Η μονή Ζίτσα (σερβικά: Жича/Žiča) είναι σερβικό ορθόδοξο μοναστήρι του 13ου αιώνα κοντά στο Κράλιεβο, στη νοτιοδυτική Σερβία. Η μονή κτίστηκε από τον πρώτο βασιλιά της Σερβίας Στέφανο τον Πρωτόστεπτο και τον πρώτο προκαθήμενο της εκκλησίας της Σερβίας, του Αγίου Σάββα. Η μονή Ζίτσα ήταν έδρα αρχιεπισκόπου (1219-1253) και σύμφωνα με την παράδοση τόπος στέψης των Σέρβων βασιλέων. Η μονή αποτελεί από το 1979 πολιτιστικό μνημείο εξαιρετικής σημασίας για τη Σερβία και προστατεύεται από το σερβικό κράτος.
Ιστορία
Ο Άγιος Σάββας, γιος του Στέφανου Α΄ Νεμάνια, μόναζε στη μονή Χιλανδαρίου μέχρι που επέστρεψε στη Σερβία το 1207, μεταφέροντας μαζί του τα λείψανα του πατέρα του, τα οποία τα τοποθέτησε στη μονή Στουντένιτσα, αφότου συμφιλίωσε τον Στέφανο με τον Βουκάν οι οποίοι διαφιλονικούσαν για τη διαδοχή.[1] Ο Άγιος Σάββας μαζί με τον Στέφανο τον Πρωτόστεπτο ίδρυσε τη μονή Ζίτσα,[1] η οποία κατασκευάστηκε την περίοδο 1208-1230 με τη βοήθεια Ελλήνων μαστόρων.[2]
Το 1219, η εκκλησία της Σερβίας κέρδισε την αυτοκεφαλία της από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη και τον πατριάρχη Μανουήλ Α΄, και ο αρχιμανδρίτης Σάββας έγινε ο πρώτος Σέρβος αρχιεπίσκοπος. Το μοναστήρι ορίστηκε έδρα του αρχιεπισκόπου πασών των Σερβικών εδαφών. Ο Άγιος Σάββας έστεψε τον μεγαλύτερο αδελφό του Στέφανο ως «βασιλιά πάσης Σερβίας» στη μονή Ζίτσα.[3] Το 1221 στη μονή έλαβε χώρα σύνοδος, η οποία καταδίκασε τους Βογομίλους.
Όταν οι Ούγγροι εισέβαλαν στη Σερβία, ο Άγιος Σάββας έστειλε τον αρχιεπίσκοπο Αρσένιο να βρει ένα ασφαλέστερο μέρος στο νότο για την κατασκευή της νέας αρχιεπισκοπής έδρας. Το 1253, η έδρα της αρχιεπισκοπής(μετέπειτα πατριαρχείο) μεταφέρθηκε στο Πετς, στο πατριαρχικό μοναστήρι του Πετς.[4] Οι Κουμάνοι έκαψαν τη μονή κάποια στιγμή ανάμεσα στο 1276 και το 1289. Το 1289-90 τα κειμήλια της Ζίτσας, μεταξύ των οποίων τα λείψανα του Αγίου Γιεβστατίγιε Α΄, μεταφέρθηκαν στο Πετς.[5] Ο βασιλιάς Στέφανος Μίλουτιν ανακαίνισε τη μονή την περίοδο 1292-1309,[4] και ζωγραφίστηκε ένα νέο στρώμα τοιχογραφιών, κτίστηκε ένας πύργος και η εκκλησία καλύφθηκε με μολύβδινη οροφή.[6]
Αρχιτεκτονική
Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Ανάληψη του Κυρίου. Αποτελεί παράδειγμα της αρχιτεκτονικής σχολής της Ράσκας. Διαθέτει ευρύχωρο κλίτος με μεγάλο ιερό στο ανατολικό άκρο του. Ο κεντρικός χώρος φέρει τρούλο. Η εκκλησία είναι φτιαγμένη από πέτρα και πλίνθους. Αρχιτεκτονικά έχει βυζαντινές επιρροές.
Έχει τρία στρώματα τοιχογραφιών, με το κάθε στρώμα να αποτελεί ξεχωριστή οντότητα. Οι παλαιότερες τοιχογραφίες χρονολογούνται από την κατασκευή της μονής. Με την ανακαίνιση από τον Στέφανο Μίλουτιν, ζωγραφίστηκε ένα νέο στρώμα τοιχογραφιών και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες η τραπεζαρία. Πολλές από αυτές τις τοιχογραφίες έχουν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό και σπαράγματά τους σώζονται στον ανατολικό τοίχο του περάσματος κάτω από τον πύργο, όπου απεικονίζονται ο Στέφανος με τον γιο του Ράντοσλαβ, στον νάρθηκα, στο κλίτος και τα παρεκκλήσια.[6]