Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|29|12|2024}}
Η Νήσος Μάλντεν (Malden Island) (4°1′Ν, 154°56′Δ), η πρώην Νήσος Ανεξαρτησίας (Independence Island), είναι ένα χαμηλό, άνυδρο και ακατοίκητο νησί στον κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό, με έκταση περίπου 39,3 χμ². Είναι ένα από τα Νησιά Γραμμής Ισημερινού και ανήκει στο Κιριμπάτι. Το νησί είναι γνωστό κυρίως για τα «μυστηριώδη» προϊστορικά ερείπια (Πολυνησιακής προέλευσης), τα κάποτε εκτενή αποθέματα φωσφατικού γκουανό (τα εκμεταλλεύτηκαν Αυστραλιανές εταιρείες από το 1860 έως το 1927), την χρήση του ως το θέατρο των πρώτων Βρετανικών δοκιμών της Βόμβας Υδρογόνου (Επιχείρηση Γκραμπλ, 1957), και την σημασία του ως προστατευμένη περιοχή για την αναπαραγωγή θαλάσσιων πτηνών.
Γεωγραφία
Η Νήσο Μάλντεν βρίσκεται 447 χμ νότια του ισημερινού, 2840 χμ νότια της Χονολουλού της Χαβάης, και περισσότερο από 8000 χμ δυτικά της ακτής της Νοτίου Αμερικής. Η πλησιέστερη ξηρά είναι η ακατοίκητη Νήσος Στάρμπακ, 204 χμ στα νοτιοδυτικά. Το κοντινότερο κατοικημένο μέρος είναι η Τονγκαρέβα (Νήσος Πένρυν) των Νήσων Κουκ, 450 χμ στα νοτιοδυτικά. Το πλησιέστερο αεροδρόμιο είναι στο Κιριτιμάτι (Νήσος Χριστουγέννων), 675 χμ στα βορειοδυτικά. Άλλα κοντινά νησιά (όλα ακατοίκητα) είναι τα: Τζάρβις Νήσος, 690 χμ στα βορειοδυτικά, Βοστόκ Νήσος, 713 χμ στα νότια – νοτιοανατολικά, και η Καρολίνα Νήσος, 850 χμ στα νοτιοανατολικά.
Το νησί έχει κατά προσέγγιση το σχήμα ενός ισόπλευρου τριγώνου με πλευρές των 8 χμ, προσανατολισμένο με την νοτιοδυτική πλευρά του σε μια ευθεία από τα βορειοδυτικά στα νοτιοανατολικά. Η δυτική και νότια γωνιά του τριγώνου είναι ελαφρώς κουτσουρεμένες, κονταίνοντας την βόρεια, ανατολική και νοτιοδυτική ακτή στα περίπου 7 χμ, και προσθέτοντας κοντύτερες βόρεια και νότια ακτή με μήκος περίπου 1 με 2 χμ. Μια μεγάλη, στο μεγαλύτερο της μέρος ρηχή, με ακανόνιστο σχήμα λιμνοθάλασσα, που περιέχει έναν αριθμό μικρών νησίδων, γεμίζει το ανατολικό κεντρικό τμήμα του νησιού. Η λιμνοθάλασσα περιβάλλεται εντελώς από ξηρά, εκτός από σχετικά στενές διόδους κατά μήκος της βόρειας και ανατολικής πλευράς της. Το μεγαλύτερο μέρος της χερσαίας έκτασης του νησιού βρίσκεται στα νότια και τα δυτικά της λιμνοθάλασσας. Η συνολική έκταση του νησιού είναι περίπου 39,3 χμ², εκ των οποίων τα 13 χμ² είναι η λιμνοθάλασσα .
Το νησί είναι πολύ χαμηλό, δεν ξεπερνά τα 10 μ πάνω από το επίπεδο θαλάσσης στο υψηλότερο σημείο του. Οι μεγαλύτερες ανυψώσεις βρίσκονται κατά μήκος ενός δακτυλίου που από κοντά ακολουθεί την ακτογραμμή. Το εσωτερικό σχηματίζει μια κοιλότητα που είναι μόνον ελάχιστα μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας στο δυτικό τμήμα και κάτω από αυτό (γεμισμένη με την λιμνοθάλασσα) στο ανατολικό κεντρικό τμήμα. Λόγω αυτής της τοπογραφίας του, ο ωκεανός δεν είναι ορατός από το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού του νησιού.
Συνεχώς όλες τις ακτές τις χτυπάνε μεγάλα κύματα, που έχουν σχηματίσει μια στενή λευκή προς το γκρι αμμώδη παραλία. Εκτός από την δυτική ακτή, όπου η λευκή αμμώδης παραλία είναι περισσότερο εκτενής από αλλού, μια λωρίδα από σκούρα γκρι κοραλλιογενή χαλίκια, σχηματίζει μια σειρά από χαμηλές ράχες παράλληλες προς την ακτή, που βρίσκεται εντός της στενής παραλίας, και εκτείνεται προς το εσωτερικό της περιφέρειας του νησιού.
Ιστορία
Το Μάλντεν ανακαλύφθηκε στις 30 Ιουλίου 1825 από τον Καπετάνιο Τζορτζ Άνσον (Λόρδο) Μπάιρον (έναν ξάδερφο του ποιητή). Ο Μπάιρον, που διοικούσε το Βρετανικό Πολεμικό πλοίο HMS Μπλοντ, επέστρεφε στο Λονδίνο από μια ειδική αποστολή στην Χονολουλού όπου επαναπάτρισε τις σωρούς των νεαρών βασιλιά και βασίλισσας της Χαβάης, που είχαν πεθάνει από ιλαρά κατά την επίσκεψη τους στην Βρετανία. Το νησί ονομάστηκε από το όνομα του Τσαρλς Ρόμπερτ Μάλντεν, αξιωματικού του Μπλοντ, που είδε το νησί και το εξερεύνησε εν συντομία. Ο Άντριου Μπλόξαμ, φυσιοδίφης του Μπλοντ, και ο Τζέιμς Μακρέη, ένας βοτανολόγος που ταξίδευε για την Βασιλική Φυτοκομική Ένωση, βοήθησαν στην εξερεύνηση του νησιού και κατέγραψαν τις παρατηρήσεις τους.
Την εποχή της ανακάλυψης του, το Μάλντεν βρέθηκε ακατοίκητο, αλλά τα υπολείμματα ερειπωμένων ναών και άλλων εγκαταστάσεων καταδεικνύουν ότι το νησί κάποια εποχή στο παρελθόν κατοικείτο. Σε διάφορες στιγμές αυτά τα υπολείμματα θεωρητικά αποδόθηκαν σε «ναυαγούς», «πειρατές», τους «Νοτιοαμερικανούς Ίνκας», «πρώιμους Κινέζους θαλασσοπόρους», κτλ. Το 1924 τα ερείπια του Μάλντεν εξετάστηκαν από έναν αρχαιολόγο από το Επισκοπικό Μουσείο της Χονολουλού, τον Κ.Π. Έμορυ, που συμπέρανε ότι ήταν δημιούργημα Πολυνησιακού πληθυσμού που κατοίκησε εκεί ίσως για μερικές γενιές κάποιους αιώνες νωρίτερα.
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, κατά το αποκορύφωμα της Αμερικανικής φαλαινοθηρίας στον κεντρικό Ειρηνικό, το Μάλντεν το επισκέπτηκαν σε διάφορες περιπτώσεις Αμερικανοί φαλαινοθήρες.
Το Μάλντεν διεκδικήθηκε από την Αμερικανική Εταιρεία Γκουανό υπό την Πράξη Νήσων με Γκουανό του 1856, που έδινε το δικαίωμα σε πολίτες να κατάσχουν ακατοίκητα νησιά υπό την δικαιοδοσία των Ηνωμένων Πολιτειών με σκοπό την όρυξη του γκουανό, ενός πολύτιμου αγροτικού λιπάσματος. Προτού η Αμερικανική εταιρεία αρχίσει τις επιχειρήσεις της, όμως, το νησί καταλήφθηκε από μια Αυστραλιανή εταιρεία υπό Βρετανική άδεια. Αυτή η εταιρεία και οι διάδοχοι της εκμεταλλεύτηκαν το νησί συνεχώς από την δεκαετία του 1860 έως το 1927.
Το 1956 το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε το Μάλντεν ως τον τόπο εγκατάστασης οργάνων για την πρώτη σειρά δοκιμών θερμοπυρηνικών όπλων, με βάση το Κιριτιμάτι. Βρετανοί αξιωματούχοι επέμεναν ότι το Μάλντεν δεν θα έπρεπε να καλείται «νησί στόχος». Παρόλα αυτά, η στόχευση για τις βόμβες τοποθετήθηκε στο νότιο σημείο του νησιού και 3 θερμοπυρηνικές συσκευές εκράγηκαν σε μεγάλο ύψος σε μικρή απόσταση από τις ακτές του το 1957.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να αμφισβητούν την Βρετανική κυριαρχία πάνω στην Μάλντεν Νήσο μέχρι και μετά την ανεξαρτησία του Κιριμπάτι τον Ιούλιο του 1979. Στις 20 Σεπτεμβρίου, αντιπρόσωποι από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Κιριμπάτι συναντήθηκαν στην Ατόλλη Ταράουα της ομάδας Γκίλμπερτ του Κιριμπάτι, και υπέγραψαν μια συνθήκη φιλίας μεταξύ των δύο κρατών (συνήθως αναφέρεται ως Συνθήκη της Ταράουα του 1979) με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν την κυριαρχία του Κιριμπάτι στο Μάλντεν και 13 άλλα νησιά στις ομάδες Γραμμής Ισημερινού και Φοίνικα. Αυτή η συνθήκη τέθηκε σε εφαρμογή στις 23 Σεπτεμβρίου 1983.
Η κύρια αξία του νησιού για το Κιριμπάτι έγκειται στους πόρους των 370 χμ (200 ναυτικά μίλια) της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης που το περιβάλλει, ειδικά τα πλούσια μέρη αλίευσης τόνου. Τα αποθέματα γύψου στο νησί είναι εκτενή, αλλά δεν φαίνεται οικονομικά επικερδές υπό τις παρούσες συνθήκες στην αγορά, κυρίως λόγω του κόστους μεταφοράς. Κάποιο εισόδημα έχει κερδηθεί από τον οικοτουρισμό, Το World Discoverer, ένα σκάφος αναψυχής υπό την Society Expeditions, επισκεπτόταν το νησί μία ή δύο φορές ετησίως στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Το Μάλντεν προστατεύεται ως καταφύγιο άγριας ζωής και είναι κλειστή περιοχή, επίσημα χαρακτηρίστηκε ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής Νήσου Μάλντεν, στις 29 Μαΐου 1975, υπό το Διάταγμα Διατήρησης Άγριας Ζωής του 1975. Ο κύριος σκοπός αυτού του καταφυγίου είναι να προστατεύει τις μεγάλες αποικίες αναπαραγωγής των θαλάσσιων πτηνών. Το καταφύγιο διοικείται από την Μονάδα Διατήρησης Άγριας Ζωής του Υπουργείου Ανάπτυξης Νήσων Γραμμής Ισημερινού και Φοίνικα, με έδρα το Κιριτιμάτι. Δεν υπάρχει προσωπικό στο Μάλντεν, και οι σποραδικές επισκέψεις ξένων με γιώτ ή ψαράδων δεν μπορεί να καταγραφεί από το Κιριτιμάτι. Μια πυρκαγιά, που πιθανότατα προκλήθηκε από επισκέπτες, απείλησε τα θαλάσσια πτηνά και αυτό παραμένει ένας πιθανός κίνδυνος, ειδικά κατά τις περιόδους ξηρασίας.