Η Σίφνος Ι είναι έργο του Έλληνα καλλιτέχνη Παναγιώτη Τέτση. Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά διαστάσεων 138x138 εκ., την οποία ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε κατά το διάστημα 1971-1972. Η Σίφνος είναι ένα από τα πρώτα έργα της σειράς τοπίων του ομώνυμου νησιού, μιας θεματικής ομάδας που αποτελεί μεγάλο μέρος του συνόλου του έργου του Τέτση και η οποία τον απασχόλησε από το 1966 έως το 1978. Η δημιουργία αυτή εκτίθεται στο Παράρτημα Κέρκυρας της Εθνικής Πινακοθήκης και Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.[1]
Η Σίφνος του Τέτση
Το συγκεκριμένο έργο ανταποκρίνεται στην ώριμη περίοδο της δημιουργίας του Τέτση. Το κυκλαδίτικο νησί αποτελεί ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε αρκετούς πίνακες του καλλιτέχνη, ο οποίος τύγχανε συχνός επισκέπτης του,[2] απεικονίζοντας μέσα από το εικαστικό του έργο διάφορα τοπία της Σίφνου με κύρια γνωρίσματά του η σχέση του φωτός με το ανάγλυφο της επιφάνειας και τη δυναμική του χρώματος.[1]
Το πράσινο και το βαθύ καφέ της γης λαμβάνουν πιο σκούρες αποχρώσεις ώστε να αποδώσουν την ένταση του μεσημεριάτικου φωτός. Οι αξίες του μαύρου θα αποδοθούν σε ένα μονοχρωματικό, μεγάλων διαστάσεων τόπο της Σίφνου. Στην ενότητα της Σίφνου έχει περισσότερο από όλους τους κύκλους της ζωγραφικής του χρησιμοποιήσει όλο το οπλοστάσιό του. Το έργο Σίφνος Ι χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη εξπρεσιονιστική διάθεση του Τέτση.
Στυλ και επιρροές
Ο Τέτσης διαμόρφωσε μια προσωπική αντίληψη του εξπρεσιονισμού. Τα έργα του περιλαμβάνουν σκηνές της καθημερινότητας, προσωπογραφίες, τοπία αλλά και νεκρή φύση. Στα έργα του παρατηρείται μια σημαντική μέριμνα στα χρώματα και στο φως. Πέραν από τη ζωγραφική, ο Τέτσης ασχολήθηκε και με τη χαρακτική αλλά και με τη δημιουργία τοιχογραφιών σε εκκλησίες και δημόσια κτήρια.[3][4] Ο Τέτσης έθεσε από νωρίς ως έναν από τους κύριους άξονες του έργου του, τη μελέτη της έντασης του φωτός και τη μεταμόρφωσή του σε χρώμα και ζωγραφικές αξίες. Όπως αναφέρει η Ελένη Βακαλό «Το σημαινόμενο της ζωγραφικής του δεν είναι η ιστόρηση του θέματος (η παράσταση και το νόημά της) αλλά η ίδια η ζωγραφική. Σημαίνον και σημαινόμενο ταυτίζονται»[5] ενώ σύμφωνα με την Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «Το ελληνικό φως, σύμφωνα με το ζωγράφο, «ισοπεδώνει δημοκρατικά» τους τόνους και ξεθωριάζει τα δυνατά χρώματα. Πώς να παραμείνεις πιστός σε δύο αντίπαλες ερωμένες; στην ζωγραφική του βλέμματος, που έχει ν' αναμετρηθεί μ΄ένα αμείλικτο φως και στην ζωγραφική του χρώματος, που φιλοδοξεί να διατηρήσει την καθαρότητα και την ένταση του τόνου; Ο ζωγράφος κατάφερε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Δημιούργησε έτσι μια ζωγραφική ελληνική, που είναι ταυτόχρονα φωτοτροπική και χρωματική.»[6]
Παραπομπές
Πηγές
- Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου,Εθνική Πινακοθήκη 100 χρόνια β΄έκδοση, Αθήνα 2001, ISBN 960 7791 02 9
- Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Έργα Τέχνης από τη συλλογή της Βουλής των Ελλήνων β΄ αναθεωρημένη έκδοση, 2010, ISBN 978 960 6757 29 7
- Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, "Π. Τέτσης, Ζωγραφική", β΄ έκδοση 2002
- Γκαλερί Νέες Μορφές, "Π.Τέτσης", β΄ έκδοση, Αθήνα 1999, ISBN 960 86381 0 0
Εξωτερικοί σύνδεσμοι