Το Νηματουργείο Γρηγόριος Τσίτσης Α.Ε. βρισκόταν κτισμένο αμφιθεατρικά, στην άκρη του πλατώματος της πόλης της Έδεσσας, αριστερά του ομώνυμου αναψυκτηρίου "Ψηλός Βράχος". Το εργοστάσιο είχε ακμάσει κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου όπου εξελίχθηκε ως το μεγαλύτερο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας[1] στην Ανατολή. Ανέστειλε τη λειτουργία του το 1962 έπειτα από πολλούς λόγους, κυρίως οικονομικούς. Στη συνέχεια το 2002 με απόφαση του Δήμου όλη η μονάδα γκρεμίζεται για εκμετάλλευση του οικοδομικού υλικού και απομένει μόνο η κεντρική πύλη χαμένη στη βλάστηση.
Το 1895 ιδρύεται η πρώτη βιομηχανική μονάδα κλωστοϋφαντουργίας στην Έδεσσα[2] (ακολουθούν άλλες 8) με πρωτεργάτη τον Γρηγόριο Τσίτση και άλλους μικρομετόχους. Το αρχικό σχέδιο περιλάμβανε:
Το υφαντήριο, με 50 ιστούς (αργαλειούς). παρήγαγε 2.000 μέτρα χονδρό βαμβακερό ύφασμα την ημέρα και χρησιμοποιούσε νήματα από τα νηματουργεία που έφθαναν τα 550.000 κιλά το χρόνο. Η έλλειψη προσωπικού ήταν η αιτία που το υφαντήριο και το βαφείο σταμάτησαν να λειτουργούν λίγα χρόνια μετά.
Παρόλα αυτά το εργοστάσιο συνέχισε τη λειτουργία του και ο εξοπλισμός του από 4 κλώστριες που είχε αρχικά έφθασε τις 47 το 1914, ενώ οι άτρακτοι που μετέτρεπαν τη δύναμη του νερού σε κίνηση από 1.500 έγιναν 16.500 περίπου.Όλα τα μηχανήματα προέρχονταν από την Αγγλία και ήταν του εμπορικού οίκου Lord Brothers. Το εργοστάσιο αυτό εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο νηματουργείο της ανατολής. Το 1912 αρχικά συνενώνεται με το νηματουργείο του Λόγγου και Τουρπάλη της Νάουσας (1974) και σχηματίζεται η εμπορική εταιρία "Γρηγόριος Τσίτσης και Τουρπάλη". Τα κεφάλαια της εταιρείας είναι σοβαρά και η παραγωγή των δυο εργοστασίων ξεπερνούσε το μισό της παραγωγής όλων των άλλων νηματουργείων Έδεσσας, Νάουσας και Βέροιας.
Το πρώτο αυτό υδροκίνητο Νηματουργείο της Ελλάδας, απασχολούσε 350-500 εργάτες που έφθασαν τους 800 την περίοδο της ακμής του.
Το 1962 έκλεισε και περιήλθε στην ιδιοκτησία της ΕΤΒΑ. Υπήρξαν προσπάθειες επαναλειτουργίας του αλλά λόγου το ότι η μονάδα ήταν υπερβολικά μεγάλη σε εγκαταστάσεις ήταν δύσκολο να αξιοποιηθεί ξανά ολόκληρη, εάν κάποιος κατάφερνε να λειτουργήσει ξανά τη μονάδα θα μπορούσε να εκμεταλλεύεται μόνο το 40 % της. γιατί λόγου του πολέμου και της μακροχρόνιας κατασκευής της ήταν πολύ πιθανό τα επόμενα χρόνια να καταρρεύσει ολοσχερώς. Το κλείσιμο της επιχείρησης αλλά και των άλλων μεγάλων εργοστασίων (Κανναβουργείο, Άνω και Κάτω ΕΣΤΙΑ, Σ.Ε.Φ.Ε.Κ.Ο Α.Ε) ανάγκασαν γύρω στους 3.000 εργάτες να μείνουν στο δρόμο. Πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία.
Στη συνέχεια με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου το 1978 η μονάδα κατεδαφίζεται γιατί ήταν γνωστό ότι δεν μπορούσε να στεγάσει κάποια υπηρεσία του Δήμου λόγω της στατικότητας του κτηρίου. Από αυτό εκμεταλλεύτηκαν τα μπάζα από την κατεδάφιση για κτήσιμο πολυκατοικιών. Έτσι, από το αξιόλογο αυτό βιομηχανικό συγκρότημα απέμεινε μόνο το οικόπεδο. Ο Δήμος Έδεσσας ενδιαφέρεται πλέον για τη διαμόρφωση πρασίνου στο χώρο αυτό.