Ο Πατριάρχης Θεόφιλος Γ΄ (κατά κόσμον Ηλίας Γιαννόπουλος, 4 Απριλίου 1952) είναι ο προκαθήμενος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων από τις 22 Αυγούστου 2005, με το τίτλο Πατριάρχης της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης, Συρίας, Αραβίας, Πέραν του Ιορδάνου, Κανά της Γαλιλαίας και Αγίας Σιών. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων είναι ο ηγούμενος της Ιεράς Αγιοταφιτικής Αδελφότητας που διέπεται από τους εκκλησιαστικούς κανόνες και θεσμούς της μοναχικής Πολιτείας και η σύστασή της ανάγεται στον 4ον αιώνα. Έχει ως αποστολή της την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας στην Αγία Γη, την διαφύλαξη και περιφρούρηση των Παναγίων Προσκυνημάτων (που γεννήθηκε, μεγάλωσε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Ιησούς Χριστός) και την πνευματική καθοδήγηση του Ορθοδόξου ποιμνίου.
Γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1952 στους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, ανήκει σε πολύτεκνη οικογένεια. Σε ηλικία 12 ετών πήγε στα Ιεροσόλυμα και εντάχθηκε στην Αγιοταφιτική Αδελφότητα. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ντάραμ της Αγγλίας. Μιλάει ελληνικά, αγγλικά, αραβικά και εβραϊκά.
Χειροτονήθηκε Διάκονος την 1η Ιουλίου 1970 από τον Αρχιεπίσκοπο Ιορδάνου Βασίλειο και διορίστηκε Διάκονος στον Ναό της Αναστάσεως. Έγινε αρχιδιάκονος του Πατριάρχη Βενέδικτου Α΄ και κατόπιν υπηρέτησε ως ιερέας στην Κανά της Γαλιλαίας από το 1991 ως το 1996, με ως επί το πλείστον αραβικό ποίμνιο. Εκεί ίδρυσε τον σύλλογο «Φως Χριστού» (Nour al Masih), για τη διάδοση της πίστης στην περιοχή. Το 1996 έγινε Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στο Κατάρ. Στις 14 Φεβρουαρίου 2005 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου[1] και χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Πατριάρχη Ειρηναίο Α΄.
Μετά την κρίση που πέρασε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και την καθαίρεση του Ειρηναίου Α', ο Θεόφιλος εξελέγη Πατριάρχης στις 22 Αυγούστου 2005. Είναι ο πρώτος Πατριάρχης Ιεροσολύμων που εκλέγεται ομόφωνα, μετά την απόσυρση των δύο συνυποψηφίων του. Ενθρονίστηκε στις 22 Νοεμβρίου 2005.
Τον Σεπτέμβριο του 2008 μετέβη στις Βρυξέλλες προσκεκλημένος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κατέστησε γνωστές τις προοπτικές και τα προβλήματα της Εκκλησίας. Τον Οκτώβριο του 2008 ελαβε μέρος στην Σύνοδο των Προκαθημένων της Ορθόδοξης Εκκλησίας που συγκλήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 2009 συμμετείχε στο Συνέδριο "The C-1 World Dialogue" που διοργανώθηκε στο Λονδίνο, του οποίου ορίστηκε Αντιπρόεδρος.
Στις 9 Μαΐου 2011, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διέκοψε την κοινωνία με την Εκκλησία της Ρουμανίας λόγω ναού που η τελευταία ανήγειρε στην Ιεριχώ[2]. Κατόπιν μεσολάβησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου επετεύχθη συμβιβασμός και η κοινωνία αποκαταστάθηκε τον Φεβρουάριο του 2013[3].
Τον Μάρτιο του 2013, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων επέκτεινε τη δικαιοδοσία του στο Κατάρ χειροτονώντας Αρχιεπίσκοπο. Αυτό προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία του Πατριαρχείου Αντιοχείας και οδήγησε στη διακοπή της κοινωνίας των δύο Πατριαρχείων τον Ιούνιο του 2015[4].
Κατόπιν του ζητήματος που προέκυψε μετά τη χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (2018), ο Πατριάρχης Θεόφιλος ανέλαβε, ως διαμεσολαβητική πρωτοβουλία, να συγκαλέσει μία «Αδελφική Σύναξη» Προκαθημένων. Η πρωτοβουλία αυτή ανακοινώθηκε στο ταξίδι του στη Μόσχα, τον Δεκέμβριο του 2019, κατά τη διάρκεια της βράβευσής του με το βραβείο «Πατριάρχης Αλέξιος Β'» από τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ρωσίας, Κύριλλο[5]. Η πρωτοβουλία αυτή δεν εστέφθη από επιτυχία, καθώς οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών της Κύπρου[α], της Ελλάδας[β] και της Αλβανίας[γ] αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, επισημαίνοντας ότι η σύγκληση Συνάξεων ή Συνόδων Προκαθημένων είναι προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο δε Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, απαντώντας στην επιστολή του Πατριάρχη Θεοφίλου, τον κάλεσε «ἀδελφικῶς ὅπως μή ἐμμείνῃ εἰς τήν πρωτοβουλίαν Αὐτῆς ταύτην, ὑπηρετοῦσα, ἀνεπιγνώστως ἴσως, ἀλλοτρίους σκοπούς ἀπό αἰώνων ὑπονομεύοντας τόν πανίερον Οἰκουμενικόν Θρόνον, καί ἀναλαμβάνουσα οὕτως ἱστορικοῦ μεγέθους εὐθύνας διά τάς συνεπείας, τάς ὁποίας θά εἶχεν ἡ ἐνέργεια αὕτη διά τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος[10][11][12]».
Η «Αδελφική Σύναξη για την προώθηση του διαλόγου και την ενότητα της Εκκλησίας» έλαβε χώρα τελικά στις 26 Φεβρουαρίου 2020 στο Αμμάν της Ιορδανίας, με τη συμμετοχή μόνον των Πατριαρχών Μόσχας και Σερβίας, του Αρχιεπισκόποιυ Τσεχίας και Σλοβακίας, καθώς και εκπροσώπων του Πατριαρχείου Ρουμανίας και της Εκκλησίας της Πολωνίας. Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε επισημαίνεται ότι «οι αποφάσεις που αφορούν ζητήματα ορθόδοξης σημασίας, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης Αυτοκεφαλίας σε συγκεκριμένες Εκκλησίες, θα πρέπει να οριστικοποιηθούν με πνεύμα πανορθόδοξου διαλόγου και ενότητας, και με πανορθόδοξη συναίνεση. Οι αντιπροσωπίες συμφώνησαν ότι πρέπει να συγκεντρωθούν ως αδέλφια, κατά προτίμηση πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, για να ενισχύσουν τους δεσμούς της αδελφότητας μέσω της προσευχής και του διαλόγου. Οι συμμετέχοντες ελπίζουν ότι η Παναγιότητά του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τα πρεσβεία τιμής, θα ενταχθεί σε αυτόν τον διάλογο μαζί με τους αδελφούς του Προκαθημένους[13][14]».