Σχεδιασμένη οικονομία (ή αλλιώς Κεντρική Οικονομία ή Κεντρικώς Σχεδιασμένη Οικονομία) είναι ένα οικονομικό σύστημα κατά το οποίο όλες οι οικονομικές αποφάσεις διαμορφώνονται από τη βούληση του κράτους και όχι από την αλληλεπίδραση μεταξύ των καταναλωτών και των επιχειρήσεων[1]. Αντίθετα με την οικονομία της αγοράς -όπου οι αποφάσεις παραγωγής παίρνονται από ιδιώτες και ιδιωτικές επιχειρήσεις- η σχεδιασμένη οικονομία αποβλέπει στον απόλυτο έλεγχο των πόρων που παράγονται. Την παραγωγή των αγαθών την αναλαμβάνουν κρατικά εργοστάσια και επιχειρήσεις[2].
Χαρακτηριστικά
Στην θεωρία, ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας γίνεται με επιστημονικό κριτήριο και όχι για το καπιταλιστικό κέρδος, υπηρετώντας έτσι τις κοινωνικές ανάγκες. Η σχεδιασμένη οικονομία τονίζει πολύ τον χαρακτήρα του κρατικού παρεμβατισμού. Όλοι οι πόροι βρίσκονται υπό την κατοχή του κράτους, το οποίο τους εκμεταλλεύεται όπως εκείνο επιθυμεί χωρίς να βασίζεται στις απαιτήσεις των τελικών καταναλωτών. Η αγορά και οι δυνάμεις της δεν μπορούν να ορίσουν την τιμή για οποιοδήποτε αγοραστικό αγαθό ή υπηρεσία. Σκοπός των οικονομικών δραστηριοτήτων δεν είναι το κέρδος, αντίθετα το κράτος στοχεύει να παρέχει αγαθά και υπηρεσίες σε όλους τους πολίτες[3]. Σκοπός του κεντρικού σχεδιασμού είναι να μπορεί η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών να τα αποκτήσει, ώστε να υπάρχει και λιγότερη ανισότητα πλούτου. Σε μια σχεδιασμένη οικονομία η ανεργία είναι ανύπαρκτη, γιατί το κράτος τείνει να δίνει εργασία σε όσο περισσότερους πολίτες μπορεί.
Στην πράξη, επειδή ο καταναλωτής δεν υπολογίζεται κατά τη λήψη των αποφάσεων, τα καταναλωτικά αγαθά είναι λίγα και δεν υπάρχει ποικιλία, πράγμα που για τον καταναλωτή είναι ανώφελο. Η έλλειψη κερδών απομακρύνει τους ξένους επενδυτές από την χώρα που ακολουθεί αυτό το σύστημα. Η κριτική από οικονομολόγους όπως ο Μίζες και ο Χάγιεκ προς τον κεντρικό σχεδιασμό περιλαμβάνει το ότι οι κρατικοί φορείς καθυστερούν πολύ περισσότερο να αντιληφθούν τις ανάγκες των καταναλωτών από ό,τι οι επιχειρήσεις σε μια ελεύθερη οικονομία της αγοράς με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε λάθος κατανομή πόρων και συνεπακόλουθα σε πλεονάσματα σε κάποια αχρείαστα αγαθά και ελλείψεις σε άλλα πιο επιθυμητά[4][5].
Τέλος, ο κεντρικός σχεδιασμός, πέρα από την συλλογικότητα σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, απαιτεί και τον ολοκληρωτισμό μονοκομματικού συστήματος σε πολιτειακό. Η ελευθερία δράσης και κίνησης των ατόμων είναι λανθάνων ανασταλτικός παράγοντας στην κεντρικά διαχειριζόμενη οικονομία, και έτσι το κράτος προσπαθεί να την καταστείλει[6]. Στην πραγματικότητα, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, οι κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες ήταν πάντα «συνδεδεμένες με ένα μονοκομματικό σύστημα, με την ολιγαρχία και τη δικτατορία[7]».
Παραδείγματα κρατών με σχεδιασμένη οικονομία
Kεντρικό σχεδιασμό εφάρμοσαν οι χώρες και τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι πρώτες χώρες που εφάρμοσαν το κεντρικό σχεδιασμό ήταν η Σοβιετική Ένωση, η Γιουγκοσλαβία (μετά εξελίχθηκε σε σοσιαλισμό της αγοράς), η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ανατολική Γερμανία και άλλες χώρες που υπάγονταν στο σοσιαλιστικό μπλοκ. Μετά τις Επαναστάσεις του 1989, οι χώρες αυτές έχουν φιλελεύθερη καπιταλιστική οικονομία και δεν εφαρμόζουν τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, έτσι οι μόνες χώρες που τον εφαρμόζουν σήμερα είναι:
Παραπομπές