Ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης (κατά κόσμον Γιοχάνες Βίλο Ρίννε, φινλανδικά: Johannes Wilho Rinne Τούρκου, 16 Αυγούστου 1923 - Τούρκου, 1 Ιουλίου 2010) ήταν κληρικός και επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Υπήρξε Αρχιεπίσκοπος Ελσίνσκι και πάσης Φινλανδίας από το 1987 μέχρι το 2001 που υπέβαλε την παραίτησή του.
Αρχικά, υπήρξε Λουθηρανός και ήταν Διδάκτωρ Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Ώμπο Ακαντεμί. Το 1966 εντάχθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και συνέχισε τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου έγινε Διδάκτωρ Εκκλησιαστικού Δικαίου το 1971. Θεολογικές σπουδές, εκτός από την Ελλάδα, είχε κάνει στη Φινλανδία, τη Νέα Υόρκη, την Αγγλία και την Αγία Πετρούπολη.
Το 1967 εκάρη μοναχός στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού Πάτμου και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στην Κωνσταντινούπολη. Στις 26 Μαΐου 1969 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Λαπωνίας, βοηθός επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Καρελίας και πάσης Φινλανδίας. Το 1970 εξελέγη επαρχιούχος Επίσκοπος Ελσίνκι. Το 1972 οι Επισκοπές της Εκκλησίας της Φινλανδίας ανυψώθηκαν σε Μητροπόλεις, οπότε και ονομάστηκε Μητροπολίτης Ελσίνκι[1]. Τον Οκτώβριο του 1987[2] εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Καρελίας και πάσης Φινλανδίας, επικεφαλής της Αυτόνομης Φινλανδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (Οικουμενικό Πατριαρχείο)[3].
Το 2001 παραιτήθηκε οικειοθελώς[4] και ορίστηκε Μητροπολίτης Γέρων Νικαίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εφησυχάζοντας στη γενέτειρά του, το Τούρκου. Πέθανε την 1 Ιουλίου 2010 σε ηλικία 86 ετών[1].