Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται.Πιθανότατα παρουσιάζει κάποια γεγονότα ή απόψεις μονομερώς ή με δυσανάλογη ισορροπία σε σχέση με την αντίστοιχη βαρύτητά τους. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος.
Ο κατά κόσμον Διονύσιος Ρούσσας γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1934 στη Σαλμώνη Ηλείας και είναι γιος του Δημητρίου και της Αργυρής, δασκάλας στο επάγγελμα. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1952 και πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Φιλοσοφικής και της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιλέγοντας την πρώτη. Το 1957 έλαβε πτυχίο από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατόπιν εργάστηκε ως άμισθος βοηθός της έδρας της Βυζαντινής Φιλολογίας καθώς και ως δάσκαλος στα εκπαιδευτήρια Ελληνική Παιδεία, των οποίων διετέλεσε και διευθυντής γυμνασίου.[3] Παράλληλα σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου πήρε πτυχίο το 1963.[3] Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός στην Πολεμική Αεροπορία.
Το 1964 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Θήρας Γαβριήλ και τον επόμενο χρόνο, το 1965, Πρεσβύτερος. Η Ιερά Σύνοδος του ανέθεσε την σύνταξη του φυλλαδίου «Φωνή Κυρίου», το οποίο διηύθυνε για έξι χρόνια, ενώ εργάστηκε και ως διορθωτής στα έντυπα της Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ».[4] Το 1966 παραιτήθηκε από την θέση του ως καθηγητής και τοποθετήθηκε διευθυντής κηρύγματος στην Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την διεύθυνση του φοιτητικού θεολογικού οικοτροφείου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1974. Το 1968 ανέλαβε την ευθύνη των εκδόσεων και του Τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας. Το 1971 ήταν υπεύθυνος για την φιλοξενία και την εκκλησιαστική συμμετοχή των Ορθοδόξων κληρικών για τους εορτασμούς της Εθνικής 150ετηρίδας. Τον Ιούλιο του 1971 εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στην εκλογή και ενθρόνιση του Πατριάρχου Βουλγαρίας Μαξίμου. Από το 1965 ήταν προϊστάμενος στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου της οδού Μετσόβου Αθηνών, όπου παρέμεινε μέχρι την εκλογή του στη Μητροπολη Αλεξανδρούπολης.
Θεμελίωσε και ανήγειρε 35 νέους ναούς καθώς και δύο ιερές μονές, την γυναικεία Μονή Παναγίας του Έβρου και την ανδρώα Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Μεταξύ των εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία του περιλαμβάνονται συνεδριακό κέντρο και ξενώνας, το Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρουπόλεως, το Σταυρίδειο εκκλησιαστικό μαθητικό οικοτροφείο αρρένων «Ο άγιος Στέφανος», το ενοριακό κέντρο του αγίου Ελευθερίου Αλεξανδρουπόλεως ενώ άρχισε να εκδίδει το διμηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό «Γνωριμία». Επιπλέον μερίμνησε για την ανέγερση νέου γηροκομείου, νέων κτηρίων στις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις Μάκρης, του Ανθίμειου πολιτιστικού κέντρου και του ιδρύματος κοινωνικής και πολιτιστικής προσφοράς «ο Άγιος Ιωσήφ».[5]
Μετάθεση στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κρίση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Β’ το 2003, ο τότε Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος συνέχισε τις επαφές με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ώστε να καταφέρει να μετατεθεί στην χηρεύουσα Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπως είχε ήδη συμφωνηθεί μεταξύ τους από το 1998.[9][10]
Στις 26 Απριλίου2004 συνεκλήθη η Ιερά Σύνοδος για τις εκλογές τριών νέων Μητροπολιτών (Θεσσαλονίκης, Σερβίων και Ελευθερουπόλεως). Τελικά μόνο 35 από τους 71 παρισταμένους Μητροπολίτες ψήφισαν υπέρ της πρότασης του Αρχιεπισκόπου για άμεσες εκλογές, λόγω της εκκρεμότητας αποστολής του καταλόγου των υποψηφίων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη. Μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν απάντησε ποτέ στα γράμματα που είχε στείλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο (την 1η Δεκεμβρίου του 2003, την 30ή Μαρτίου 2004 και την 20ή Απριλίου του 2004). Παρά την ισχνή πλειοψηφία και τις εκκρεμότητες ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προχώρησε στις εκλογές. Για τους λόγους αυτούς αποχώρησαν από τη συνεδρίαση διαμαρτυρόμενοι οι Μητροπολίτες Ζακύνθου, Φιλίππων, Περιστερίου, Πρεβέζης, Ναυπάκτου, Ηλείας και Θηβών (και ο Ιωαννίνων αρνήθηκε να εμφανιστεί για τους ίδιους λόγους). Ακολούθως, με μια απόφαση οριακής πλειοψηφίας της Συνόδου, ο Άνθιμος μετατέθηκε στις 26 Απριλίου2004 στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Επίσης την ίδια μέρα εξελέγησαν νέοι Μητροπολίτες Σερβίων και Ελευθερουπόλεως.[11][12][13]
Η απόφαση αυτή δημιούργησε μεγάλη κρίση ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο,[14] το οποίο συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τη διακοπή της κοινωνίας των Αρχιερέων του με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και το όνομά του διαγράφηκε από τα Εκκλησιαστικά Δίπτυχα.[15] Τελικά μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις οι νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη μνημόνευση του ονόματός του στα δίπτυχα.
Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος καθώς και διάφοροι πολίτες είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά με την εκλογή του Ανθίμου στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καταγγέλλοντας ότι δεν υπήρξε η απαιτούμενη ψηφοφορία για τη μετάθεσή του και ότι παραβιάστηκε η μυστικότητά της. Το ΣτΕ με απόφασή του αποφάνθηκε για τη νομιμότητα της μετάθεσης.[16] Τελικά, ο Άνθιμος κατεστάθη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και ενθρονίστηκε στις 18 Ιουνίου2004 στον Καθεδρικό Ναό της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης.
Από το 2004 εκδίδει το περιοδικό «Ευλογία». Έχει συγγραφικό έργο και είναι επίτιμος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης.[17]
Στις 7 Αυγούστου 2023, υπέβαλε την παραίτησή του από τον Μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, η οποία ολοκληρώθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2023.[18]
Με μέριμνά του συγκεντρώθηκε ως το 2015 ποσό περίπου 3.000.000 ευρώ από δωρεές και εισφορές πιστών, με σκοπό την ανέγερση ιδρύματος χρονίως πασχόντων. Αρχικά σχεδιάστηκε να γίνει στο Πανόραμα αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε το σχέδιο για περιβαλλοντικούς λόγους. Το Υπουργείο Υγείας ακολούθως παραχώρησε το πρώην ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης με σκοπό την ανέγερση του ιδρύματος. Η παραχώρηση του κτηρίου στην Μητρόπολη από το Υπουργείο Υγείας έγινε σε αντίθεση με την τότε απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να δοθεί η έκταση στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Τελικά η παραχώρηση κατέστη άκυρη διότι παραβιάστηκαν οι όροι από την πλευρά της Μητρόπολης.[24][25]
Ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Άνθιμος είναι κατηγορούμενος για φορολογικές και ποινικές υποθέσεις σχετικά με το «Ορθόδοξο Ίδρυμα Παιδείας και Πολιτισμού» της Μητρόπολης. Η έρευνα ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2016 και αφορά την διετία 2004-2005, κατά την οποία φέρεται ότι δεν αποδόθηκε φόρος προστιθέμενης αξίας και φόρος εισοδήματος συνολικής αξίας άνω των 460.000 ευρώ. Ο τίτλος «Ορθόδοξο Ιδρυμα Παιδείας και Πολιτισμού» χαρακτηρίστηκε ως παραπλανητικός καθώς το ίδρυμα λειτουργούσε ξενοδοχειακή μονάδα, που εισέπραττε, έκοβε αποδείξεις, αλλά δεν απέδιδε ΦΠΑ και φόρους. Το συγκεκριμένο ίδρυμα καταργήθηκε το 2005 ύστερα από απόφαση της Ιεράς Συνόδου και συστάθηκε το «Εκπαιδευτικό και πολιτιστικό ίδρυμα της Ιεράς Μητρόπολης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς» (με Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και πάλι τον Μητροπολίτη Άνθιμο) και υπό την ευθύνη του λειτουργεί η ίδια ξενοδοχειακή μονάδα.[26][27][28]
Στις 21 Νοεμβρίου 2017 ανακοινώθηκε[29] από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης η αναγόρευση του Άνθιμου ως επίτιμου διδάκτορα του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής. Αν και αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι η τελετή θα γινόταν στις 27 Νοεμβρίου, αναβλήθηκε «για λόγους καλύτερης οργάνωσης»[30] χωρίς να ανακοινωθεί νέα ημερομηνία. Η ανακοίνωση της αναγόρευσης οδήγησε σε πλήθος αντιδράσεων[31][32][33][34] και πραγματοποίηση συλλογής υπογραφών[35] που ζητούσαν την ανάκληση της απόφασης, θεωρώντας την «απόφαση-ντροπή για το ΑΠΘ». Ο πρόεδρος του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας σε συνέντευξή του ισχυρίστηκε πως η αναβολή σχετίζεται με τις αντιδράσεις αυτές και με το ενδεχόμενο «παρέμβασης κατά την διάρκεια της τελετής».[36] Τελικά, χωρίς να έχει υπάρξει επίσημη ανακοίνωση, ανακηρύχτηκε τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019, εντός του επισκοπείου επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.[37]
Δημόσιες αντιπαραθέσεις
Στην κηδεία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ο Μητροπολίτης Άνθιμος εκφώνησε επικήδειο ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος και προκάλεσε αντιδράσεις με την εκτός πρωτοκόλλου προσφώνηση του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ, η οποία χαρακτηρίστηκε ως βαρύτατο θεσμικό ατόπημα.[38][39][40][41][42] Στις αρχιεπισκοπικές εκλογές του 2008 ήταν για δεύτερη φορά υποψήφιος, συγκεντρώνοντας στην πρώτη ψηφοφορία 7 ψήφους και στηρίζοντας στη δεύτερη τον τελικώς εκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Β΄.[43]
Το 2010 κατά τον εορτασμό του Αγίου Δημητρίου είχε φραστικό επεισόδιο με τον υποψήφιο δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος τον είχε αποκαλέσει νωρίτερα «μουτζαχεντίν».[44][45][46][47] Συγκεκριμένα, ο Άνθιμος είπε στον Μπουτάρη: «Με είπες μουτζαχεντίν. Σαν να σου λέω εγώ ότι είσαι Βούλγαρος προδότης. Να ανακαλέσεις γιατί όσο ζω εγώ, η Εκκλησία δε θα σου επιτρέψει να δεις τη δημαρχία».[48][49][50] Το περιστατικό σχολιάστηκε αρνητικά από μέρος των πιστών στο ναό[49], αλλά και από ένα μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης.[51][52]
Τον Δεκέμβριο 2010 άσκησε αρνητική κριτική στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο με αφορμή την παρουσία του στην συναυλία «αλληλεγγύης και κοινωνικής σύγκλισης»[53] που έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 2010 στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα (οργανώθηκε από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών).[54]
Σε κήρυγμα στις 14 Αυγούστου 2011 εξέφρασε την αντίθεσή του στην πρόθεση του πρόεδρου της Μελίτης να λειτουργήσει ραδιοφωνικό σταθμό στην Σλαβομακεδονική γλώσσα.[71][72][73][74] Ο λόγος του Ανθίμου χαρακτηρίστηκε από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ως ρατσιστικός και μισαλλόδοξος.[75][76]
↑Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), "Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον", 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 442