθέτει ότι «στα χέρια αυθεντικών επαγγελματιών όπως ο Τζόπλιν, το ράγκταϊμ ήταν μια πειθαρχημένη μορφή, ικανή για εκπληκτική ποικιλία και λεπτότητα... Ο Τζόπλιν έκανε για το ράγκταϊμ ό,τι έκανε ο Σοπέν για τη μαζούρκα. Το στιλ του κυμαινόταν από τόνους μαρτυρίου σε εκπληκτικές σερενάτες που ενσωματώνουν το μπολερό και το τάνγκο».[37] Η βιογράφος Σούζαν Κέρτις έγραψε ότι η μουσική του Τζόπλιν είχε συμβάλει στην «επανάσταση της αμερικανικής μουσικής και κουλτούρας» αφαιρώντας τους βικτοριανούς περιορισμούς.[59]
Ο συνθέτης και ηθοποιός Μαξ Μόραθ βρήκε εντυπωσιακό το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των έργων του Τζόπλιν δεν απολάμβανε τη δημοτικότητα του "Maple Leaf Rag".[49] Ο Τζόπλιν προφανώς συνειδητοποιούσε ότι η μουσική του ήταν μπροστά από την εποχή της. Ο ιστορικός μουσικής Ίαν Γουίτκομ αναφέρει ότι ο Τζόπλιν «θεωρούσε πως το "Maple Leaf Rag" θα τον έκανε "βασιλιά του ράγκταϊμ", αλλά ήξερε επίσης ότι δεν θα γινόταν λαϊκός ήρωας όσο ζούσε. "Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό μου θα με αναγνωρίσουν", είχε πει σε έναν φίλο του». Λίγο περισσότερα από τριάντα χρόνια αργότερα αναγνωρίστηκε, και αργότερα ο ιστορικός Ρούντι Μπλες έγραψε ένα μεγάλο βιβλίο για το ράγκταϊμ, το οποίο αφιέρωσε στη μνήμη του Τζόπλιν.[45]
Στο τέλος του ζωής του, παρόλο που ήταν απένταρος και απογοητευμένος, ο Τζόπλιν έθεσε τα πρότυπα για τις συνθέσεις ράγκταϊμ και έπαιξε βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της μουσικής ράγκταϊμ. Ως πρωτοπόρος συνθέτης και ερμηνευτής, βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για να προσεγγίσουν οι νέοι μαύροι καλλιτέχνες το αμερικανικό κοινό όλων των φυλών. Μετά τον θάνατό του, ο ιστορικός της τζαζ Φλόιντ Λιβάιν σημείωσε: "Οι λίγοι που συνειδητοποίησαν το μεγαλείο του έσκυψαν το κεφάλι με θλίψη. Αυτός ήταν ο θάνατος του βασιλιά όλων των συνθετών του ράγκταϊμ".[60]
Μουσείο
Το σπίτι που νοίκιαζε ο Τζόπλιν στο Σεντ Λούις από το 1900 έως το 1903 αναγνωρίστηκε ως Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο το 1976 και διασώθηκε από την τοπική αφροαμερικανική κοινότητα. Το 1983, η Υπηρεσία Φυσικών Πόρων του Μιζούρι το έκανε την πρώτη ιστορική τοποθεσία στο Μιζούρι αφιερωμένη στην αφροαμερικανική κληρονομιά.[61]
Αναβίωση
Μετά το θάνατό του το 1917, η δημοτικότητα της μουσικής του Τζόπλιν και του ράγκταϊμ γενικότερα μειώθηκε, καθώς εμφανίστηκαν νέα μουσικά στιλ όπως η τζαζ. Ωστόσο, τζαζ σχήματα και καλλιτέχνες όπως ο Τόμι Ντόρσεϊ το 1936, Τζέλι Ρολ Μόρτον το 1939 και ο Τζ. Ράσελ Ρόμπινσον το 1947 κυκλοφόρησαν ηχογραφήσεις συνθέσεων του Τζόπλιν. Το "Maple Leaf Rag" είναι το συχνότερα ηχογραφημένο κομμάτι του Τζόπλιν σε δίσκους 78 στροφών.
Τη δεκαετία του 1960, σημειώθηκε μια μικρής κλίμακας ανανέωση του ενδιαφέροντος για το κλασικό ράγκταϊμ σε κάποιους Αμερικανούς μελετητές της μουσικής, όπως οι Γουίλιαμ Μπόλκομ, Γουίλιαμ Όλμπραϊτ και Ρούντι Μπλες. Η εταιρεία Audiophile Records κυκλοφόρησε ένα σετ δύο δίσκων, των The Complete Piano Works of Scott Joplin και The Greatest of Ragtime Composers, ερμηνευμένων από τον Νόκι Πάρκερ το 1970.[62]
Το 1968, οι Μπόλκομ και Όλμπραϊτ μύησαν τον νέο μουσικολόγο Τζόσουα Ρίφκιν, στο έργο του Τζόπλιν. Μαζί, παρουσίασαν βραδιές ράγκταϊμ και τζαζ στο ραδιόφωνο του WBAI.[63] Τον Νοέμβριο του 1970, ο Ρίφκιν κυκλοφόρησε μια ηχογράφηση με τίτλο Scott Joplin: Piano Rags[64] στην κλασικήδισκογραφική εταιρεία Nonesuch, η οποία πούλησε 100.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο και τελικά έγινε ο πρώτος δίσκος της Nonesuch με πωλήσεις εκατομμυρίων.[65] Ο κατάλογος Best-Selling Classical LPs του Billboard για τις 28 Σεπτεμβρίου 1974, έχει τον δίσκο στο νούμερο 5 και το "Νούμερο 2" στο νούμερο 4. Ξεχωριστά, και οι δύο τόμοι έμειναν στον κατάλογο 64 εβδομάδες. Στις επτά πρώτες θέσεις αυτού του καταλόγου, έξι από τις συμμετοχές ήταν ηχογραφήσεις έργων του Τζόπλιν, τρεις από τις οποίες από τον Ρίφκιν.[66] Για πρώτη φορά τα δισκοπωλεία έβαλα το ράγκταϊμ στο τμήμα της κλασικής μουσικής. Το άλμπουμ προτάθηκε το 1971 για δύο κατηγορίες βραβείων Γκράμι. Ο Ρίφκιν ήταν υποψήφιος και για ένα τρίτο Γκράμι για μια ηχογράφηση που δεν είχε σχέση με τον Τζόπλιν, αλλά στην τελετή στις 14 Μαρτίου 1972, ο Ρίφκιν δεν κέρδισε κανένα βραβείο.[67] Έκανε περιοδεία το 1974, η οποία περιελάμβανε εμφανίσεις στην τηλεόραση του BBC και μια συναυλία στο Royal Festival Hall του Λονδίνου.[68] Το 1979, ο Άλανα Ριτς έγραψε στο περιοδικό New York ότι δίνοντας σε καλλιτέχνες όπως ο Ρίφκιν την ευκαιρία να βάλουν τη μουσική του Τζόπλιν σε δίσκο, η Nonesuch Records «έφερε, σχεδόν από μόνη της, την αναβίωση του Σκοτ Τζόπλιν».[69]
Τον Ιανουάριο του 1971, ο Χάρολντ Σ. Σένμπεργκ, μουσικοκριτικός στην εφημερίδα The New York Times, ακούγοντας το άλμπουμ του Ρίφκιν, έγραψε ένα χαρακτηριστικό κυριακάτικο άρθρο με τίτλο "Scholars, Get Busy on Scott Joplin!"[70] Αυτό το κάλεσμα του Σένμπεργκ έχει περιγραφεί ως ο καταλύτης για να καταλήξουν οι μελετητές της κλασικής μουσικής, με τους οποίους ο Τζόπλιν ερχόταν αντιμέτωπος σε όλη του τη ζωή, στο συμπέρασμα ότι ο Τζόπλιν ήταν ιδιοφυΐα.[71] Η Βέρα Μπρόντσκι Λόρενς της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης δημοσίευσε σε δύο μέρη τα άπαντα του Τζόπλιν τον Ιούνιο του 1971, με τίτλο The Collected Works of Scott Joplin, κεντρίζοντας ευρύτερο ενδιαφέρον για την απόδοση της μουσικής του Τζόπλιν.
Στα μέσα Φεβρουαρίου 1973, υπό τη διεύθυνση του Γκάνθερ Σούλερ, το New England Conservatory Ragtime Ensemble ηχογράφησε ένα άλμπουμ με έργα ράγκταϊμ του Joplin με τίτλο Joplin: The Red Back Book. Το άλμπουμ κέρδισε βραβείο Γκράμι Καλύτερης Μουσικής Δωματίου εκείνη τη χρονιά και έγινε το κορυφαίο κλασικό άλμπουμ του περιοδικού Billboard του 1974.[72] Στη συνέχεια, το συγκρότημα ηχογράφησε δύο ακόμη άλμπουμ στην Golden Crest Records: More Scott Joplin Rags το 1974 και The Road From Rags To Jazz το 1975.
Το 1973, ο κινηματογραφικός παραγωγόςΤζορτζ Ρόι Χιλ επικοινώνησε με τον Σούλερ και τον Ρίφκιν χωριστά, ζητώντας τους να γράψουν τη μουσική για ένα έργο στο οποίο δούλευε: Το κεντρί. Και οι δύο απέρριψαν το αίτημα λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Αντίθετα, ο Χιλ βρήκε διαθέσιμο τον Μάρβιν Χάμλις και τον προσέλαβε ως συνθέτη.[73] Ο Χάμλις διασκεύασε ελαφρά τη μουσική του Τζόπλιν για Το κεντρί, για το οποίο κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης στις 2 Απριλίου 1974.[74] Η εκδοχή του κομματιού "The Entertainer" έφτασε στο νούμερο 3 στο Billboard Hot 100 και στο αμερικανικό μουσικό chart Top 40 στις 18 Μαΐου 1974,[75][76] ωθώντας την εφημερίδα The New York Times να γράψει: "Όλη η χώρα έχει αρχίσει να το προσέχει".[68] Χάρη στην ταινία και τη μουσική της, η δουλειά του Τζόπλιν έγινε γνωστή στον κόσμο τόσο της ποπ όσο και της κλασικής μουσικής και έγινε (σύμφωνα με το μουσικο περιοδικο Record World) το «κλασικό φαινόμενο της δεκαετίας».[77] Ο Ρίφκιν είπε αργότερα για το σάουντρακ της ταινίας ότι ο Χάμλις πήρε τις προσαρμογές του στο πιάνο απευθείας από το στιλ του Ρίφκιν και τις προσαρμογές του συγκροτήματος από το στιλ του Σούλερ.[73] Ο Σούλερ είπε ότι ο Χάμλις "πήρε Όσκαρ για μουσική που δεν έγραψε (μιας και είναι του Τζόπλιν), καθώς και ενορχηστρώσεις και "εκδόσεις" που δεν έκανε. Πολλοί ενοχλήθηκαν από αυτό, αλλά έχει είναι οι σόου μπιζ!" [73]
Στις 22 Οκτωβρίου 1971, αποσπάσματα από την Τριμονίσα παρουσιάστηκαν σε μορφή συναυλίας στο Lincoln Center, με μουσικές ερμηνείες από τους Μπόλκομ, Ρίφκιν και Μαίρη Λου Γουίλιαμς που συνόδευαν μια ομάδα τραγουδιστών.[78] Τελικά, στις 28 Ιανουαρίου 1972, η ενορχήστρωση της Τριμονίσας από τον Τ. Τζ. Άντερσον παρουσιάστηκε για δύο συνεχόμενες βραδιές, με χορηγία του Αφροαμερικανικού Μουσικού Εργαστηρίου του Morehouse College στην Ατλάντα, με τραγουδιστές που συνοδεύονταν από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ατλάντας[79] υπό τη διεύθυνση του Ρόμπερτ Σο και σε χορογραφία της Κάθριν Ντάναμ. Ο Σένμπεργκ παρατήρησε τον Φεβρουάριο του 1972 ότι η «αναβίωση του Σκοτ Τζόπλιν» εξακολουθούσε να εξελίσσεται.[80] Τον Μάιο του 1975, η Τριμονίσα ανέβηκε ως πλήρης παράσταση όπερας από τη Μεγάλη Όπερα του Χιούστον. Ο θίασος περιόδευσε για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε επί οκτώ εβδομάδες στη Νέα Υόρκη στο Θέατρο Palace του Μπρόντγουεϊ τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. Αυτή η παράσταση σκηνοθετήθηκε από τον Γκάνθερ Σούλερ.[79]
Το 1974, το Βασιλικό Μπαλέτο του Μπέρμιγχαμ υπό τον σκηνοθέτη Κένεθ Μακμίλαν δημιούργησε το Elite Syncopations, ένα μπαλέτο βασισμένο σε μελωδίες του Τζόπλιν και άλλων συνθετών της εποχής.[81] Εκείνη τη χρονιά έγινε και η πρεμιέρα από το Los Angeles Ballet του Red Back Book, σε χορογραφία του Τζον Κλίφορντ με ράγκταϊμ έργα του Τζόπλιν από την ομώνυμη συλλογή.[82]
Άλλα βραβεία και αναγνώριση
1970: Ο Τζόπλιν εισήχθη στο Songwriters Hall of Fame από την Εθνική Ακαδημία Ποπ Μουσικής.[83]
1976: Ο Τζόπλιν τιμήθηκε με βραβείο Πούλιτζερ ειδικής μνείας που απονέμεται μεταθανάτια «για τη συνεισφορά του στην αμερικανική μουσική».[84][85]
1977: Η Motown Productions γύρισε το Scott Joplin, μια βιογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μπίλι Ντι Γουίλιαμς ως Τζόπλιν, που κυκλοφόρησε από τη Universal Pictures.
1982: Κυκλοφόρησε ο δίσκος Χαμηλή πτήση του Λουκιανού Κηλαηδόνη που περιέχει το τραγούδι "Το πάρτι", στους στίχους του οποίου μνημονεύεται ο Τζόπλιν ανάμεσα σε άλλες προσωπικότητες: Να 'ρθει ο Τζιν Κέλι / Να 'ρθει ο Σκοτ Τζόπλιν / και ξαφνικά να μπουκάρει ο Ζορό.[86]
1983: Το Ταχυδρομείο των Ηνωμένων Πολιτειών εξέδωσε γραμματόσημο με τον συνθέτη ως μέρος της αναμνηστικής σειράς Black Heritage.[87]
1989: Ο Τζόπλιν έλαβε ένα αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Σεντ Λούις.[88]
2002: Μια συλλογή από εμηνείες του ίδιου του Τζόπλιν που ηχογραφήθηκαν σε ρολά χαρτί για πιανόλα τη δεκαετία του 1900 συμπεριλήφθηκε στο Εθνικό Μητρώο Ηχογραφήσεων της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.[89]
2012: Ένας κρατήρας στον πλανήτη Ερμή ονομάστηκε προς τιμήν του.[90]
↑Timothy Baumann, et al. "Interpreting Uncomfortable History at the Scott Joplin House State Historic Site in St. Louis, Missouri." The Public Historian 33.2 (2011): 37–66. onlineΑρχειοθετήθηκε April 20, 2016, στο Wayback Machine.
↑The Complete Piano Works of Scott Joplin, The Greatest of Ragtime Composers, John W. (Knocky) Parker, piano. Audiophile Records (1970) AP 71–72
↑«Joplin». Gazetteer of Planetary Nomenclature. NASA. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2022.
↑«FAQ | Joplin». joplinapp.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2023.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Βιβλία
Blesh, Rudi (1981). "Scott Joplin: Black-American Classicist". In Lawrence, Vera Brodsky (ed.). Scott Joplin – Complete Piano Works. New York Public Library. ISBN 0-87104-272-X.
Berlin, Edward A. (1994). King of Ragtime: Scott Joplin and His Era. Oxford University Press. ISBN 0-19-510108-1 – via Internet Archive.
Crawford, Richard (2001). America's Musical Life: A History. W. W. Norton & Co. ISBN 0-393-04810-1.
Curtis, Susan (1999). Christensen, Lawrence O. (ed.). Dictionary of Missouri Biography. University of Missouri Press. ISBN 0-8262-1222-0. Retrieved October 2, 2009.
Curtis, Susan (2004). Dancing to a Black Man's Tune: A Life of Scott Joplin. University of Missouri Press. ISBN 0-8262-1547-5.
Davis, Francis (1995). The History of the Blues:The Roots, the Music, the People. Hyperion. ISBN 0-306-81296-7.
Howat, Roy (1986). Debussy in Proportion: A Musical Analysis. Cambridge University Press. ISBN 0-521-31145-4. Retrieved April 17, 2009.
Jasen, David A.; Trebor Jay Tichenor (1978). Rags and Ragtime: A Musical History. New York: Dover Publications, Inc. p. 88. ISBN 0-486-25922-6.
Jasen, David A. (1981). "Discography of 78 rpm Records of Joplin Works". In Lawrence, Vera Brodsky (ed.). Scott Joplin Complete Piano Works. New York Public Library. ISBN 0-87104-272-X.
Kirk, Elise Kuhl (2001). American Opera. University of Illinois Press. ISBN 0-252-02623-3.
Lawrence, Vera Brodsky, ed. (1971). Scott Joplin Complete Piano Works. New York Public Library. ISBN 0-87104-242-8.
Levin, Floyd (2002). Classic Jazz: A Personal View of the Music and the Musicians. University of California Press. ISBN 978-0-520-23463-5.
McElhone, Kevin (2004). Mechanical Music (2 ed.). Osprey Publishing. ISBN 0-7478-0578-4. Retrieved April 16, 2009.
Morath, Max (2005). Kirchner, Bill (ed.). The Oxford Companion to Jazz. Oxford University Press. ISBN 0-19-518359-2.
Philip, Robert (1998). Rowland, David (ed.). The Cambridge Companion to the Piano. Cambridge Companions to Music (Illustrated, reprint ed.). Cambridge University Press. ISBN 0-521-47986-X. Retrieved April 17, 2009.
Scott, William B.; Rutkoff, Peter M. (2001). New York Modern: The Arts and the City. Johns Hopkins University Press. ISBN 0-8018-6793-2.
Ping-Robbins, Nancy R. (1998). Scott Joplin: a guide to research. Psychology Press. ISBN 0-8240-8399-7. Retrieved March 20, 2009.
Siepmann, Jeremy (1998). The Piano: The Complete Illustrated Guide to the World's Most Popular Musical Instrument. Hal Leonard Corporation. ISBN 0-7935-9976-8.
Ryerson, Bill; Joplin, Scott (1973). Best of Scott Joplin: a Collection of Original Ragtime Piano Compositions. C. Hansen Music and Books. ISBN 0-8494-0581-5.
Waldo, Terry (1976). This Is Ragtime. New York: Hawthorn Books, Inc. ISBN 0-8015-7618-0.
Whitcomb, Ian (1986). After the Ball. Hal Leonard Corp. ISBN 0-87910-063-X.
Williams, Martin, ed. (1987). The Smithsonian Collection of Classic Jazz. Smithsonian Institution Press. ISBN 0-393-99342-6.
Ιστότοποι
Berlin, Edward A. (1998). «A Biography of Scott Joplin». The Scott Joplin International Ragtime Foundation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2009.