Η οικονομία του Αφγανιστάν καταγράφεται (σύμφωνα με στοιχεία του 2022) ως προς το μέγεθός της 124η μεταξύ των χωρών της Γης όσον αφορά το ονομαστικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ): Με πληθυσμό περίπου 41,5 εκατομμύρια κατοίκους, το ΑΕΠ της χώρας είναι 14,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, δηλαδή κατά κεφαλή 363,7 δολάρια ανά κάτοικο (σύμφωνα με αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας).[1] Οι ετήσιες εξαγωγές του υπερβαίνουν τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια[2], με τα γεωργικά προϊόντα, τα ορυκτά και τα υφάσματα να συναποτελούν το 94% του συνόλου των εξαγωγών.[3] Το ολικό εξωτερικό χρέος της χώρας ανέρχεται (2022) σε 1,4 δισεκατομμύριο δολάρια.[4][5]
Σύμφωνα με το Οικονομικό Συνέδριο Reinbek, η Αφγανική οικονομία συνεχίζει να έχει δυναμικό αναπτύξεως, εξαιτίας της αυξήσεως του πληθυσμού, του ανοίγματος νέων εμπορικών οδών με τις γειτονικές και άλλες κεντροασιατικές χώρες[6][7], καθώς και της επεκτάσεως της γεωργίας, του ενεργειακού και του εξορυκτικού τομέα στη χώρα.[8][9][10]
Από την άλλη πλευρά, παρά το ότι ο ορυκτός πλούτος της χώρας σε ανεκμετάλλευτα αποθέματα είναι αποδεδειγμένα μεγαλύτερος του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, το Αφανιστάν παραμένει μία από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η ανεργία στη χώρα είναι μεγαλύτερη του 23%[11] και οι μισοί περίπου κάτοικοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.[11][12] Ο κυριότερος παράγοντας για αυτό είναι οι συνεχείς πόλεμοι στη χώρα, που απέτρεψαν τις επιχειρηματικές επενδύσεις.[13] Από τα μέσα του 20ού αιώνα το Αφγανιστάν έχει επιδιώξει ξένες επενδύσεις προκειμένου να αναπτύξει την οικονομία του.[14] Ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε περισσότερο από 50% στο διάστημα 2001-2014, ενώ το ΑΕΠ του οκταπλασιάσθηκε.[15] Μετά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν και την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία το 2021, η Προεδρία του Τζο Μπάιντεν απεφάσισε να κατασχέσει ή να παρακρατήσει όσο ποσό μπορούσε, 9,5 δισεκατομμύρια δολάρια, από την Κεντρική Τράπεζα του Αφγανιστάν, προκειμένου να μην έχουν οι Ταλιμπάν πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους.[16][17][18]
Την εποχή που στην εξουσία του Αφγανιστάν βρισκόταν ο εμίρηςΑμπντούρ Ραχμάν Χαν (1880-1901) και ο γιος του Χαμπιμπουλάχ Χαν (1901-1919), ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου ελεγχόταν από το κράτος. Οι μονάρχες εκείνοι ανυπομονούσαν να αναπτύξουν τη στρατιωτική ισχύ της χώρας, οπότε επεχείρησαν να εξασφαλίσουν πόρους με την επιβολή κρατικών μονοπωλίων στις πωλήσεις, όσο και υψηλών φόρων. Η πολιτική αυτή επεβράδυνε τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του Αφγανιστάν. Με διαταγή τους εισάχθηκαν τεχνολογίες από τη Δύση, αλλά γενικώς μόνο στον βαθμό που χρησίμευαν στην επιμελητεία του στρατού, με έμφαση στην κατασκευή όπλων και άλλου στρατιωτικού υλικού.[22] Κατά τα άλλα, δεν ήταν δυνατό να ιδρύσουν μη Αφγανοί μεγάλες επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν εκείνης της εποχής.[23]
Στην εποχή μετά την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας, η DAB χρηματοδότησε ισχυρά τη βαμβακοκαλλιέργεια. Σε κάποιο σημείο η Εταιρεία Βάμβακος Σπιντσάρ στη βόρεια περιοχή Κουντούζ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους παρόχους βαμβακιού στον κόσμο, με το μεγαλύτερο μέρος του να εξάγεται στη Σοβιετική Ένωση. Η παραγωγή φρούτων έβρισκε επίσης εύκολη απορρόφηση από την πολυπληθή βρετανική Ινδία.[24]
Το πρώτο μεγάλο σχέδιο για την ανάπτυξη της οικονομίας του Αφγανιστάν στη μεταπολεμική εποχή ήταν το πρόγραμμα για τη διαχείριση των υδάτων της κοιλάδας του ποταμού Χέλμαντ[25] το 1952. Τη δεκαετία εκείνη ο Γκλεν Φόστερ, ένας Αμερικανός εργολάβος που εργαζόταν στη χώρα, είπε για τον αφγανικό λαό:
«Αν και ο πληθυσμός είναι μεγάλος, η χώρα φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να θρέψει όλους τους κατοίκους της. Παρότι είναι λιτοδίαιτοι άνθρωποι, δεν βλέπεις την πείνα που υπάρχει σε ορισμένες χώρες...»[26][22]
Το Αφγανιστάν άρχισε να αντιμετωπίζει έντονη οικονομική δυσχέρεια από το 1979, μετά τη σοβιετική εισβολη και με τον επακόλουθο εμφύλιο πόλεμο, εξαιτίας της καταστροφής της περιορισμένων υποδομών της χώρας και τη διακοπή των κανονικοτήτων της οικονομικής δραστηριότητας. Τελικώς το Αφγανιστάν μετέβη από μια παραδοσιακή οικονομία σε μία κεντρικώς σχεδιασμένη οικονομία, μέχρι το 2002, οπότε με την αμερικανική επέμβαση αντικαταστάθηκε από μια οικονομία της αγοράς.[27] Το ΑΕΠ έπεσε σημαντικά από τη δεκαετία του 1980, εξαιτίας της διακοπής του εμπορίου και των μεταφορών, αλλά και εξαιτίας της απώλειας κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού. Η συνεχισθείσα εσωτερική αναταραχή εμπόδισε τις εγχώριες προσπάθειες για την αναστήλωση της οικονομίας.
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) η αφγανική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 20% κατά το οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο του 2004, ενώ το προηγούμενο έτος είχε αναπτυχθεί κατά 30%. Ωστόσο η ανάπτυξη αυτή οφειλόταν κυρίως σε οικονομική βοήθεια από τον ΟΗΕ. Δισεκατομμύρια δολάρια διεθνούς βοήθειας εισέρρευσαν στη χώρα τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Το ΑΕΠ των 4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2003 επανυπολογίσθηκε από το ίδιο το ΔΝΤ σε 6,1 δισεκατομμύρια μετά τον υπολογισμό όλων των εσόδων από την παραγωγή οπίου. Το μέσο ωρομίσθιο το 2010 υπολογίσθηκε ότι ήταν 0,56 δολάριο. Τον Δεκέμβριο του 2015 το Αφγανιστάν έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, μετά από 11 χρόνια διαπραγματεύσεων.
Το ΑΕΠ του Αφγανιστάν εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 20% μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία. Μετά από αυτή την απότομη πτώση, η οικονομία άρχισε να σταθεροποιείται, ως αποτέλεσμα των περιορισμών που επιβλήθηκαν στις λαθραίες εισαγωγές και στα όρια των τραπεζικών συναλλαγών. Ο πληθωρισμός μειώθηκε και η είσπραξη των φόρων σταθεροποιήθηκε, ενώ το εξαγωγικό εμπόριο άρχισε να αυξάνεται.[28] Το τρίτο τρίμηνο του 2023 το αφγάνι έγινε το μεγαλύτερο σε άνοδο νόμισμα στον κόσμο, καθώς η ισοτιμία του έναντι του δολαρίου ΗΠΑ αυξήθηκε πάνω από 9%.[29]
Παραπομπές
↑«Afghanistan». The World Bank. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2023.