Η Πινακοθήκη των Βασιλικών Συλλογών (ισπανικά: Galería de las Colecciones Reales), γνωστή προηγουμένως ως Μουσείο των Βασιλικών Συλλογών, είναι ένα ισπανικό μουσείο που υπάγεται στον δημόσιο οργανισμό Εθνικής Κληρονομιάς. Η έδρα του βρίσκεται στην πόλη της Μαδρίτης, σε ένα κτίριο που τοποθετείται πλησίον των κήπων Κάμπο ντελ Μόρο, του Καθεδρικού Ναού της Αλμουδένα και του Βασιλικού Ανακτόρου της ίδιας πόλης.[2][3]
Αν και αρχικά προοριζόταν για την έκθεση ταπήτων και αμαξών, τελικά προστέθηκαν στον χώρο πολυτελή αντικείμενα, έπιπλα, γλυπτά, αρχιτεκτονικά στοιχεία, πίνακες και άλλα έργα τέχνης ή ιστορίας, που διάφοροι βασιλείς της Ισπανίας απέκτησαν κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους.[4]
Η ανακήρυξη της Δεύτερης Δημοκρατίας (1931) έφερε ως αποτέλεσμα την διάλυση της Κληρονομιάς του Στέμματος και την δημιουργία της Κληρονομιάς της Δημοκρατίας, που θέλησε να δώσει ώθηση στην έκθεση προς το κοινό των παλαιών βασιλικών συλλογών. Παράλληλα, η αμφιλεγόμενη κατεδάφιση των Βασιλικών Στάβλων (1934) έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη να βρεθεί ένα νέο κατάλυμα για τις συλλογές των βασιλικών αμαξών. Τον Μάρτιο του 1934 συστάθηκε με διάταγμα το Εθνικό Μουσείο Αμαξών και τον Μάιο προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την κατασκευή ενός κτιρίου για την στέγαση τόσο του Μουσείου Αμαξών όσο και του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης. Ο διαγωνισμός παρουσίασε από την αρχή σοβαρά προβλήματα, με κυριότερο το πως θα ήταν δυνατή η στέγαση δύο διαφορετικών μουσείων με διαφορετικές διοικήσεις στο ίδιο κτίριο.[5][6]
Τελικώς, με νέο διάταγμα στις 5 Μαΐου 1936 συστάθηκε το Μουσείο Όπλων και Ταπήτων, το οποίο θα περιλάμβανε χαλιά, άμαξες και ιπποσκευές, ιστορικά αντικείμενα, όπως πίνακες, σχέδια, μακέτες και βιβλία. Η έδρα του θα ήταν επί της οδού Μπαϊλέν της Μαδρίτης.[7] Η έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου πάγωσε το έργο, το οποίο επανεξετάστηκε, χωρίς να υλοποιηθεί, το 1950 και το 1980.[8]
Σχεδιασμός και κατασκευή (1998-2015)
Ο δημόσιος οργανισμός Εθνικής Κληρονομιάς έθεσε για πρώτη φορά την ιδέα ανέγερσης του μουσείου το 1998, επαναφέροντας την ιδέα της δημιουργίας ενός νέου μουσείου αμαξών, αλλά και της έκθεσης έργων τέχνης, κοσμημάτων και ταπήτων των δυναστειών που βασίλευσαν στην Ισπανία κατά τους ύστερους αιώνες, τους Αψβούργους και τους Βουρβόνους. Το 1999 προκηρύχθηκε ένας διαγωνισμός για το κτίριο του μουσείου, τον οποίο κέρδισε το αρχιτεκτονικό γραφείο Κάνο Λάσσο, που πρότεινε την κατασκευή ενός κτιρίου 33.000 τετραγωνικών μέτρων ανάμεσα στην Πλατεία του Οπλοστασίου και στον Καθεδρικό Ναό της Αλμουδένα. Ωστόσο, εξαιτίας ενστάσεων, ο διαγωνισμός επαναλήφθηκε το 2002.[8]
Ο νέος διαγωνισμός του 2002 κερδήθηκε από την πρόταση που υπέβαλαν οι αρχιτέκτονες Εμίλιο Τουνιόν και Λούις Μορένο Μανσίγια, ενώ οι εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν τελικώς το 2006.[9] Οι εργασίες καθυστέρησαν κατά ένα έτος και τρεις μήνες, λόγω της ανακάλυψης αρχαιολογικών καταλοίπων στην περιοχή.[10][11] Επιπλέον, το κράτος έπρεπε να αυξήσει σημαντικά τον προϋπολογισμό του έργου, που ενώ αρχικά υπολογίστηκε στα 60 εκατομμύρια ευρώ, κατέληξε στα 154,8 εκατ. ευρώ το 2012.[12]
Τον Δεκέμβριο του 2015, ο οργανισμός Εθνικής Κληρονομιάς παρέλαβε ολοκληρωμένο το σύνολο του κτιριακού οικοδομήματος.[13]
Διαδικασία ανοίγματος (2015-2023)
Μετά την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών το 2015, εκκρεμούσαν προσαρμογές στο εσωτερικού του κτιρίου και η μεταφορά των διαφόρων έργων τέχνης σε αυτό. Η ημερομηνία ανοίγματος για το κοινό, που αρχικά είχε προσδιοριστεί για το 2014, αναβλήθηκε πολλές φορές.[8][12][14][15][16] Τον Ιούνιο του 2022 ανακοινώθηκε ότι θα άνοιγε το καλοκαίρι του 2023 υπό την ονομασία «Πινακοθήκη των Βασιλικών Συλλογών».[17][18]
Όλα αυτά τα χρόνια, το μουσειογραφικό σχέδιο υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις. Σύμφωνα με το διάταγμα του 1998, το μουσείο έπρεπε να εκθέτει τις συλλογές με θεματική μορφή: ταπετσαρίες (9.500 μ²), 19 ιστορικές άμαξες και οχήματα (8.000 μ²) και διάφορα έργα τέχνης (7.000 μ²).[19] Ωστόσο, το 2016, ο Χοσέ Λούις Ντίεθ, νέος διευθυντής των Βασιλικών Συλλογών, ανακοίνωσε ότι τα εκθέματα θα τοποθετούνταν με χρονολογική σειρά: οι μεσαιωνικές δυναστείες και οι Αψβούργοι στο πρώτο επίπεδο (-1), οι Βουρβόνοι στο δεύτερο επίπεδο (-2) και οι προσωρινές εκθέσεις στο τρίτο επίπεδο (-3). Ομοίως, το ανώτερο επίπεδο (0), στην Πλατεία του Οπλοστασίου, θα χρησιμοποιούνταν για την υποδοχή των επισκεπτών και το κατώτερο επίπεδο (-4), στο επίπεδο του Κάμπο ντελ Μόρο, θα χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη.[20]
Εγκαίνια (2023)
Το μουσείο άνοιξε για το κοινό στις 28 Ιουνίου 2023.[21] Ωστόσο, τα επίσημα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, παρουσία των βασιλέων της Ισπανίας Φίλιππου ΣΤ΄ και Λετίθιας και του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ.[22] Επίσης, παρόντες στην τελετή εγκαινίων ήταν ο υπουργός Προεδρίας, Κοινοβουλευτικών Σχέσεων και Δημοκρατικής Μνήμης Φέλιξ Μπολάνιος, καθώς και η πρόεδρος του οργανισμού Εθνικής Κληρονομιάς Άνα ντε λα Κουέβα. Κατά την ομιλία του στην τελετή των εγκαινίων ο Ισπανός βασιλιάς ανέφερε τα εξής: «Η Πινακοθήκη των Βασιλικών Συλλογών είναι το κύριο εργαλείο για τη διατήρηση, τη διαχείριση και τη διάδοση της ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς του Στέμματος που φυλάσσεται στις Βασιλικούς Τοποθεσίες. Παρουσιάζει ένα ταξίδι στην ιστορία της Ισπανίας, μέσα από τη συνέχεια της μοναρχίας που συμβολίζεται στις Βασιλικές Συλλογές».[23] Ο πρωθυπουργός από την πλευρά του χαρακτήρισε το μουσείο ως «ένα ορόσημο που ενισχύει περαιτέρω την αξιοσημείωτη πολιτιστική έλξη που λίγα μέρη στον κόσμο είναι ικανά να προσφέρουν».[24][25][26]
Έργα
Το πρώτο δείγμα της συλλογής που εγκαταστάθηκε στο νέο μουσείο ήταν ένα σύνολο τεσσάρων σολομωνικών στηλών, που κατασκευάστηκαν από τους Χοσέ Μπενίτο ντε Τσουριγκέρα και Φρανθίσκο ντε Ερέρα ελ Μόθο, φτιαγμένος από ξύλο και διακοσμημένες με φύλλα χρυσού και λάπις λάζουλι, βάρους 600 κιλών έκαστη.[27] Ανάμεσα στα 650 έργα, στα οποία περιλαμβάνονται πίνακες, έπιπλα και μακέτες, που εκτίθενται στο Μουσείο μόνιμα ή προσωρινά, ξεχωρίζουν τα εξής:
Επιπλέον, η συλλογή εκθέτει κι άλλα ξεχωριστά έργα, όπως ακουαρέλες που αποδίδονται στον Άλμπρεχτ Ντύρερ ή τάπητες του Φρανθίσκο Γκόγια.
Κάποια έργα εκτίθενται στο μουσείο προσωρινά, δίνοντας στη συλλογή έναν χαρακτήρα περιστροφικό, όπως η αρματωσιά του Μύλμπεργκ του Ντεσιντέριους Χέλμσμιντ (Βασιλικό Οπλοστάσιο της Μαδρίτης), ο Εσταυρωμένος Χριστός του Τιτσιάνο (Εσκοριάλ|Μοναστήρι Ελ Εσκοριάλ), η Προσκύνηση του ονόματος του Ιησού του Ελ Γκρέκο (Μοναστήρι Ελ Εσκοριάλ), ο Χριστός στον Σταυρό του Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι (Μοναστήρι Ελ Εσκοριάλ) ή το Κυνήγι Αγριογούρουνου του Φρανθίσκο Γκόγια (Βασιλικό Παλάτι της Μαδρίτης).[28]
Ανάμεσα στα αντικείμενα που απέκτησε ο οργανισμός Εθνικής Κληρονομιάς, για μελλοντική έκθεση στο μουσείο, ξεχωρίζει μια συρταριέρα του Ματίας Γκασπαρίνι, κατασκευασμένη κατά τη βασιλεία του Καρόλου Γ΄, ο Κώδικας Χρυσόμαλλου Δέρατος, που χρονολογείται στη βασιλεία του Καρόλου Α΄ και ο φλαμανδικός τάπητας Θρίαμβος του Χρόνου, του 16ου αιώνα, που σύμφωνα με ιστορικούς ανήκε στη συλλογή της Ισαβέλλας της Καθολικής.[29][30]