Η μετανάστευση στον Καναδά είναι η διαδικασία με την οποία άτομα μετακινούνται στον Καναδά με σκοπό τη διαμονή τους εκεί—και όπου η πλειοψηφία στη συνέχεια αποκτάει καναδική ιθαγένεια. Από το 2019, ο Καναδάς έχει τον 8ο μεγαλύτερο πληθυσμό μεταναστών στον κόσμο, καθώς οι ξένοι-γεννημένοι αποτελούν περίπου το ένα πέμπτο (21% το 2019) του πληθυσμού του Καναδά—έναν από τους υψηλότερους δείκτες για τις εκβιομηχανισμένες δυτικές χώρες.[1]
Στην ισχύουσα καναδική νομοθεσία, οι μετανάστες διακρίνονται σε τέσσερεις κατηγορίες:[2]
Μετά τη συνομοσπονδία του Καναδά το 1867, η μετανάστευση διαδραμάτισε αναπόσπαστο ρόλο στην ανάπτυξη τεράστιων εκτάσεων.[3] Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, η καναδική κυβέρνηση χρηματοδοτούσε ενημερωτικές εκστρατείες και προσλήψεις για να ενθαρρύνει την εγκατάσταση σε αγροτικές περιοχές· ωστόσο, αυτό ήταν πρωτίστως προς τα άτομα ευρωπαϊκής και χριστιανικής καταγωγής, ενώ οι άλλοι—ιδίως οι Βουδιστές, οι Σιντοϊστές, οι Σιχιστές, οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι μετανάστες—καθώς και οι φτωχοί, οι άρρωστοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, ήταν λιγότερο ευπρόσδεκτα.[3][4] Μετά το 1947, κατά την περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καναδικός νόμος και πολιτική εσωτερικής μετανάστευσης υπέστη σημαντικές αλλαγές, πιο αξιοσημείωτα με τον Νόμο Περί Μετανάστευσης του 1976, και τον ισχύοντα Νόμο Περί Προστασίας των Μεταναστών και Προσφύγων (IRPA) από το 2002.[4]