Ο Άγιος Σάββας (σερβικά: Свети Сава, 1175 - 14 Ιανουαρίου1236), γνωστός ως Ο Διαφωτιστής, ήταν Σέρβος πρίγκιπας και Ορθόδοξος μοναχός, ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαληςΣερβικής Εκκλησίας, θεμελιωτής της σερβικής νομοθεσίας και διπλωμάτης. Ο Σάββας, γεννημένος ως Ράστκο Νεμάνιτς, ήταν ο νεότερος γιος του Σέρβου Μεγάλου ΠρίγκιπαΣτέφανου Νεμάνια (Αργότερα Οσίου Συμεών, ιδρυτή της δυναστείας των Nεμάνιτς) [1] και κυβέρνησε την περιοχή του Χουμ για λίγο το 1190-92. Στη συνέχεια έφυγε για το Άγιο Όρος, όπου έγινε μοναχός, με το όνομα Σάββας. Στο Άγιο Όρος ίδρυσε τη Μονή Χιλανδαρίου, που έγινε ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά και θρησκευτικά κέντρα του σερβικού λαού. Το 1219 αναγνωρίστηκε ως ο πρώτος Σέρβος Αρχιεπίσκοπος από το Πατριαρχείο και την ίδια χρονιά συνέγραψε το παλαιότερο γνωστό σύνταγμα της Σερβίας, το Ζακονοπράβιλο, εξασφαλίζοντας έτσι πλήρη ανεξαρτησία. τόσο θρησκευτική όσο και πολιτική. Ο Σάββας θεωρείται ο ιδρυτής της σερβικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας.[2]
Θεωρείται ευρέως ως μία από τις σημαντικότερες μορφές της σερβικής ιστορίας. Ο Άγιος Σάββας ανακηρύχθηκε άγιος και τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 14 Ιανουαρίου. Η ζωή του έχει παρουσιαστεί σε πολλά καλλιτεχνικά έργα από τον Μεσαίωνα ως τη σύγχρονη εποχή. Είναι ο προστάτης άγιος της Σερβίας, των Σέρβων και της Σερβικής εκπαίδευσης. Η εκκλησία του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι είναι αφιερωμένη σε αυτόν, χτισμένη εκεί όπου οι Οθωμανοί έκαψαν τα λείψανά του το 1594 κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης[3], στην οποία οι Σέρβοι χρησιμοποίησαν εικόνες του Σάββα ως πολεμικές σημαίες. Η εκκλησία είναι ένα από τα μεγαλύτερα εκκλησιαστικά κτίρια στον κόσμο[4].
Η γέννηση και η νεαρή ηλικία
Ο Ράστκο Νεμάνιτς (Растко Немањић) γεννήθηκε το 1169 ή το 1175, στη Γκράντινα (σημερινή Ποντγκόριτσα, Μαυροβούνιο). Ως νεότερος γιος του Μεγάλου Πρίγκιπα Στέφανου Νεμάνια και της Αννας, ανήκε στην πρώτη γενιά της δυναστείας των Νεμάνιτς, μαζί με τους αδελφούς του Βουκάν και Στέφανο. Στη Σερβική αυλή οι αδελφοί έλαβαν καλή παιδεία κατά τη βυζαντινή παράδοση, που ασκούσε μεγάλη πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική επιρροή στη Σερβία. Ο Ράστκο αποδείχθηκε σοβαρός και ασκητικός. Ως νεότερος γιος έγινε Πρίγκιπας του Χουμ σε νεαρά ηλικία, περί το 1190. Το Χουμ ήταν μια επαρχία μεταξύ του Νερέτβα και του Ντουμπρόβνικ. Ο Θεοδόσιος ο Χιλανδαρινός ανέφερε ότι ο Ράστκο, ως κυβερνήτης, ήταν "ήπιος και μειλίχιος, ευγενικός προς όλους, αγαπώντας τους φτωχούς όσο λίγοι και εκτιμούσε τον μοναχικό βίο. Την κυβέρνηση του Χουμ είχε πριν από αυτόν ο θείος του Μίροσλαβ του Χουμ, που συνέχισε να κατέχει την περιοχή του Λιμ με το Μπιέλο Πόλιε, ενώ ο Ράστκο κράτησε το Χουμ. Μετά από δύο χρόνια, το φθινόπωρο του 1192 ή λίγο αργότερα, ο Ράστκο έφυγε από το Χουμ για το Άγιο Όρος. Ο Μίροσλαβ πιθανόν να επέστρεψε ως κυβερνήτης του Χουμ μετά την αναχώρηση του Ράστκο.[1]
Αγιορίτες μοναχοί επισκέπτονταν συχνά τη Σερβική αυλή. Οι βιογράφοι του Δομετιανός και Θεοδόσιος περιγράφουν πως, σε μια επίσκεψη του Ράστκο στο παλάτι του Ζουπάνου-πατέρα του, κατά τη διάρκεια ενός πολυήμερου βασιλικού γλεντιού, ο Ράστκο γνωρίστηκε με μια ομάδα αγιοριτών μοναχών, που είχαν έρθει στο παλάτι για να ζητήσουν χρηματική δωρεά από τον Ζουπάνο. Σε μια συζήτηση που είχε λοιπόν με Ρώσο μοναχό (της ομάδας εκείνης των αγιορειτών μοναχών) ο Ράστκο αποφαάσισε να επισκεφτεί το Άγιο Όρος. Στους γονείς του, φοβούμενος ότι θα τον εμποδίσουν, είπε πως θα πάει για ξεκούραση σε κάποιο όρος της Σερβίας, αυτός όμως ξεκίνησε με κατεύθυνση το Άγιο Όρος.[1]
Άγιο Όρος
Κατά την άφιξή του στον Άθω, εισήλθε στη ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος|, όπου έλαβε το μοναστικό όνομα Σάββας και, σύμφωνα με την παράδοση, πνευματικός του καθοδηγητής ήταν ο Ρώσος μοναχός που είχε γνωρίσει στη σερβική αυλή με άλλους αγιορίτες μοναχούς. Στη συνέχεια έγινε μοναχός στην ελληνική Μονή Βατοπεδίου. Ο πατέρας του προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στη Σερβία, αλλά εκείνος απάντησε στον πατέρα του: «Έχεις ολοκληρώσει όλα όσα πρέπει να κάνει ένας χριστιανός ηγεμόνας, έλα τώρα και ακολούθησε με στην αληθινή χριστιανική ζωή».[1][2]
Ο Στέφανος Νεμάνια ακολούθησε τη συμβουλή του γιου του - συγκάλεσε τη συνέλευση στη Στουντένιτσα και παραιτήθηκε στις 25 Μαρτίου 1196, δίνοντας τον θρόνο στον δεύτερο γιο του Στέφανο.[5] Την επόμενη μέρα ο Νεμάνια και η σύζυγός του Άννα ορκίστηκαν μοναχοί. Ο Νεμάνια πήρε το όνομα Συμεών και έμεινε Στουντένιτσα μέχρι να φύγει για το Άγιο Όρος το φθινόπωρο του 1197. Η άφιξη του Νεμάνια χαροποίησε τον Σάββα και την αγιορείτικη κοινότητα, καθώς ο Νεμάνια ως ηγεμόνας είχε δωρίσει πολλά στην κοινότητα.[1]
Όταν ο Σάββας επισκέφθηκε τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρθηκε στο παραμελημένη και εγκαταλελειμμένη Μονή Χιλανδαρίου και του ζήτησε να δώσει στον ίδιο και στον πατέρα του η άδεια να επισκευάσουν το μοναστήρι και να το παραχωρήσει στον Βατοπέδι. Ο Αυτοκράτορας το ενέκρινε και έστειλε ειδική επιστολή και πολύ χρυσά στον φίλο του Στέφανο Νεμάνια (μοναχό Συμεών). Στη συνέχεια ο Σάββας απευθύνθηκε στον Πρώτο του αγίου Όρους, ζητώντας του να υποστηρίξει την προσπάθεια να γίνει η Μονή Χιλανδαρίου το καταφύγιο των Σέρβων μοναχών. Όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια, εκτός από το Βατοπέδι, δέχτηκαν την πρόταση και τον Ιούλιο του 1198 ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ εξέδωσε απόφαση που ανακάλεσε προηγούμενη απόφασή του και αντιθέτως παραχώρησε στον Συμεών και στον Σάββα όχι μόνο τη Μονή Χιλανδαρίου αλλά άλλα εγκαταλελειμμένα μοναστήρια ως καταφύγια για τους Σέρβους μοναχούς στο Άγιο Όρος. Η επισκευή της Μονής Χιλανδαρίου άρχισε γρήγορα και ο Μέγας Πρίγκιπας Στέφανος έστειλε χρήματα και άλλα χρειαζούμενα. Ο Στέφανος εξέδωσε τον ιδρυτικό χάρτη της Μονής Χιλανδαρίου το 1199.[5][6]
Ο Σάββας συνέταξε το Τυπικό (οδηγίες τέλεσης των ακολουθιών) για τη Μονή Χιλανδαρίου, με βάση το αντίστοιχο της Μονής της Θεοτόκου Eυεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από τη Μονή Χιλανδαρίου, ο Σάββας ήταν κτήτωρ (ιδρυτής, δωρητής) του ερημητηρίου στις Καρυές (έδρα του Αγίου Όρους) για τους μοναχούς που αφιερώνονταν στη μοναξιά και την προσευχή. Το 1199 συνέταξε το τυπικό των Καρυών. Μαζί με το ερημητήριο έκτισε το παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Σάββα τον Ηγιασμένο[7], το όνομα του οποίου έλαβε όταν έγινε μοναχός. Ο πατέρας του πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1199. Το 1204, μετά τις 13 Απριλίου, ο Σάββας έλαβε τον βαθμό του αρχιμανδρίτη.[1][2]
Καθώς ο Νεμάνια είχε αποφασίσει εξ αρχής να δώσει την εξουσία στον Στέφανο και όχι στον μεγαλύτερο Βουκάν, αυτός εν τω μεταξύ, όταν επέστρεψε, άρχισε να συνωμοτεί κατά του Στέφανου. Βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του Έμερικ, Βασιλιά της Ουγγαρίας, με τον οποίο εξόρισε τον Στέφανο στη Βουλγαρία, και σφετερίστηκε τον σερβικό θρόνο. Ο Στέφανος επέστρεψε στη Σερβία με στρατό το 1204 και απώθησε τον Βουκάν στη Ζέτα, την κληρονομική του ιδιοκτησία. Μετά από προβλήματα στο Άγιο Όρος με Λατίνους επισκόπους και τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό μετά την Δ΄ Σταυροφορία, ο Σάββας επέστρεψε στη Σερβία τον χειμώνα του 1205-06 ή του 1206-07, μεταφέροντας τα λείψανα του πατέρα του στο κληροδότημά του, τη Μονή Στουντένιτσα, και συμφιλίωσε τους φιλονικούντες αδελφούς του. Ο Νεμάνια (Συμεών) ανακηρύχθηκε άγιος το 1206.[1][8]
Διαφωτιστής
Αφού πέρασε 14 χρόνια στο Άγιο Όρος, ο Σάββας απέκτησε εκτεταμένες θεολογικές γνώσεις και πνευματική δύναμη. Σύμφωνα με τη βιογραφία του του ζητήθηκε να διδάξει στην αυλή και στον λαό της Σερβίας τους χριστιανικούς νόμους και παραδόσεις και "με αυτό τον τρόπο να τους μεταδώσει τη σοφία του και να τους εκπαιδεύσει". Στη συνέχεια ο Σάββας εργάστηκε για τη θρησκευτική και πολιτισμική φώτιση του σερβικού λαού, εκπαιδεύοντάς τον στη χριστιανική ηθική, την αγάπη και το έλεος, ενώ εν τω μεταξύ εργαζόταν επίσης για την οργάνωση της εκκλησίας.[1] Μετά την επιστροφή του το 1206 έγινε ηγούμενος της Στουντένιτσα και, ως πρεσβύτερός της, εισήγαγε κανονισμούς για το ανεξάρτητο καθεστώς αυτού του μοναστηριού στο Τυπικόν της Στουντένιτσα. Επωφελήθηκε από το γενικό χάος στο οποίο βρέθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204)[1][9] από τους Σταυροφόρους και τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου (όπου έδρευε η Αρχιεπισκοπή της Οχρίδας, στην οποία υπαγόταν η Σερβική Εκκλησία) και του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης στη Νίκαια. Το Τυπικόν της Στουντένιτσα έγινε ένα είδος lex specialis (ειδικού νόμου), που της επέτρεψε να έχει ανεξάρτητο καθεστώς ("Εδώ λοιπόν, κανείς δεν έχει εξουσία, ούτε επίσκοπος ούτε κανένας άλλος") σε σχέση με την Επισκοπή της Ράσκας και την Αρχιεπισκοπή της Οχρίδας. Η αγιοποίηση του Νεμάνια και το Τυπικόν της Στουντένιτσα θα ήταν τα πρώτα βήματα προς το μελλοντικό αυτοκέφαλο της Σερβικής Εκκλησίας και την αναβάθμιση του Σέρβου ηγεμόνα σε βασιλιά δέκα χρόνια αργότερα.[1]
Το 1217 ο αρχιμανδρίτης Σάββας εγκατέλειψε τη Στουντένιτσα και επέστρεψε στο Άγιο Όρος. Η αναχώρησή του ερμηνεύτηκε από ένα μέρος των ιστορικών ως εξέγερση εναντίον του αδελφού του Στεφάνου που δέχτηκε το βασιλικό στέμμα από τη Ρώμη. Ο Στέφανος είχε μόλις πριν από αυτό κάνει μια μεγάλη στροφή στην πολιτική του, νυμφευόμενος μια ευγενή από τη Βενετία και στη συνέχεια ζήτησε από τον Πάπα στέψη και ηθική υποστήριξη. Με την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204) η Ρώμη αύξησε σημαντικά την εξουσία της στα Βαλκάνια.[1][10] Ο Στέφανος στέφθηκε στη μονή Ζίτσα και τώρα ήταν ίσος με τους άλλους βασιλιάδες και ονομάστηκε «ο Πρωτόστεπτος Βασιλιάς» «όλων των σερβικών εδαφών». Σύμφωνα με τον Κόροβιτς, η πολιτική του Στεφάνου δεν έγινε ευμενώς δεκτή στη χώρα. Η ορθόδοξη παράδοση είχε ήδη επικρατήσει, ειδικά ο Σάββας στράφηκε εναντίον του αδερφού του, του οποίου μέχρι τότε ήταν πιστός σύντροφος. Ηταν ο κύριος εκπρόσωπος της Ορθοδοξίας και της βυζαντινής εκκλησιαστικής κουλτούρας στη Σερβία. Σύμφωνα με τον Ζόριτς, αν και ο Σάββας εγκατέλειψε τη Σερβία ενώ διεξάγοντο συνομιλίες μεταξύ του Στέφανου και της Ρώμης (προφανώς λόγω της διαφωνίας με την υπερβολική εξάρτηση του Στέφανου από τη Ρώμη), ο ίδιος και ο αδελφός του επανέλαβαν την καλή τους σχέση αφού ο δεύτερος έλαβε το στέμμα. Σύμφωνα με τον Μιλέουσνιτς είναι πιθανό ότι ο Σάββας δεν συμφωνούσε με τα πάντα στην εξωτερική πολιτική του αδελφού του, ωστόσο η αναχώρησή του για το Άγιο Όρος μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως προετοιμασία για την απόκτηση του αυτοκέφαλου (ανεξαρτησίας) της Σερβικής Αρχιεπισκοπής. Οι βιογράφοι του Σάββα, Δομεντιανός και Θεοδόσιος, αναφέρουν ότι προτού εγκαταλείψει τη Στουντένιτσα, διόρισε έναν νέο ηγούμενο και "έβαλε το μοναστήρι σε καλή, σωστή σειρά και θέσπισε το νέο εκκλησιαστικό σύνταγμα και την τάξη της μοναστικής ζωής».[9]
Αυτοκέφαλο και οργάνωση της εκκλησίας
Η αναβάθμιση της Σερβίας σε βασίλειο δεν σήμαινε πλήρως και την ανεξαρτησία της χώρας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής, αν δεν κατορθωνόταν το ίδιο και με την εκκλησία της. Οι ηγεμόνες τέτοιων χωρών, με εκκλησιαστικά σώματα υποταγμένα στην Κωνσταντινούπολη, θεωρούντο ως «κυβερνήτες κατώτερης κατηγορίας, υπό τον ανώτατο ηγέτη του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου - τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα». Οι συνθήκες στη Σερβία για το αυτοκέφαλο συνέπεσαν σε μεγάλο βαθμό εκείνη την εποχή, με σημαντικό αριθμό μορφωμένων μοναχών, οργανωμένη μοναστική ζωή και σταθερή εκκλησιαστική ιεραρχία, με αποτέλεσμα "το αυτοκέφαλο, κατά κάποιο τρόπο, ήταν μόνο θέμα χρόνου". Ήταν σημαντικό για τον Σάββα ότι ο επικεφαλής της Σερβικής εκκλησίας διορίστηκε από την Κωνσταντινούπολη και όχι από τη Ρώμη.
Στις 15 Αυγούστου 1219, κατά τον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου, ο Σάββας ορίστηκε από τον Πατριάρχη Μανουήλ Α΄ Κωνσταντινουπόλεως στη Νίκαια ως πρώτος Αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης (ανεξάρτητης) Σερβικής Εκκλησίας. Με την υποστήριξη του Αυτοκράτορα Θεοδώρου Α΄ Λασκάρη και του «Παναγιώτατου Πατριάρχη και ολόκληρης της συνόδου της Κωνσταντινούποληςς» έλαβε την ευλογία οι Σέρβοι αρχιεπίσκοποι να ορίζονται από τις δικές τους επισκοπικές συνόδους των επισκόπων χωρίς τη συναίνεση του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο Σάββας εξασφάλισε την ανεξαρτησία της εκκλησίας, που κατά τον Μεσαίωνα ήταν υποστηρικτής και σημαντικός παράγοντας της κρατικής κυριαρχίας και της πολιτικής και εθνικής ταυτότητας.
Από τη Νίκαια ο Αρχιεπίσκοπος Σάββας επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου έκανε πάμπολλες δωρεές στα μοναστήρια. Στη Μονή Χιλανδαρίου έθεσε το θέμα της διοίκησης: "δίδαξε πως ειδικά ο ηγούμενος για όλες τις αρετές να δείχνει τον εαυτό του ως παράδειγμα στους άλλους και οι αδελφοί να ακούνε όλα όσα λέει ο ηγούμενος με φόβο Θεού ", όπως μαρτυρεί ο Θεοδόσιος. Από τη Μονή Χιλανδαρίου ο Σάββας ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη, στη Μονή Φιλοκάλου, όπου παρέμεινε για αρκετό καιρό ως επισκέπτης του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Κωνσταντῖνου του Μεσοποταμίτη, με τον οποίο ήταν πολύ καλός φίλος από τα νιάτα του. Η παραμονή του ήταν πολύ ωφέλιμη, καθώς μετέγραψε πολλά έργα που απαιτούντο για τους νόμους της εκκλησίας του.
Μετά την επιστροφή του στη Σερβία ασχολήθηκε με την οργάνωση της Σερβικής εκκλησίας, ειδικά όσον αφορά τη δομή των επισκοπών, που βρίσκονταν σε μέρη στα ευαίσθητα σύνορα με τη Ρωμαιοκαθολική Δύση. Κατά τη σύνοδο στη Ζίτσα το 1219, ο Σάβας "επέλεξε, από τους μαθητές του, θεόπνευστους και θεοφοβούμενους και έντιμους άνδρες, που ήταν ικανοί να διευθύνουν με τους θείους νόμους και την παράδοση των Αγίων Αποστόλων και να διατηρούν τα οράματα των αγίων θεοφοβούμενων πατέρων. Και τους χειροτόνησε και τους έκανε επισκόπους"(Δομεντιανός). Ο Σάββας έδωσε στους νεοδιορισθέντες επισκόπους νομικά βιβλία και τους έστειλε σε επισκοπές σε όλα τα μέρη της Σερβίας. Δεν είναι σαφές πόσες επισκοπές ίδρυσε. Οι ακόλουθες επισκοπές πάντως ήταν υπό τη διοίκησή του: της Ζέτας (Ζέτσκα), με έδρα τη Μονή του Αγίου Αρχάγγελου Μιχαήλ στην Πρέβλακα κοντά στο Κότορ, του Χουμ (Χούμσκα), με έδρα τη Μονή της Αγίας Θεομήτορος στο Στον, της Δαβαροβοσνίας με έδρα τη Μονή του Αγίου Νικολάου στο Λιμ, της Μοράβιτσα με έδρα τη Μονή του Αγίου Αχιλλείου, της Μπούντιμλια με έδρα τη Μονή του Αγίου Γεωργίου, της Τόπλιτσα με έδρα τη Μονή του Αγίου Νικολάου, του Χβόσνο με έδρα τη Μονή της Αγίας Θεομήτορος, της Ζίτσα στην έδρα της Εκκλησίας, της Ράσκας με έδρα τη Μονή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Πετς, του Λίπλιαν και του Πρίζρεν. Μεταξύ των επισκόπων του ήταν ο Ιλαρίων και ο Μεθόδιος. Την ίδια χρονιά ο Σάββας δημοσίευσε το Zακονοπράβιλο (ή «Noμοκανόνα του Αγίου Σάββα»), το πρώτο σύνταγμα της Σερβίας. έτσι οι Σέρβοι απέκτησαν και τις δύο μορφές ανεξαρτησίας: πολιτική και θρησκευτική.[9][11]
Το οργανωτικό έργο του Σάββα ήταν πολύ δυναμικό και, πάνω απ' όλα, στη νέα οργάνωση δόθηκε σαφής εθνικός χαρακτήρας. Ο Έλληνας επίσκοπος στο Πρίζρεν αντικαταστάθηκε από ένα Σέρβο, τον μαθητή του. Αυτό δεν ήταν το μόνο χαρακτηριστικό του αγωνιστικού του πνεύματος. Ο ορισμός των εδρών των νεοϊδρυμένων επισκοπών πραγματοποιήθηκε με ιδιαίτερη κρατική-θρησκευτική στόχευση. Η Αρχιεπισκοπή έδρευε στη Ζίτσα, το νέο κληροδότημα του βασιλιά Στεφάνου, βόρεια του Ρας (πρωτεύουσα) και της Στουντένιτσα, και όχι πολύ μακριά από τα ουγγρικά σύνορα. Η επισκοπή Δαβαροβοσνίας στον ποταμό Λιμ βρισκόταν προς τα σύνορα με τη Βοσνία, για να επηρεάζει το εκεί ορθόδοξο στοιχείο και να καταστείλει τη διδασκαλία των Βογομίλων. Η επισκοπή της Ζέτα βρισκόταν στη χερσόνησο της Πρέβλακα, στον κόλπο του Κότορ, έξω από την ίδια τη Ζέτα και η επισκοπή του Χουμ στο Στον. Και οι δύο ήταν σχεδόν στα όρια του βασιλείου, προφανώς με στόχο την καταπολέμηση της δράσης των Καθολικών, που είχε εξαπλωθεί ειδικά από τις καθολικές επισκοπές του Κότορ και του Ντουμπρόβνικ. Σε παλαιότερες εποχές, επίσης, Ορθόδοξα μοναστήρια υπάγοντο στην εποπτεία της Καθολικής Αρχιεπισκοπής του Μπαρ. Μετά τις ενέργειες του Σάββα, η τάση αυτή άρχισε να αλλάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με την οργάνωση του Σάββα η Ορθοδοξία έγινε τελικά η κρατική θρησκεία της Σερβίας. Ο Σάββας, από την άποψη αυτή, εργάστηκε με συνέπεια και ανεπιφύλακτα. Οι Βογόμιλοι είχαν τεθεί εκτός νόμου ήδη από τον πατέρα του Νεμάνια, ενώ ο Σάββας, ως Αγιορείτης λατινόφοβης, έκανε ότι μπορούσε για να αποτρέψει και να αποδυναμώσει την επιρροή του Καθολικισμού. Μέσω του κληρικού του, που τον επηρέαζε άμεσα με το παράδειγμα και τη διδασκαλία του, ο Σάββας ανύψωσε επίσης το γενικό πολιτιστικό επίπεδο ολόκληρου του λαού, επιδιώκοντας να αναπτύξει τις ανθρώπινες αρετές και την αίσθηση του πολιτικού καθήκοντος. Η ιδέα του Σερβικού κράτους της δυναστείας των Νεμάνιτς δημιουργήθηκε υλικά από τον Νεμάνια και διανοητικά από τον Σάββα.[1][9]
Ο Νομοκανόνας του
Ο Νομοκανόνας που έγραψε ο Σάββας το 1219 έγινε το πρώτο σύνταγμα της Σερβίας. Ο Νομοκανόνας ρύθμισε μεγάλο μέρος των κοινωνικών, εκκλησιαστικών αλλά και αστικών υποθέσεων. Στο μέρος του Νομοκανόνα το οποίο αφορούσε το εκκλησιαστικό δίκαιο χρησιμοποίησε σαν βάση δημιουργίας : Τη Σύνοψη του Στεφάνου της Εφέσου, τον Νομοκανόνα του Ιωάννη Σχολαστικού, τους κανόνες των Αγίων Αποστόλων, τους κανόνες των Αγίων Πατέρων, τις αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων και τον Μωσαϊκό Νόμο (3. και 5. βιβλίο του Μωυσή). Στο μέρος το οποίο αφορούσε το αστικό δίκαιο χρησιμοποίησε σαν βάση δημιουργίας : Αποσπάσματα από των κώδικα Νόμων του Ιουστινιανού «Νεαραί» και άλλους κώδικες της Ιουστινιάνιας Νομοθεσίας, την Επιτομή Νόμων του Ιωάννη Σχολαστικού, την Collectio tripartita, το «Πρόχειρον» (αστικοί νόμοι) του 879 και Επιτομή Βυζαντινών Νόμων που αφορούσαν το αστικό και ποινικό Δίκαο. Έτσι με τον Νομοκανόνα που έγραψε ο Σάββας που ήταν μια μίξη του Ρωμαϊκού και Βυζαντινού Δικαίου η Σερβία έγινε πλέον συνιστώσα του ευρωπαϊκο-χριστιανικού πολιτισμού.[12]
Η Σύνοδος της Ζίτσας
Το 1221 έγινε η πρώτη γενική κρατική-εκκλησιαστική Σύνοδος μετά την ίδρυση της Αυτοκέφαλης Σερβικής εκκλησίας, στη μονή της Ζίτσας, η οποία και κτίσθηκε για να αποτελέσει την έδρα της νέας αρχιεπισκοπής. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου ο Σάββας με στέμμα ( σε μορφή στεφανιού ) του Πάπα έστεψε τον αδερφό του Στέφανο Νέμανιτς σε βασιλιά, ο οποίος από τότε ονομάστηκε Στέφανος ο Πρωτόστεπτος και η Σερβία έγινε πλέον βασίλειο.
Ο Σάββας σε αυτή τη Σύνοδο εκφωνεί έναν Λόγο του, που ονομάστηκε « Λόγος της Ζίτσας περί της ορθής Πίστης », με τον οποίο κηρύττει στον βασιλιά, στους άρχοντες και στους νεοεκλεγμένους επισκόπους τα θεμελιώδη δόγματα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, διαβεβαιώνοντας ότι χωρίς αυτήν, τα καλά έργα δεν έχουν κανένα νόημα. « Διότι σε τίποτα δεν ωφελεί, η διόρθωση της ζωής μας χωρίς αληθινή και καλλιεργημένη πίστη στον Θεό, ούτε και μια σωστή εξομολόγηση χωρίς καλά έργα μπορεί να μας οδηγήσει κοντά στον Κύριο, αλλά χρειάζονται και τα δύο, για να τελειοποιηθεί ο άνθρωπος του Θεού ». Με την ευκαιρία αυτή η Σύνοδος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας αναθεματίζει την αίρεση των Βογομίλων και τους επισκόπους της Βοσνιακής εκκλησίας επειδή δέχονταν εξόριστους αιρετικούς από τη Ράσκα.
Μετά τη Σύνοδο ο ίδιος ο Σάββας, αφού πρώτα εξέταζε τον καθένα ξεχωριστά, τους αιρετικούς και εκείνους που δεν δέχονταν τη νέα τους εκκλησιαστική ιεραρχία, τους συμβούλευε μετά από πνευματική προετοιμασία να βαπτίζονται. Στους αιρετικούς Άρχοντες ο Σάββας και ο βασιλιάς Στέφανος ο Πρωτόστεπτος προσέφεραν πολλά δώρα και τιμές σε όσους δέχονταν την ορθη πίστη ενώ εκείνους που συνέχιζαν να την αρνούνται τους έδιωχναν από τη χώρα.[8][13]
Το συγγραφικό του έργο
Τα πρώτα έργα του Σάββα ήταν αφιερωμένα στην ασκητική και μοναστική ζωή: το Τυπικό των Καρυών και το Χιλανδαρινό Τυπικό. Από τη φύση τους, είναι εκκλησιαστικοί νόμοι, συνεπώς βασικά μη λογοτεχνικά έργα, όμως σε αυτά κάποιες στιγμές εμφανίζεται το πρωτότυπο και, με τη στενή έννοια, λογοτεχνικό έργο του Σάββα. Επιπλέον εδώ έρχονται στο φως τα χαρακτηριστικά της γλώσσας και του ύφους του Σάββα, ειδικά σε εκείνες τις παραγράφους που είναι οι ιδιαίτερες ερμηνείες του ή ανεξάρτητα παραρτήματα.
Το Τυπικό των Καρυών, που γράφτηκε για τα κελιά των Καρυών το 1199. Είναι βασικά μια μετάφραση από ένα πρότυπο ελληνικό ασκητικό τυπικό και αποτέλεσε πρότυπο για το Σερβικό μοναχικό ή ερημιτικό μοναχισμό και έξω από το Άγιο Όρος.
Το Χιλανδαρινό Τυπικό, γραμμένο για τη Μονή Χιλανδαρίου το 1199. Καταρτίστηκε ως μετάφραση και προσαρμογή του εισαγωγικού μέρους του ελληνικού τυπικού της Μονής Παναγίας Ευεργέτιδος της Κωνσταντινούπολςη. Ο Σάββας χρησιμοποίησε μόνο μερικά τμήματα αυτού του τυπικού, προσθέτοντας δικούς του, διαφορετικούς κανονισμούς προσαρμοσμένους στις ανάγκες της Μονής Χιλανδαρίου. Ο ίδιος και ο πατέρας του ήταν δωρητές της Μονής Παναγίας Ευεργέτιδος και ο Σάββας έμενε εκεί κατά τα ταξίδια του στην Κωνσταντινούπολη, όπως φαίνεται, του άρεσε η τάξη και ο τρόπος ζωής σε αυτό το μοναστήρι. Αυτό το τυπικό έμελλε να γίνει ο γενικός κανόνας λειτουργίας και για άλλα σερβικά μοναστήρια (με μικρές τροποποιήσεις ο Σάββας έγραψε και το Τυπικό της Στουτνένιτσα το 1208). Το Χιλανδαρινό Τυπικό περιέχει κανονισμούς για την πνευματική ζωή στο μοναστήρι και την οργάνωση διαφόρων υπηρεσιών της μοναστικής κοινότητας (οπστέζιτσα).
Η οργάνωση της Σερβικής εκκλησίας με ενιαίες περιοχές τέθηκε σε εντελώς νέα βάση. Αναπτύχθηκε η δραστηριότητα των μεγάλων μοναστηριών και η φροντίδα του ιεραποστολικού έργου τέθηκε υπό την ευθύνη των πρωθιερέων (πρωτοπόποβι). Οι νομικές ρυθμίσεις της Σερβικής Εκκλησίας συγκροτήθηκαν σε κώδικα με ένα νέα, ανεξάρτητο έργο του Σάβα - τον Νομοκανόνα ή Κρίμτσια. Με αυτή την κωδικοποίηση της βυζαντινής νομοθεσίας η Σερβία ήδη στις αρχές του 13ου αιώνα απέκτησε μια σταθερή έννομη τάξη και έγινε κράτος δικαίου, στο οποίο δομήθηκε η πλούσια ελληνορωμαϊκή νομική κληρονομιά και ο Σάββας κατέστησε τη Σερβία χώρα μεταξύ του ευρωπαϊκού και μεσογειακού πολιτισμού.
Οι λειτουργικοί του κανονισμοί περιλαμβάνουν επίσης τους Οδηγίες για τη σωστή χρήση του Ψαλτηρίου (Ούσταβ ζα ντρζάνιε Ψάλτιρα), που μετέφρασε από την ελληνική γλώσσα ή, όπως ενδεχομένως συνέβη και στην περίπτωση του Νομοκανόνα, ήταν μόνο ο εμπνευστής, οργανωτής και επιβλέπων της μετάφρασης. Μια προσωπική επιστολή του, γραμμένη από την Ιερουσαλήμ στον μαθητή του, ηγούμενο Σπυρίδωνα της Στουντένιτσα, δείχνει ότι ο Σάββας βρίσκεται εγγύτερα στη λογοτεχνία. Πρόκειται για το πρώτο έργο του επιστολικού είδους που έχει διατηρηθεί στην παλιά σερβική λογοτεχνία. Ο θεολόγος Λάζαρ Μίρκοβιτς (1885-1968) σημείωσε: "Με πολύ αίσθημα και λαχτάρα για την πατρίδα σε ένα μακρινό κόσμο και φροντίζοντας για τα πράγματα στην πατρίδα, ο Σάββας έγραψε αυτή την επιστολή στον Σπυρίδωνα, αναφέροντας για τον ίδιο και την ακολουθία του, πώς αρρώστησαν καθ' οδόν, πώς έκαναν δωρεές στα Ιερά προσκυνήματα, πού σχεδίαζε να ταξιδέψει και μαζί με την επιστολή έστειλε δώρα: ένα σταυρό, ένα πολύπτυχο, ύφασμα και πετράδια. Ο σταυρός και το πολύπτυχο είχαν τοποθετηθεί στον τάφο του Χριστού και γι 'αυτό τα δώρα αυτά είχαν μεγαλύτερη αξία. Ο Σάββας ίσως βρήκε το ύφασμα στην Ιορδανία». Η επιστολή διατηρείται σε αντίγραφα του 14ου αιώνα που βρίσκονται στη Μονή Βέλικα Ρέμετα. Η κυρίως λογοτεχνική όμως φύση του Σάββα αποκαλύπτεται μόνο στις αγιολογικές και ποιητικές του συνθέσεις. Στο είδος του αποτελούν αντίστοιχα την αρχή της ανάπτυξης δόκιμων λογοτεχνικών ειδών στην ανεξάρτητη σερβική λογοτεχνία.
Στο Χιλανδαρινό Τυπικό ο Σάββας περιέλαβε τον Συνοπτικό Βίο του Αγίου Συμεών Νεμάνια, που διηγείται τη ζωή του Συμεών από την άφιξή του στη Μονή Χιλανδαρίου μέχρι τον θάνατό του. Γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1199 ή το 1200. Ο εκτενής Βίος του Αγίου Συμεών γράφτηκε στην εισαγωγή του Τυπικό της Στουντένιτσα (1208).
Ο Βίος του Αγίου Συμεών, γράφτηκε το 1208 ως κτητορικός βίος αγίου του ιδρυτή της Στουντένιτσα σύμφωνα με τους κανόνες της βυζαντινής λογοτεχνίας. Οι βίοι αγίων ήταν ένα από τα κύρια είδη πεζογραφίας στο Βυζάντιο. Οι βίοι αγίων γράφονταν για να δημιουργήσουν ή να διαδώσουν τη λατρεία του αγίου και να γνωστοποιήσουν τις ιδιότητες και τις αρετές του εν λόγω προσώπου. Το έργο επικεντρώθηκε στον μοναστικό χαρακτήρα του Συμεών, χρησιμοποιώντας βιογραφικές πληροφορίες μέσα στο πλαίσιο της απάρνησης του θρόνου, της εξουσίας και των μεγαλείων του κόσμου για τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο Συμεών απεικονίζεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της απάρνησης της γήινης ζωής, ως εκπρόσωπος των βασικών ευαγγελικών διδαχών και της βάσης τους, ειδικά της μοναστικής πνευματικότητας. Η βιογραφική του προϊστορία (κατακτήσεις και επιτεύγματα) συνοδεύεται με επαίνους στο προοίμιο, ακολουθούμενη από τα μοναστικά του επιτεύγματα και τον θάνατό του, καταλήγοντας με μια προσευχή αντί για έπαινο. Η γλώσσα είναι άμεση και απλή, χωρίς υπερβολικές ρητορείες, στις οποίες αναγνωρίζεται ένας στενός μάρτυρας και σύντροφος, που συμμετέχει στη ζωή του Αγίου Συμεών (ο Σάββας). Ο Μίλαν Kάσανιν σημείωσε ότι "καμία παλιά βιογραφία μας δεν είναι τόσο λίγο πομπώδης και λίγο ρητορική και τόσο ζεστή και ανθρώπινη όσο η βιογραφία του Nεμάνια."
Πολύ λίγα χειρόγραφα των έργων του Αγίου Σάββα έχουν διασωθεί. Εκτός από το Τυπικό των Καρυών, του οποίου αντίγραφο σε κύλινδρο φυλάσσεται σήμερα στη Μονή Χιλανδαρίου, πιστεύεται ότι δεν υπάρχει πρωτότυπο χειρόγραφο του Αγίου Σάββα. Το πρωτότυπο του Χιλανδαρινού Τυπικού (1198) χάθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Άγιος Σάββας θεωρείται ο ιδρυτής της ανεξάρτητης μεσαιωνικής σερβικής λογοτεχνίας
Πρώτο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους
Μετά τη στέψη του ανιψιού του Ράντοσλαβ, γιου του Στεφάνου, ο Σάββας έφυγε από τις Σερβικές ακτές το 1229 για ένα ταξίδι στην Παλαιστίνη. Επισκέφτηκε σχεδόν όλα τα ιερά προσκυνήματα και τους χάρισε πολύτιμα δώρα. Ο Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Αθανάσιος, μαζί με τους υπόλοιπους προκαθήμενους και ιδιαίτερα τους μοναχούς, τον χαιρέτισαν και τον υποδέχτηκαν θερμά. Πήγε στη Μονή του Τιμίου Σταυρού κοντά στην Ιερουσαλήμ όπου έκτισε κελιά για τους Σέρβους μοναχούς, αγόρασε οικόπεδο στο όρος Σιών όπου ίδρυσε και έκτισε νέα σερβική μονή, ενώ στην Άκκρα αγόρασε από τους Λατίνους τον ναό του Αγ. Γεωργίου, για να αποτελεί κέντρο υποδοχής μοναχών στους Άγιους τόπους. Σε κάποια επίσκεψη του στο όρος Σιών, με τη συνοδεία του τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων Αθανάσιο, ο Σάββας στη Μονή Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, επαναγόρασε από τους Σαρακηνούς με χρυσό και ασήμι που του έδωσε ο βασιλιάς Στέφανος Ράντοσλαβ, την οικία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, αγαπημένου μαθητή του Ιησού (όπου όπως αναφέρει η παράδοση τελέστηκε ο Μυστικός Δείπνος) επίσης ένα ναό και ένα ξενώνα. Επιστρέφοντας επισκέφθηκε τη Νίκαια και τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη (β. 1221-54), όπου παρέμεινε για αρκετές ημέρες. Από εκεί συνέχισε το ταξίδι του στο Άγιο Όρος, τη Μονή Χιλανδαρίου, και στη συνέχεια μέσω της Θεσσαλονίκης στη Σερβία. Οταν επισκέφθηκε την Αγία Λαύρα στην Παλαιστίνη του δόθηκε ως δώρο η Παναγία Τριχερούσα και η ποιμαντορική ράβδος του Σάββα του Ηγιασμένου, που την έφερε στη Μονή Χιλανδαρίου. Μετά από σύντομη παραμονή στη Στουντένιτσα ο Σάββας ξεκίνησε ένα τετραετές ταξίδι σε όλα τα εδάφη του, όπου επιβεβαίωσε τις θεολογικές διδασκαλίες και μετέφερε θεσμούς και έθιμα της μοναστικής ζωής για να διατηρηθούν, όπως τα είδε στο Άγιο Όρος, την Παλαιστίνη και τη Μέση Ανατολή.[1][2][9]
Δεύτερο προσκύνημα και θάνατος
Μετά την αλλαγή στον θρόνο το 1234, όταν τον Βασιλιά Ράντοσλαβ διαδέχθηκε ο αδελφός του Βλάντιλαβ, ο Αρχιεπίσκοπος Σάββας ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι του στους Αγίους Τόπους. Πριν από αυτό ο Σάββας είχε διορίσει τον πιστό μαθητή του Aρσένιο Σρέματς ως διάδοχό του στον θρόνο της Σερβικής Αρχιεπισκοπής. Ο Δομεντιανός αναφέρει ότι ο Σάββας επέλεξε τον Aρσένιο με τη «διόραση» του, με τον Θεοδόσιο να δηλώνει ότι επιλέχθηκε γιατί ο Σάββας γνώριζε ότι ήταν "άκακος και πιο δίκαιος από άλλους, προικισμένος σε όλα, πάντοτε θεοφοβούμενος Θεό και τηρώντας προσεκτικά τις εντολές Του". Αυτή η κίνηση ήταν σοφή και σκόπιμη. Ενόσω ακόμη ζούσε του επέλεξε ο ίδιος έναν άξιο διάδοχο επειδή γνώριζε ότι η περαιτέρω μοίρα της Σερβικής εκκλησίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την προσωπικότητα του διαδόχου του.
Ο Σάββας ξεκίνησε το ταξίδι του από την Μπούντβα και στη συνέχεια μέσω του Μπρίντιζι της Ιταλίας πήγε στην Άκρα. Σε αυτό το ταξίδι έζησε διάφορα άσχημα γεγονότα, όπως μια οργανωμένη πειρατική επίθεση στην τρικυμισμένη Μεσόγειο Θάλασσα, που όμως είχαν αίσιο τέλος. Στην Άκρα έμεινε σε ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Αγιο Γεώργιο, που είχε αγοράσει προγενέστερα από τους Λατίνους και στη συνέχεια πήγε από εκεί στην Ιερουσαλήμ, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Αποστόλου "που, μόλις έφτασε, το εξαγόρασε από τους Σαρακηνούς, στο όνομά του ". Ο Σάββας έμεινε αρκετά στην Ιερουσαλήμ, γινόμενος και πάλι φιλικά και αδελφικά δεκτός από τον Πατριάρχη Αθανάσιο. Από την Ιερουσαλήμ πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου επισκέφθηκε τον Πατριάρχη Νικόλαο, με τον οποίο αντάλλαξε δώρα.
Αφού περιηγήθηκε τα ιερά προσκυνήματα στην Αίγυπτο, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, από όπου πήγε στο Σινά, στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, όπου πέρασε τη Σαρακοστή, κάνοντας πολλές δωρεές. Επέστρεψε για λίγο στην Ιερουσαλήμ, στη συνέχεια πήγε στην Αντιόχεια και από εκεί μέσω της Αρμενίας και των «Τουρκικών εδαφών» πήγε στο «Συριακό Πέλαγος» και στη συνέχεια επέστρεψε με πλοίο στην Αντιόχεια. Στο πλοίο ο Σάββας αρρώστησε και δεν μπορούσε να φάει. Μετά από μακρύ ταξίδι έφτασε στην Κωνσταντινούπολη όπου έμεινε για λίγο. Ο Σάββας θέλησε αρχικά να επιστρέψει στην πατρίδα του μέσω του Αγίου Όρους (σύμφωνα με τον Δομεντιανό), αλλά αποφάσισε να επισκεφθεί τη Βουλγαρική πρωτεύουσα στο Τίρνοβο, όπου έγινε θερμά και φιλικά δεκτός από τον Βούλγαρο Αυτοκράτορα Ιβάν Ασέν Β΄ (πεθερό του Βασιλιά Βλάντισλαβ) και ο Βούλγαρος Πατριάρχης Ιωακείμ. Όπως και σε όλες τις επισκέψεις του, έδωσε πλούσια δώρα στις εκκλησίες και τα μοναστήρια: «έδωσε επίσης στο βουλγαρικό Πατριαρχείο τιμητικές ιερατικές στολές και χρυσά βιβλία και κηροπήγια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια και άλλα εκκλησιαστικά σκεύη», όπως γράφει ο Θεοδόσιος. Ο Σάββας μετά από πολλή δουλειά και πολλά μακροχρόνια ταξίδια έφτασε στο Τίρνοβο κατάκοπος και άρρωστος. Όταν η ασθένεια τον πήρε από κάτω και έβλεπε ότι το τέλος ήταν κοντά, έστειλε μέρος της ακολουθίας του στη Σερβία με τα δώρα και όλα όσα είχε αγοράσει με την επιθυμία του να δοθούν «στα τέκνα του». Ο Δομεντιανός αναφέρει ότι πέθανε μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής, πιθανότατα στις 14 Ιανουαρίου [Π.Η.. 27 Ιανουαρίου] 1235.
Ο Σάββας θάφτηκε τιμητικά στην Εκκλησία των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων στο Τίρνοβο. Το σώμα του επεστράφη στη Σερβία μετά από επανειλημμένες παρακλήσεις και στη συνέχεια ετάφη στη Μονή Μιλέσεβα, που χτίστηκε από τον Βλάντισλαβ το 1234. Σύμφωνα με τον Θεοδόσιο ο Αρσένιος είπε στον Βλάντισλαβ "Δεν είναι ούτε ωραίο ούτε ευχάριστο, ενώπιον ούτε του Θεού ούτε του λαού, να αφήσουμε τον πατέρα μας [Σάββα], δωρημένο σε εμάς από τον Χριστό, ίσο με τους αποστόλους - που έκανε τόσους πολλούς άθλους και αμέτρητες προσπάθειες για τα Σερβικά εδάφη, διακοσμώντας τα με εκκλησίες, και για το βασίλειο, τους αρχιεπίσκοπους και τους επισκόπους και όλους τους θεσμούς και τους νόμους - τα λείψανά του να βρίσκονται μακριά από την πατρίδα του και την έδρα της εκκλησίας του, σε μια ξένη γη». Ο βασιλιάς Βλάντισλαβ έστειλε δύο φορές αντιπροσωπείες στον πεθερό του Aσέν, ζητώντας του να μεταφέρει τα λείψανα του Σάβσα σε πατρίδα, αλλά ο Αυτοκράτορας δεν ανταποκρίθηκε. Στη συνέχεια ο Βλάντισλαβ τον επισκέφτηκε προσωπικά και τελικά πήρε την έγκρισή του και έφερε τα λείψανα στη Σερβία. Με τις υψηλότερες εκκλησιαστικές και κρατικές τιμές τα λείψανα του Αγίου Σάββα μεταφέρθηκαν από την Εκκλησία των Αγίων Σαράντων Μαρτύρων στη Μονή Μιλέσεβα στις 6 Μαΐου [Π.Η. 19 Μαΐου] 1237. "Ο Βασιλιάς και ο Αρχιεπίσκοπος, με τους επισκόπους και τους ηγουμένους και πολλούς ευγενείς, όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, μετέφεραν τον Άγιο με μεγάλη χαρά, με ψαλμούς και ύμνους." Ο Σάββας ανακηρύχθηκε άγιος το και τα λείψανά του θεωρήθηκαν θαυματουργά. Η λατρεία του διατηρήθηκε σε όλο τον Μεσαίωνα και την Τουρκοκρατία.[1][3]
Κληρονομιά και λατρεία
Ο Άγιος Σάββας είναι ο προστάτης του Σερβικού λαού: τιμάται ως προστάτης των εκκλησιών, των οικογενειών, των σχολείων και των τεχνιτών. Η ημέρα της εορτής του τιμάται επίσης από Έλληνες, Βούλγαρους, Ρουμάνους και Ρώσους. Πολλά τοπωνύμια και άλλες μαρτυρίες, που διατηρούνται μέχρι σήμερα, μιλούν πειστικά για την επικράτηση της λατρείας του Αγίου Σάββα. Ο Σάββας θεωρείται ο πατέρας της σερβικής εκπαίδευσης και λογοτεχνίας. Συνέγραψε τον Βίο του Αγίου Συμεών (του πατέρα του Στέφανου Νεμάνια), τον πρώτο σερβικό βίο αγίου. Του έχουν δοθεί διάφοροι τιμητικοί τίτλοι, όπως "Πατέρας" και "Διαφωτιστής".[9]
Οι Σέρβοι δημιούργησαν τη θρησκευτική λατρεία του Αγίου Σάββα με πολλά τραγούδια, διηγήσεις και θρύλους για τη ζωή, το έργο, την αξία, την καλοσύνη, τη δικαιοσύνη και τη σοφία του. Τα λείψανά του, σύμφωνα με τον Ντιμίτριε Μπογκντάνοβιτς, "έγιναν αντικείμενο εθνικής και πολιτικής λατρείας, εστία απελευθερωτικής σκέψης, κίνδυνος για ξένη κυριαρχία. Έτσι (τα λείψανα) κάηκαν, ώστε να εξαφανιστεί η πηγή της ανυποταξίας του λαού". Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία τον τιμάει στις 27 Ιανουαρίου [Π.Η. 14 Ιανουαρίου][14].
Βιογραφίες
Η πρώτη, συντομότερη βιογραφία του Αγίου Σάββα γράφτηκε από τον διάδοχό του Αρχιεπίσκοπο Aρσένιο. Το αντίγραφο διατηρείται σε χειρόγραφο σε περγαμηνή, που χρονολογείται από τον 13ο ή τον 14ο αιώνα. Ο Δομεντιανός (περίπου 1210-μετά το 1264), Αγιορείτης μοναχός, έγραψε τον Βίο του Αγίου Σάββα το 1253. Το δώρισε στον Σέρβο βασιλιά Στέφανο Ουρός Α΄ (1243-76).Αυτή η βιογραφία περιγράφει τη ζωή του Σάββα από τη γέννησή του μέχρι την ταφή του στο Tίρνοβο. Ο Θεοδόσιος (1246-1328), επίσης Αγιορείτης μοναχός, έγραψε τον Βίο του Αγίου Σάββα στη Μονή Χιλανδαρίου στα τέλη του 13ου αιώνα. Βασίστηκε στη βιογραφία του Δομεντιανού, σε αντίθεση όμως με αυτόν, του οποίου οι αφηγήσεις έχουν βαθυστόχαστη και ιεροπρεπή ρητορική, η βιογραφία του Θεοδοσίου είναι θερμότερη, με χαρακτηριστικά αγιολογικής αφήγησης. Η περιγραφή των γεγονότων από τον Θεοδόσιο δίνει την εντύπωση μυθιστορήματος, αν και δεν παραποιεί την ιστορική ροή των γεγονότων. Ο Καθολικός επίσκοπος Iβάν Μρνάβιτς, σύγχρονος του Σέρβου πατριάρχη ΠαΪσίου (1614-1647), δημοσίευσε στη Ρώμη το 1630-31 μια βιογραφία του Αγίου Σάββα στα Λατινικά,, που στη συνέχεια μεταφράστηκε σε Σερβικά από τον Βέσελιν Τσαϊκάνοβιτς (1881-1946). Αυτή η βιογραφία έχει πολλές ιστορικές ανακρίβειες. Υπάρχουν πολλά σωζόμενα αντίγραφα της βιογραφία του Δομεντιανού και πολύ περισσότερα εκείνης του Θεοδοσίου.
Λείψανα
Η παρουσία των λειψάνων του Αγίου Σάββα στη Σερβία είχε εκκλησιαστική και πολιτική σημασία, ιδιαίτερα κατά την Οθωμανική περίοδο. Κανένας άνθρωπος μεταξύ των Σέρβων δεν έχει εντυπωθεί στη συνείδηση και την ύπαρξη του λαού όσο ο Άγιος Σάββας, από την εποχή του μέχρι σήμερα. Το 1377 ο Μπαν της Βοσνίας Τβρτκο στέφθηκε Βασιλιάς μπροστά στα λείψανα του Αγίου Σάββα. Το 1448 ο βοεβόδας Στέφαν Βούτσιτς Κόσατσα του Χουμ Stefan Vukčić Kosača του Χουμ αυτοανακηρύχτηκε "χέρτζογκ (δούκας) του Αγίου Σάβα". Η λατρεία του συγκέντρωνε όλους τους Νότιους Σλαβικούς λαούς, ιδιαίτερα τους Ορθόδοξους Σέρβους, ενώ ο τάφος του ήταν επίσης τόπος προσκυνητών για τους Καθολικούς και τους Μουσουλμάνους. Ξένοι συγγραφείς του 16ου αιώνα, ο Ζαν Σεσνό (1547) και η Κατρίν Ζεν (1550), σημείωσαν ότι οι Μουσουλμάνοι σεβόταν τον τάφο του Αγίου Σάββα και τον φοβόντουσαν. Ο Μπενεντίκτο Ραμπέρτι (1553) ανέφερε ότι οι Τούρκοι και οι Εβραίοι έ περισσότερες αγαθοεργίες στη Μονή Μιλέσεβα από τους Σέρβους.
Όταν οι Σέρβοι του Βανάτου εξεγέρθηκαν κατά των Οθωμανών το 1594, χρησιμοποιώντας τη μορφή του Αγίου Σάββα στις πολεμικές σημαίες τους, οι Οθωμανοί ανταπάντησαν με την αποτέφρωση των λειψάνων του Αγίου Σάββα στο οροπέδιο Βράτσαρ στο Βελιγράδι. Ο Μεγάλος Βεζίρης Κόκα Σινάν Πασά, διοικητής του Οθωμανικού στρατού, διέταξε να μεταφερθούν τα λείψανα από τη Μιλέσεβα στο Βελιγράδι, όπου τα έριξε στην πυρά στις 27 Απριλίου.[3] Ο μοναχός Nικηφόρος της Μονής Φένεκ έγραψε ότι «ασκήθηκε μεγάλη βία κατά των κληρικών και καταστροφή των μοναστηριών». Οι Οθωμανοί επεδίωκαν να πυρπολήσουν, συμβολικά και πραγματικά, τη σερβική αποφασιστικότητα για ελευθερία, που γινόταν ολοένα και πιο αισθητή. Το γεγονός ωστόσο πυροδότησε μια αύξηση της δράσης των επαναστατών, μέχρι την καταστολή της εξέγερσης το 1595. Πιστεύεται ότι το αριστερό του χέρι σώθηκε και σήμερα φυλάσσεται στη Μιλέσεβα.[1][3]
Η εκκλησία του Αγίου Σάββα χτίστηκε κοντά στον τόπο όπου κάηκαν τα λείψανά του. Η κατασκευή της ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 και ολοκληρώθηκε το 2004. Είναι μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες στον κόσμο. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τον Άγιο Σάββα στις 27 Ιανουαρίου του Γρηγοριανού ή 14 Ιανουαρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Την ημέρα της εορτής του εορτάζουν όλα τα σχολεία και όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.[15].
Θείες Λειτουργίες
Θείες Λειτουργίες, σλούζμπε, δημιουργήθηκαν προς τιμή του μετά την ταφή του. Η παλαιότερη λειτουργία χρονολογείται από τη βασιλεία του βασιλιά Βλάντισλαβ, στην οποία ο Άγιος Σάββας αναφέρεται μαζί με τους σκοτωμένους μοναχούς στο Σινά. Σε αυτή συγκρίνεται με τους Αγίους Σέργιο και Βάκχο, των οποίων τα λείψανα φυλάσσονται στη Μονή Μιλέσεβα. Στη λειτουργία ονομάζεται φωτοδότης επί της γης και αναφέρεται η λατρεία της εικόνας του. Υπάρχουν δύο λειτουργίες αφιερωμένες στον Άγιο Σάββα: μία αφιερωμένη στην Ανάληψή του (θάνατο) και η δεύτερη στην ανακομιδή των λειψάνων του. Ο Νικόλαος και ο Ράντισλαβ συνέθεσαν τη λειτουργία για την ανακομιδή των λειψάνων του περί το 1330. Άλλες λειτουργίες αφιερωμένες στην ανακομιδή συντάχθηκαν επίσης το 1599 από τον Ινοκ Γκεόργκιγε και από τον πρωτοηγούμενο Βησαρίωνα της Ζαβάλα το 1659-60. Αυτές οι λειτουργίες αντικαταστάθηκαν από τη χρήση της λειτουργίας του Θεοδοσίου. Ο άγνωστος συγγραφέας της λειτουργίας της Ανάληψης του Αγίου Σάββα, μοναχός της Μιλέσεβα, λέει προς αυτόν: «Πατέρα των Πατέρων - κανόνα των κληρικών, πάνσοφο υπόδειγμα, αρετή των μοναχών, οχυρό της εκκλησίας, φάρε της αγάπης, έδρα των συναισθημάτων, πηγή του ελέους, εμπνευσμένη από τη φωτιά γλώσσα, στόμα γλυκών λόγων, εκκλησιαστικό σκάφος του Θεού, γίνε πνευματικός παράδεισος - Θεόκαλος ιεράρχης του Χριστού".
Εκκλησίες αφιερωμένες στον Αγιο Σάββα
Mνημείο, συγκρότημα (ημέρα) και μπροστινή είσοδος (νύχτα) της Εκκλησίας του Αγίου Σάββα, μιας από τις μεγαλύτερες εκκλησίες στον κόσμο.
Υπάρχουν πολλοί ναοί (χράμοβι) αφιερωμένοι στον Άγιο Σάββα. Ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα ο Σέρβος Αρχιεπίσκοπος Νικόδημος Α΄(1316-1324) του αφιέρωσε μια εκκλησία. Η Ελένη της Βουλγαρίας, σύζυγος του αυτοκράτορα Στέφανου Δουσάν (β. 1331-55), ίδρυσε ένα παρεκκλήσι στην κορυφή του πύργου των Καρυών, αφιερωμένο στον Άγιο Συμεών και τον Αγιο Σάββα. Μία από τις εκκλησίες του Ρωσικού στο Άγιο Όρος, καθώς και μια εκκλησία στη Θεσσαλονίκη, είναι αφιερωμένες σε αυτόν. Εκκλησίες σε όλη τη Σερβία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία και το Μαυροβούνιο είναι αφιερωμένες σε αυτόν, καθώς και εκκλησίες σε κοινότητες της διασποράς.
Εικαστικές τέχνες
Δεν υπάρχει σχεδόν καμία Σερβική εκκλησία που να μην έχει απεικόνιση του Αγίου Σάββα. Συχνά απεικονίζεται ως αρχιερέας ή μαζί με τον πατέρα του, τον Άγιο Συμεών. Οι σημαντικότερες τοιχογραφικές απεικονίσεις του βρίσκονται στα μοναστήρια Στουντένιτσα, Μιλέσεβα, Πετς, Mόρατσα, Aρίλιε, Σοπότσανι, Ντέτσανι, Χιλανδαρίου, Παναγίας της Λιέβισκα, Πσάτσα, Λέσνοβο, Μάρκο, Mάτεγιτς, Nαγκορίτσανο, Αγίου Νικήτα, Aγίου Ανδρέα, Μπέλα Κρκβα, Μπάλιεβατς, Πάβλιτσα, Λιουμπόστινια, Μανάσια, Kόποριν, Προχόρ Πετσίνσκι, Ρουντένιτσα, Μπλαγκοβέστενιε και Αγίου Νικολάου στο Oβτσαρ, Γεζέβιτσα, Πογκάνοβο και άλλα. Απεικονίζεται με τη δυναστεία των Νεμάνιτς στο Ντέτσανι, το Πετς και την Οραχόβιτσα. Η ανακομιδή των λειψάνων του απεικονίζεται στην εκκλησία της Μονής Γκράντατς και στη Μονή του Πετς (στον ναό Παναγίας της Οδηγήτριας) απεικονίζεται η σκηνή όπου ο Σάββας χειροτονεί τον διάδοχό του Aρσένιο. Στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, επίσης στη Μονή του Πέτς, απεικονίζεται μια σύνοδος του Σάββα. Ο εικονογράφος Γεώργιος Μιτροφάνοβιτς απεικόνισε γεγονότα από τον Βίο του Αγίου Σάββα στην τραπεζαρία της Μονής Χιλανδαρίου. "Οι Σέρβοι θαυματουργοί" Σάββας και Συμεών απεικονίζονται στον Καθεδρικό του Αρχάγγελο στο Κρεμλίνο της Μόσχας. Στο παρεκκλήσι της Μονής της Ρίλα στη Βουλγαρία, η ζωή του Αγίου Σάβα απεικονίζεται σε οκτώ συνθέσεις και στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Ορους απεικονίζεται ως μοναχός.
Ο Άγιος Σάβας απεικονίζεται με τον Άγιο Συμεών σε μια εικόνα του 14ου αιώνα που πραγματοποιείται στο Εθνικό Μουσείο του Βελιγραδίου και σε μια εικόνα που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο του Βουκουρεστίου. Το ζευγάρι απεικονίζεται σε δεκάδες εικόνες που υπάρχουν στο Hilandar. Άλλες εικόνες αυτών βρίσκονται στα μοναστήρια της Λεπβίνας και της Κάρκα και στο τρίπτυχο της Orahovica. Σε μια εικόνα του Morača, δίπλα σε μια σκηνή από τη ζωή του, απεικονίζεται με τον Άγιο Συμεών, τον Κνεσέ Στεφάνου και τον Άγιο Κύριλλο τον Φιλόσοφο.
Οι γραφικές απεικονίσεις του Αγίου Σάββα βρίσκονται σε παλαιά σερβικά τυπωμένα βιβλία: Τρίοδα από το τυπογραφείο Mrkšina crkva (1566), Zbornik από Jakov της Kamena Reka (1566), καθώς και Sabornik του Božidar Vuković (1546) όπου απεικονίζεται με τον Άγιο Συμεών. Υπάρχουν αξιοσημείωτες απεικονίσεις του Sava στη χαλκογραφία, μία εκ των οποίων έγινε από τον Zaharije Orfelin (1726-1785). Στο Χιλάνταρ υπάρχουν δύο ξύλινα κομμάτια που απεικονίζουν τον Άγιο Σάβα και τον Άγιο Συμεών που κατέχουν την εικόνα των Τριών Χεριών Θεοτόκου. Το πρόσωπό του απεικονίζεται σε πολλά λειτουργικά μεταλλικά και κλωστοϋφαντουργικά αντικείμενα, ενώ σκηνές από τη ζωή του φωτίζονται σε πολλά χειρόγραφα και έντυπα βιβλία.
Λογοτεχνία
Πολλοί Σέρβοι ποιητές έχουν γράψει ποιήματα αφιερωμένα στον Άγιο Σάββα. Μεταξύ αυτών είναι τα Ποντ ίκονομ Σβέτογκ Σάβε και Σούζε Σβέτογκ Σάβε του Γιόβαν Γιοβάνοβιτς Σμάι (1833-1904), Σβέτι Σάβα και Σρπκίνιτσα του Βόισλαβ Ίλιτς (1860-1894), Σβέτομ Σάβι του Μίλοραντ Πόποβιτς Σάπτσανιν (1841-1895), Πρεντ ίκονομ Σβέτογκ Σάβε, Πέπεο Σβέτογκ Σάβε, Σβέτι Σάβα να γκόλγκοτι του Αλέξα Σάντιτς (1868-1924), Σβέτι Σάβα του Βόισλαβ Ιλιτς Μλάντι (1877–1944), Σβετίτελιου Σάβο, Ρέτσι Σβέτογκ Σάβε και Πέσμα Σβέτοβ Σάβι του Νικολάι Βελιμίροβιτς (1881–1956), Σβέτι Σάβα του Μίλαν Πέτροβιτς (1902-1963), Η Πορεία του Αγίου Σάββα του Βάσκο Πόπα (1922-1991), Σβέτομ Σάβι του Μόμτσιλο Τέσιτς (1911-1992), Σάβιν μόνολογκ της Ντεσάνκα Μαξίμοβιτς (1898-1993), Πρίτσα ο Σβέτομ Σάβι του Ματίγια Μπέκοβιτς (γ. 1939), Ουσπάβανκα του Μίτσο Γέλιτς Γκρνόβιτς (γ. 1942) και άλλα.
Κτήτωρ
Ο Σάββας ίδρυσε και ανακατασκεύασε εκκλησίες και μοναστήρια οπουδήποτε έμεινε. Κατά τη διαμονή του στο Βατοπέδι, ακόμη και πριν την άφιξη του πατέρα του (1197) ίδρυσε τρία παρεκκλήσια. Κάλυψε την εκκλησία του μοναστηριού με μόλυβδο και θεωρήθηκε δεύτερος κτήτωρ της, επίσης δωρίζοντας πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα τέχνης. Μαζί με τον πατέρα του ήταν ο μεγάλος, δεύτερος κτήτωρ των Μονών Ιβήρων και Μεγίστης Λαύρας και εκκλησιών στις Καρυές. Η σημαντικότερη ήταν η Μονή Χιλανδαρίου μαζί με τον πατέρα του. Τότε ίδρυσε το κελί στις Καρυέρς και το 1199 έγινε κτήτωρ τριών ακόμη μονών του Αγίου Όρους: Καρακάλλου, Ξηροποτάμου και Φιλοθέου. Το 1197 έκανε μια μεγάλη δωρεά στην Κωνσταντινουπολίτικη Μονή της Παναγίας της Ευεργέτιδος και το ίδιο στη Φιλοκαλόλου στη Θεσσαλονίκη. "λόγω του ότι έδωσε επίσης πολύ χρυσό για την ανέγερση αυτού του μοναστηριού, ο πληθυσμός εκεί τον θεωρεί κτήτορα", σύμφωνα με τον Θεοδόσιο.
Επιστρέφοντας στη Σερβία το 1206 ο Σάββας συνέχισε το έργο του. Τοιχογραφήθηκε η Εκκλησία της Μητέρας του Θεού στη Στουντένιτσα και επιχορηγήθηκαν δύο γειτονικά ερημητήρια. Το σημαντικότερο αρχιτεκτονικό του έργο ήταν ο Οίκος του Αγίου Σωτήρος, ονόματι Ζίτσα, η πρώτη έδρα της Σερβικής Αρχιεπισκοπής. Στο Πετς έκτισε την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και συμμετείχε επίσης στην οικοδόμηση της μονής Μιλέσεβα[16]. Στην Παλαιστίνη, στο Όρος Σινά, ίδρυσε το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Αποστόλου ως καταφύγιο για Σέρβους προσκυνητές. Ο Σάββας δώρισε χρυσό σε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη, στη Θεσσαλονίκη και ιδιαίτερα στο Άγιο Όρος. Η δραστηριότητά του ήταν μια έκφραση βαθιάς αφοσίωσης και ειλικρινούς πίστης στα χριστιανικά ιδανικά.[1]
↑«Манастир Милешева и Бели Анђео» [Mileševa Monastery and the White Angel] (στα Σερβικά). Tourist Organisation of Preijepolje. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2014.
1 Σε ορισμένες περιόδους ονομαζόταν Βελιγραδίου-Κάρλοβατς (Καρλοβικίου). Δεν αναγνωρίστηκε ποτέ κανονικά ως Πατριαρχείο Καρλοβικίου 2Αποκατάσταση του Πατριαρχείου το 1920 με ένωση των τριών Μητροπόλεων (Καρλοβικίου, Βελιγραδίου και Κετίγνης) με άλλες μητροπόλεις.