Το βιβλίο Προς υπεράσπιση του Αναρχισμού (αγγλικά: In Defense of Anarchism) γράφτηκε από τον φιλόσοφο Ρόμπερτ-Πολ Βολφ και είναι έργο «κλασικό» της δεκαετίας του 1960.[2] Σύμφωνα με τον Βολφ, η εξουσία του σύγχρονου κράτους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, διότι έρχεται σε σύγκρουση με την ιδέα της αυτονομίας του ατόμου. Η σύγκρουση μεταξύ της κρατικής εξουσίας και της ατομικής αυτονομίας είναι κεντρικό σημείο της φιλοσοφικής αναρχικής κριτικής για το κράτος, μία θέση-κλειδί που απέκτησε σημαντική θέση και ευρεία αποδοχή στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία [3]. Το βιβλίο εκδόθηκε αρχικά από τον εκδοτικό οίκο Harper and Row το 1970 με τίτλο In Defense of Anarchism: With a Reply to Jeffrey H. Reiman's In Defense of Political Philosophy, (Προς Υπεράσπιση του Αναρχισμού: Με Απάντηση στο Προς Υπεράσπιση της Πολιτικής Φιλοσοφίας του Τζέφρι Χ. Ράιμαν). Έκτοτε επανεκδόθηκε πέντε φορές με τελευταία έκδοση αυτή του University of California Press το 1998 [4].
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Στο πρώτο μέρος αναλύεται «Η σύγκρουση μεταξύ Εξουσίας και Αυτονομίας», στο δεύτερο αναλύεται κριτικά «η Λύση της Κλασικής Δημοκρατίας» και σε ένα τρίτο, που τιτλοφορείται «Πέρα από το Νόμιμο Κράτος». Το έργο κλείνει με το παράρτημα «Μια πρόταση για ταχύτατη Άμεση Δημοκρατία».[2]
Αρχικά ο Βολφ υποστηρίζει ότι η αποδοχή της πολιτικής εξουσίας συνεπάγεται την μερική ή ολική παραίτηση από την αυτονομία του ατόμου[5]. Επί τη βάσει του αρχικού ισχυρισμού του πιστεύει ότι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση είναι εκείνη που ταυτίζεται με την έννοια της ατομικής αυτονομίας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μόνο είδος «δίκαιου κράτους», δηλαδή του κράτους που κατέχει νόμιμη εξουσία, είναι η ομόφωνη άμεση δημοκρατία[6]. Καταδεικνύοντας την αντινομία που παράγει το δίπολο εξουσία-αυτονομία στο τρίτο μέρος προβάλλει την ιδέα μιας ακραίας οικονομικής αποκέντρωσης, που απαιτεί μεν προηγμένη παραγωγική τεχνολογία, αλλά είναι εφικτή στο πλαίσιο ενός εθελοντικού οικονομικού συντονισμού, σύμφωνα με τα ιδανικά του αναρχισμού και της ευημερίας [7].
Εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι ανοίχθηκε φιλοσοφικά σε πολλά θέματα το έργο του σχολιάστηκε ως επί το πλείστον δυσμενώς. Αρκετοί σχολιαστές του τον κατηγόρησαν ότι δεν είναι πραγματικός αναρχικός, όπως παράδειγμα η Perkins[8], ο Frankfurt [9], o Sterba [10] και ο Horton[11]. Ένα άλλο σημείο στο οποίο επικεντρώθηκαν οι σχολιαστές του ήταν η ανεπαρκής κατά την άποψή τους υπεράσπιση της ομόφωνης άμεσης δημοκρατίας, ανάμεσά τους οι Sanders[12] και Reiman[13]. Άλλοι, επίσης, θεώρησαν ασύμβατο τον ισχυρισμό ότι το δίκαιο κράτος είναι «λογικά αδύνατο», κάτι που θεωρήθηκε εμμονή στην ηθική αυτονομία εις βάρος άλλων αρετών, ανάμεσά τους οι Beauchamp and Witkowski[14] και ο Pritchard[15]