Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1970 ήταν το 9ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Διεξήχθη στην Πόλη του Μεξικού, την Πουέμπλα, την Τολούκα, τη Γουαδαλαχάρα και το Λεόν από τις 31 Μαΐου ως τις 21 Ιουνίου και έμελλε να περάσει στην ιστορία ως το καλύτερο και το θεαματικότερο που έχει γίνει στην ιστορία του αθλήματος.[1][2][3] Ήταν το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που μεταδόθηκε από την τηλεόραση έγχρωμο, σε όσα κράτη ήταν τότε διαθέσιμο τέτοιο σήμα. Η τηλεοπτική κάλυψη δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους παίκτες, καθώς λόγω απαίτησης των καναλιών της Ευρώπης (λόγω της διαφοράς ώρας με την Ευρώπη), πολλοί αγώνες έγιναν κάτω από τη μεσημεριάτικη ζέστη, μέσα στο καλοκαίρι. Ήταν επίσης το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο όπου χρησιμοποιήθηκαν κίτρινες και κόκκινες κάρτες, καθώς και το πρώτο στο οποίο επιτράπηκε η αντικατάσταση παίκτη (για την ακρίβεια δύο παικτών) κατά τη διάρκεια των αγώνων.[4][5][6]
Για την διοργάνωση του 1970 δήλωσαν ενδιαφέρον δύο χώρες, η Αργεντινή και το Μεξικό. Στην τελική ψηφοφορία, που έγινε στο Τόκιο της Ιαπωνίας, το Μεξικό κατάφερε να συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους και ανάλαβε την διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970.
Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970 συμμετείχαν 75 εθνικές ομάδες και διαγωνίστηκαν για τις 16 θέσεις που δόθηκαν για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Οι δύο από τις 16 θέσεις καλύφθηκαν από την προηγούμενη νικήτρια Αγγλία και το Μεξικό ως διοργανώτρια χώρα. Για πρώτη φορά στην διοργάνωση συμμετείχαν το Μαρόκο, το Ισραήλ και το Ελ Σαλβαδόρ, η πρώτη ομάδα της Κεντρικής Αμερικής (ανήκει στην Συνομοσπονδία ΚΟΝΚΑΚΑΦ) που προκρίθηκε σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου.[7]
Τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου σημαδεύτηκαν από τον επονομαζόμενο «Πόλεμο του Ποδοσφαίρου». Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρα διεκδίκησαν την πρόκρισή τους στα τελικά της διοργάνωσης σε αγώνες μπαράζ. Καταπιεσμένα πάθη και μίση που επί δεκαετίες δίχαζαν αυτές τις δύο κεντροαμερικανικές χώρες ξέσπασαν. Η Ονδούρα νίκησε 1-0 στην έδρα της, αλλά έχασε με 3-0 στο Ελ Σαλβαδόρ. Το σκληρό παιχνίδι των ποδοσφαιριστών συνοδεύθηκε από ταραχές και ξυλοδαρμούς των Σαλβαδοριανών μεταναστών στην Ονδούρα, για να εξελιχθεί σε αλυσίδα συνοριακών επεισοδίων. Η FIFA αποφάσισε να γίνει νέος αγώνας μπαράζ στο ουδέτερο Μεξικό. Το Ελ Σαλβαδόρ νίκησε με 3-2 και, την επόμενη μέρα, ο στρατός του εισέβαλε στην Ονδούρα. Μέσα σε τέσσερις μόλις ημέρες 3.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 6.000 τραυματίστηκαν και άλλοι 100.000 έμειναν άστεγοι. Χρειάστηκε η εσπευσμένη δραστηριοποίηση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών για να δοθεί τέλος σ´ αυτή την αιματοχυσία που αποκλήθηκε «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου».[8][9]
Οι 16 ομάδες που εξασφάλισαν την συμμετοχή τους στην τελική φάση του Μουντιάλ 1970 είναι οι εξής:
Μαρόκο
Ισραήλ
Ελ Σαλβαδόρ Μεξικό
Περού Βραζιλία Ουρουγουάη
Αγγλία Ρουμανία Βέλγιο Βουλγαρία Τσεχοσλοβακία Ιταλία Σουηδία Σοβιετική Ένωση Δυτική Γερμανία
Για την τελική φάση χρησιμοποιήθηκαν τα εξής 5 στάδια:
Πολλοί είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους για την ανάληψη της διοργάνωσης από το Μεξικό, λόγω της μεγάλης ζέστης, του μεγάλου υψομέτρου και του αραιού οξυγόνου (στοιχεία που σήμαιναν ότι το τρέξιμο των παικτών θα έπρεπε να μετριαστεί[10]), κάτι που αρχικά φάνηκε στον πρώτο αγώνα μεταξύ Μεξικού και Σοβιετικής Ένωσης που έληξε ισόπαλο χωρίς τέρματα.[11] Παρόλα αυτά, το Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού αναδείχθηκε ως το πιο θεαματικό και απολαυστικό στην ιστορία του θεσμού. Το Κύπελλο κατέκτησε η εθνική ομάδα της Βραζιλίας, η οποία περιελάμβανε στη σύνθεσή της τους Πελέ, Ριβελίνο, Τοστάο, Ζαϊρζίνιο και Ζέρσον, ονομαζόμενη η «ομάδα των πέντε δεκαριών».[12][13][14] Ο προπονητής Μάριο Ζαγκάλο που ανέλαβε την ομάδα δυόμισι μήνες πριν την έναρξη της διοργάνωσης εφάρμοσε σύστημα που έμοιαζε περισσότερο σε 4–3–3.[15] Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τον Τοστάο σε καθαρά επιθετική θέση και τους Πελέ και Ζαϊρζίνιο να κινούνται συχνά από τα άκρα της επίθεσης.[16] Ποδοσφαιριστές που με την βοήθεια και των Φέλιξ Μιέλι Βενεράντο, Κάρλος Αλμπέρτο Τόρες, Κλοντοάλντο, Εβεράλντο, Μπρίτο, Πιάτσα, Μάρκο Αντόνιο, Μιράντα, Πάουλο Σέζαρ, Εντού και Φοντάνα οδήγησαν τη Βραζιλία στην κατάκτηση του τρίτου στην ιστορία της Παγκοσμίου Κυπέλλου. Οι 16 Βραζιλιάνοι έπαιξαν βασικό ρόλο στο θέαμα της διοργάνωσης. Γιατί και οι αναπληρωματικοί (και πολλοί άλλοι Βραζιλιάνοι, που δεν κρίθηκαν ικανοί για να επανδρώσουν την περίφημη αυτή ομάδα) θα μπορούσαν να ήταν βασικοί σε οποιαδήποτε άλλη εθνική ομάδα του κόσμου. Επιπλέον, η πλειοψηφία των αναπληρωματικών ήταν πολύ νέοι, με πέντε από αυτούς να είναι κάτω των 21 ετών. Η ομάδα αυτή θεωρείται ευρέως ως η καλύτερη που έχει αγωνιστεί ποτέ στο θεσμό.[17][18][19][20][21] Επιδεικνύοντας το επιθετικό της ταλέντο, η Βραζιλία το έφθασε σχεδόν στο σημείο όπου η αφέλεια αντικαθιστά τη ρεαλιστική επιθυμία για νίκη. Πράγματι, ακολούθησαν τη γραμμή που διασχίζει τον ιδεαλισμό και τον ρεαλισμό, επιλέγοντας να κερδίσουν, αλλά κάνοντάς το με απαράμιλλο τρόπο.[22][23] Η αναγνώριση που απέκτησε η βραζιλιάνικη ομάδα του ήταν τόσο μεγάλη που η εγκαινιάστηκε πλατεία, η Plaza Brasil στη Γουαδαλαχάρα όπου η Βραζιλία έπαιξε τους περισσότερους αγώνες της, ανάμεσα στο στάδιο Γιαλίσκο και την αρένα ταυρομαχιών Nuevo Progreso.[24]
Οι «καριόκας» νικώντας στον τελικό την Ιταλία με 4-1 πήραν το Κύπελλο Ζυλ-Ριμέ (έτσι ονομαζόταν τότε η διοργάνωση προς τιμήν του Γάλλου εμπνευστή της) στη Βραζιλία, στα γραφεία της Βραζιλιάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Από εκεί κλάπηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1983 και δεν βρέθηκε ποτέ πια. Το τρόπαιο στη συνέχεια (ξεκινώντας από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974) αντικαταστάθηκε από το σημερινό Κύπελλο FIFA.[25][26]
Το μεγάλο υψόμετρο και η συχνά υπερβολική ζέστη, εκ προοιμίου δεν ευνοούσαν τους Ευρωπαίους, αλλά τους Λατινοαμερικανούς. Έτσι, και με δεδομένη την ποδοσφαιρική αξία των παικτών που συγκροτούσαν την ομάδα της Βραζιλίας, όλα συνηγορούσαν στο να χαρακτηριστεί η Βραζιλία το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου. Το παράξενο είναι ότι η Βραζιλία πριν να φθάσει στο Μεξικό, πέρασε από πολλές «αναταράξεις». Ο μέχρι τρεις μήνες πριν την έναρξη της διοργάνωσης προπονητής Ζοάο Σαλντάνια μετά από μία εντός έδρα ήττα από την Αργεντινή (η οποία απέτυχε να προκριθεί στη διοργάνωση του 1970) ήρθε σε ρήξη με ορισμένους παίκτες, μεταξύ των οποίων και ο Πελέ, απειλώντας ότι δεν θα τον συμπεριλάβει στην αποστολή. Στο τελευταίο φιλικό επί βραζιλιάνικου εδάφους τον άφησε στον πάγκο, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.[22][27][28][29]
Όμως, λίγο καιρό πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, η ομοσπονδία της χώρας αντικατέστησε τον Σαλντάνια με τον Μάριο Ζαγκάλο, τον αριστερό ακραίο επιθετικό της εθνικής στους θριάμβους του 1958 και του 1962. Ο Ζαγκάλο εθεωρείτο ένας από τους εξυπνότερους ποδοσφαιριστές που είχε αναδειχθεί. Θα αποδείκνυε την ευφυΐα του και στον πάγκο της «σελεσάο». Πίστευε ότι στην εθνική ομάδα πρέπει να αγωνίζονται οι καλύτεροι παίκτες, ακόμη και αν οι επιλογές φαίνονται περίεργες. Κάλεσε, λοιπόν, πέντε «δεκάρια», που στους συλλόγους τους ήταν οργανωτές: Πελέ, Τοστάο, Ζέρσον, Ζαϊρζίνιο και Ριβελίνο. Με τον τρόπο αυτό συγκρότησε μία απίθανων επινοήσεων και παραγωγικότητας επιθετική πεντάδα. Η λογική των Βραζιλιάνων ήταν απλή: «Να πετύχουμε ένα γκολ περισσότερο απ' όσα θα δεχθούμε». Γνωρίζοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες του Μεξικού, προσοχή δόθηκε στον τομέα της φυσικής κατάστασης, με την ομάδα να πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο Μεξικό και προπονήθηκε σε υψόμετρο, κάτι που φάνηκε και στους αγώνες, με 12 από τα 19 τέρματα να επιτυγχάνονται στο δεύτερο ημίχρονο (όταν οι παίκτες των άλλων ομάδων άρχιζαν πλέον να εμφανίζουν κόπωση).[30][31][32] Στη δίμηνη απομόνωσή της σε ένα οχυρωμένο στρατόπεδο, φρουρούνταν μέρα και νύχτα από αστυνομικούς και ένοπλους, ενώ υπήρχε και έντονο παρασκήνιο.[33] Δέχθηκε 7 γκολ στη διοργάνωση, τα περισσότερα για πρωταθλήτρια από τότε μέχρι σήμερα, αλλά πέτυχε 19, τα περισσότερα από κάθε άλλη πρωταθλήτρια ομάδα από τότε μέχρι σήμερα. Με έξι νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια πέτυχε ρεκόρ.[34][35]
Οι Βραζιλιάνοι δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την άμυνά τους (αντίθετα προς τους Ουρουγουανούς π.χ. ή τους Ιταλούς στην πρώτη φάση, οπότε σημείωσαν μόλις ένα τέρμα, χωρίς να παραβιασθεί η εστία τους). Στην πορεία προς τον τελικό, νίκησε την Τσεχοσλοβακία 4-1 (Πέτρας 11', Ριβελίνο 24', Πελέ 59', Ζαϊρζίνιο 61', 83' οι σκόρερ), την Αγγλία (στο δυσκολότερο όπως αποδείχθηκε αγώνα στη διοργάνωση) 1-0 με γκολ του Ζαϊρζίνιο στο 59' στον αγώνα που χαρακτηρίστηκε από την «απόκρουση του αιώνα» του Γκόρντον Μπανκς σε κεφαλιά του Πελέ, ο οποίος πήγε και συνεχάρη τον Άγγλο τερματοφύλακα, και τη Ρουμανία 3-2 (Πελέ 19', Ζαϊρζίνιο 22', Ντουμιτράκε 34', Πελέ 67', Ντεμπρόβσκι 84') στην Α' φάση, το Περού 4-2 στους προημιτελικούς και την Ουρουγουάη 3-1 στον ημιτελικό.[27][36][37][38] Το πρώτο γκολ του Πελέ θεωρείται από τα καλύτερα της ιστορίας του Παγκοσμίου Κυπέλλου.[39]
Ο τελικός της 21ης Ιουνίου 1970 στο Στάδιο Αζτέκα και ιδιαίτερα το δεύτερο ημίχρονό του, ήταν η αποθέωση, ο θρίαμβος του επιθετικού ποδοσφαίρου. Η Βραζιλία παρατάχθηκε με τους Φέλιξ, Κάρλος Αλμπέρτο, Εβεράλντο, Κλοντοάλντο, Μπρίτο, Πιάτσα, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον, Τοστάο, Πελέ και Ριβελίνο. Η Ιταλία αντιπαρέταξε τους Αλμπερτόζι, Ταρτσίζιο Μπούρνιτς, Τζατσίντο Φακέτι, Μπερτίνι (75' Γιουλιάνο), Ροζάτο, Τσέρα, Ντομενγκίνι, Σάντρο Ματσόλα, Μπονινσένια (84' Ριβέρα), Ντε Σίστι και Λουίτζι Ρίβα.[40]
Κατά σύμπτωση οι δύο φιναλίστ είχαν πολλά κοινά σημεία. Είχαν κατακτήσει από δύο φορές το τρόπαιο (άρα όποια επικρατούσε θα το έπαιρνε για πάντα*), αλλά είχαν αποτύχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, στα αγγλικά γήπεδα, όπου αποκλείστηκαν από τον πρώτο μόλις γύρο. Και για τις δύο, η διοργάνωση του Μεξικού ήταν η ευκαιρία για να πάρουν «ρεβάνς». Η Ιταλία, με όπλο το κατενάτσιο έδωσε στον αγώνα τον ορισμό με ακρίβεια ως futebol arte (ποδόσφαιρο - τέχνη) εναντίον futebol de resultado (ποδόσφαιρο για το αποτέλεσμα, οι Βραζιλιάνοι προτιμούν τον όρο futebol dá força[41]). Η εμφάνιση της Βραζιλίας αποτελεί μία από τις καλύτερες επιδείξεις επιθετικού ποδοσφαίρου από μία ομάδα στην ιστορία του θεσμού.[42][43][44] Ο Πελέ άνοιξε το σκορ με κεφαλιά στο 18', έπειτα από μπαλιά του Ριβελίνο, μια φάση που έμεινε γνωστή ως «η αιώνια κεφαλιά του Πελέ», καθώς ο Πελέ έμεινε στον αέρα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το αναμενόμενο. Η Ιταλία, που δεν είχε «φανεί» επιθετικά, ισοφάρισε απροσδόκητα στο 37' με τον Μπονινσένια, έπειτα από ενέργεια του Ντομενγκίνι. Στο 44' ο Πελέ σημείωσε γκολ με σουτ μέσα στην περιοχή μετά από εκτέλεση φάουλ, αλλά ο Ανατολικογερμανός διαιτητής Ρούντολφ Γκλέκνερ δεν το κατακύρωσε, γιατί σφύριξε τη λήξη του ημιχρόνου νωρίτερα. Ένα κόψιμο του Μπούρντιτς στον Τοστάο στο 57' ξεσήκωσε τους Βραζιλιάνους, που το θεώρησαν αντικανονικό και ζήτησαν πέναλτι. Ο Γκλέκνερ δεν συμφώνησε μαζί τους. Όλα έδειχναν, πάντως, πως το δεύτερο βραζιλιάνικο γκολ δεν θα αργούσε να έλθει. Ήταν ζήτημα χρόνου. Πράγματι, στο 66' συνδυάστηκαν οι Εβεράλντο, Ζέρσον, Ζαϊρζίνιο, ο τελευταίος πάσαρε στον Ζέρσον και έγινε το 2-1. Μετά, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Πέρασαν μόλις πέντε λεπτά και ο Πελέ «έστρωσε» στον Ζαϊρζίνιο, που πέρασε τον Φακέτι και τον Αλμπερτόζι και εδραίωσε τη νίκη της Βραζιλίας με 3-1. Η νίκη μετατράπηκε σε θρίαμβο στο 86'. Ο αριστουργηματικός συνδυασμός των Ζέρσον, Ριβελίνο και Πελέ σκόρπισε την ιταλική άμυνα και έδωσε την ευκαιρία στον αρχηγό Κάρλος Αλμπέρτο, με σουτ - κεραυνό και 4-1, να βγάλει τους Βραζιλιάνους στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο, του Σάο Πάολο, του Μπέλο Οριζόντε, του Πόρτο Αλέγκρε, της Κουριτίμπα και της Μπραζίλια για να χορέψουν σάμπα και να γιορτάσουν.[25][45][46][47] Το τελευταίο γκολ της Βραζιλίας έμελλε να χαρακτηριστεί ως «το τέλειο γκολ»,[48][49] ένα γκολ που δίδαξε σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο ένα νέο τρόπο να εκτιμούν το ποδόσφαιρο. Πέντε πάσες σε αυτήν την προσπάθεια, η μπάλα φτάνει στο μέσο Κλοντοάλντο. Τέσσερις Ιταλοί παίκτες έρχονται να εναντίον του, ο ένας μετά τον άλλον και αυτός πάει να τους ντριμπλάρει όλους. Αφού νικήσει τον τρίτο από αυτούς, το πλήθος ξυπνά μέχρι το τέλος. Επόμενος αποδέκτης ο Ριβελίνο στα δεξιά της άμυνας της Ιταλίας και κατόπιν ο Ζαϊρζίνιο που βρέθηκε απελευθερωμένος από τον Φακέτι στην αριστερή πλευρά της άμυνας της Ιταλίας και στη συνέχεια μετακινούμενος προς τα δεξιά παρασύροντας τον Ιταλό αμυντικό και αφήνοντας έτσι κενό στη θέση αυτή. Επόμενος αποδέκτης ο Πελέ, που κράτησε ελάχιστα τη μπάλα και χωρίς να τον βλέπει (όπως μάλιστα δήλωσε ο Πελέ μετά τον αγώνα: «δεν τον είδα, αλλά τον άκουσα να έρχεται»), έδωσε την ασίστ στο επερχόμενο από πίσω δεξιό πλάγιο αμυντικό Κάρλος Αλμπέρτο, που με σουτ - κεραυνό τράνταξε τα δίχτυα του ανήμπορου να αντιδράσει Αλμπερτόζι.[48][50][51] Η επιθετική γραμμή της Βραζιλίας στον πρώτο έγχρωμο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου έθεσε ένα σημείο αναφοράς έναντι του οποίου μετράται κάθε μία από τις δεκάδες χιλιάδες αγώνες που μεταδίδονται από τότε. [52] Η εμφάνιση των Βραζιλιάνων στον τελικό θεωρείται ως η καλύτερη ομάδας στην ιστορία των διοργανώσεων.[53] Παραμένει η μόνη ομάδα που κέρδισε όλους τους αγώνες της διοργάνωσης, τόσο στη φάση των προκριματικών, όσο και στην τελική φάση.[54][55] Το βρεταννικό περιοδικό World Soccer περιέγραψε την ομάδα της Βραζιλίας ίσως με την πιο αξιόπιστη ακρίβεια: «Η βραζιλιάνικη ομάδα που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 με τέτοιο στυλ έχει γίνει μύθος, μια ομάδα που πρέπει να θεωρείται ο απόλυτος εκφραστής του όμορφου παιχνιδιού». Σε ψηφοφορία ειδικών του περιοδικού και της εφημερίδας The Telegraph το 2007 η ομάδα της Βραζιλίας ψηφίστηκε η καλύτερη όλων των εποχών.[56][57][58] Στην τέταρτη συμμετοχή του, ο Πελέ ήταν ο πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης σφραγίζοντας την κορυφαία παρουσία του σε Παγκόσμια Κύπελλα κατακτώντας το τρίτο, ο μόνος που παραμένει με αυτό το επίτευγμα.[59]
Στον χαρακτηρισμό της διοργάνωσης του Μεξικού ως της θεαματικότερης που έχει γίνει,[63] ρόλο έπαιξαν και άλλες ομάδες και πολλοί αγώνες. Το Περού διέθετε ομάδα που άξιζε να φθάσει στους ημιτελικούς. Αλλά στάθηκε άτυχο, αφού στους προημιτελικούς «έπεσε» πάνω στη Βραζιλία. Αντιστάθηκε ως το 75', αλλά τελικά υπέκυψε χάνοντας με 2-4 (Ριβελίνο 11', Τοστάο 15', Γκαγιάρδο 28', Τοστάο 52', Κουμπίγιας 70', Ζαϊρζίνιο 75'). Τεόφιλο Κουμπίγιας, Έκτορ Τσούμπιταζ, Λεόν, Σοτίλ, Μπαϊλόν και Γκαγιάρδο συγκροτούσαν ένα εντυπωσιακό «εξάγωνο».
Άξια για τους ημιτελικούς ήταν και η κάτοχος του τίτλου, Αγγλία. Αλλά στον προημιτελικό αγώνα, που αποτέλεσε άτυπη ρεβάνς του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, κυριολεκτικά «αυτοκτόνησε». Ηττήθηκε 2-3 από τη Δυτική Γερμανία, στην παράταση, μολονότι προηγείτο ως το 67' με 2-0. Ο Γκερντ Μίλερ έστειλε τους Γερμανούς στους ημιτελικούς με ένα γκολ που πέρασε στην ποδοσφαιρική φωτογραφική ιστορία. Προηγουμένως οι Φραντς Μπεκενμπάουερ (68') και Ούβε Ζέελερ (82') ισοφάρισαν τα γκολ των Μάλερι (31') και Πίτερς (49').[64][65]
Η Ουρουγουάη, που χάρη στη λατινοαμερικανική εκδοχή του κατενάτσιο, το «σερόχο», έφτασε στους ημιτελικούς, όπου ηττήθηκε από τη Βραζιλία με 1-3 (προηγήθηκε στο 19' με τον Λουίς Κουμπίγια, αλλά οι Βραζιλιάνοι απάντησαν με τους Κλοντοάλντο στο 44', Ζαϊρζίνιο στο 76' και Ριβελίνο στο 89'), και στον μικρό τελικό από τη χειρότερή της εκείνη την ημέρα Δυτική Γερμανία με 0-1, λόγω του γκολ του Όβερατ στο 26'. Πάντως η Ουρουγουάη δεν έπεισε ότι άξιζε να προχωρήσει τόσο πολύ. Άλλωστε στους προημιτελικούς νίκησε την Σοβιετική Ένωση 1-0 (Εσπάραγκο στο 117'), χάρη στον Ολλανδό διαιτητή Φαν Ράβενς, που αγνόησε πέναλτι σε ανατροπή του Μπίσοβετς στο 32' και κατακύρωσε το γκολ του Εσπάραγκο, αν και η σέντρα που προηγήθηκε έγινε από θέση άουτ. Καλές εμφανίσεις πραγματοποίησαν η Ρουμανία (μολονότι έμεινε εκτός προημιτελικών, αφού αποκλείστηκε, έπειτα από «μάχες» με τις Αγγλία και Βραζιλία), το Μεξικό - νίκησε 1-0 το Βέλγιο, απέσπασε ισοπαλία 0-0 από την Ε.Σ.Σ.Δ. και στους προημιτελικούς σταμάτησε μπροστά στην Ιταλία, που το κατέβαλε με 4-1 και το Ισραήλ, το οποίο αποχαιρέτησε τη διοργάνωση του Μεξικού «με το κεφάλι ψηλά». Αναδείχθηκε ισόπαλο με την Ιταλία 0-0 και τη Σουηδία 1-1, ενώ έχασε μόνο από την Ουρουγουάη με 0-2.
Στην ποδοσφαιρική ιστορία γράφτηκε με ανεξίτηλα γράμματα ο ημιτελικός Ιταλίας - Δυτικής Γερμανίας, γνωστός και ως «ο αγώνας του αιώνα». Η Ιταλία προηγήθηκε στο 7' με τον Μπονινσένια. Και ενώ στο δεύτερο λεπτό των καθυστερήσεων όλα έδειχναν ότι έχουν τελειώσει, οι Δυτικογερμανοί απέδειξαν ξανά πόσο μαχητικοί είναι. Είναι αυτό το μαχητικό πνεύμα, που τους χάρισε τόσους τίτλους, ενώ η ποιότητα της ομάδας τους δεν ήταν πάντα σπουδαία. Στο ημίχρονο, ο προπονητής της Ιταλίας Φερούτσιο Βαλκαρέτζι είχε διατηρήσει τον αμφιλεγόμενο συμβιβασμό επιλογής «staffetta» («σκυταλοδρομία») που εφήρμοζε σε εκείνη τη διοργάνωση να αντικαταστήσει τον Τζάνι Ριβέρα, με τον πιο εργατικό Σάντρο Ματσόλα. Ο πρώτος ήταν ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης της προηγούμενης χρονιάς νικητής και εξαιρετικά προικισμένος, αλλά ο προπονητής τον θεώρησε πιο αποτελεσματικό όταν οι αντίπαλες άμυνες ήταν κουρασμένες – όπως περίμενε από τη Δυτική Γερμανία μετά από έναν προημιτελικό εναντίον της Αγγλίας. «Έκανα λάθος», παραδέχθηκε αργότερα ο προπονητής της Ιταλίας. «Στην πραγματικότητα, έμεινα έκπληκτος από την αντοχή τους».[66] Ο αμυντικός Καρλ-Χάιντς Σνέλινγκερ ισοφάρισε στις καθυστερήσεις και ο αγώνας κρίθηκε στην παράταση. Πράγματι, ακόμη και με τον αρχηγό Φραντς Μπεκενμπάουερ να παίζει με το τραυματισμένο του χέρι, οι Δυτικογερμανοί πήραν γρήγορα το προβάδισμα. Στο πρώτο ημίχρονο της παράτασης ο Μίλερ έκανε το 2-1 (94'), ο Μπούρνιτς ισοφάρισε στο 98', ο Ρίβα σημείωσε το 3-2 στο 104'. Ο Μίλερ ξανακτύπησε στο 110' και ο Ριβέρα έστειλε την Ιταλία στον μεγάλο τελικό στο αμέσως επόμενο λεπτό.[8][67][68]
Στο τέλος του αγώνα, ο Ιταλός προπονητής έτρεχε ξέφρενα με χαρά γύρω στο γήπεδο, ενώ οι παίκτες ήταν πολύ εξουθενωμένοι για να κάνουν το παραμικρό.[69] Κατά τη διάρκεια του ημιτελικού ανάμεσα σε Ιταλία και Δυτική Γερμανία, 23 κατάδικοι απέδρασαν από μεξικάνικη φυλακή, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι φύλακές τους είχαν απορροφηθεί από το θέαμα στην τηλεόραση. Στην Ιταλία πέντε φίλαθλοι δεν άντεξαν τη συγκίνηση και πέθαναν από καρδιακή προσβολή. Ο αγώνας εξακολουθεί να κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων τερμάτων στην παράταση.[70] Ψηφίστηκε ως ο καλύτερος αγώνας στην ιστορία του ποδοσφαίρου από το περιοδικό World Soccer στην ψηφοφορία ειδικών το 2007.[56][57]
Σημειώθηκαν 95 γκολ σε 32 αγώνες (μέσος όρος 2,97 ανά αγώνα), ο υψηλότερος μέσος όρος σε διοργάνωση μετά το 1958. Πρώτος σκόρερ αναδείχθηκε ο Μίλερ με 10 γκολ, έναντι 7 του Ζαϊρζίνιο και 5 του Κουμπίγιας. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, κόπηκαν 1.604.065 εισιτήρια (μέσος όρος 50.127 ανά αγώνα)[71]
Όλες οι ώρες που αναγράφονται είναι οι τοπικές ώρες Μεξικού UTC -6
Κανόνες παιχνιδιού
Η καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης σύμφωνα με τη FIFA ήταν η εξής:[72]
Λαδισλάο Μαζουρκιέβιτς
Κάρλος Αλμπέρτο Τόρες Ατίλιο Ανσέτα Τζιατσίντο Φακέτι Φραντς Μπεκενμπάουερ
Ζέρσον Ριβελίνο Μπόμπι Τσάρλτον
Πελέ Ζαϊρζίνιο Γκερντ Μίλερ