Ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στις πλαστικές τέχνες στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρσοβίας το έτος 1904, όπου αρχικά είχε δασκάλους τους Στανίσουαφ Λεντς και Κάρολ Τίχι. Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε μια εκδήλωση νεολαίας ενάντια στην κυριαρχία του Τσάρου το 1905 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει περαιτέρω σπουδές στη Βαρσοβία. Συνέχισε τις καλλιτεχνικές του σπουδές στην Κρακοβία μεταξύ 1905-1910. Σπούδασε ζωγραφική υπό τη διεύθυνση (μεταξύ άλλων) των παρακάτω καλλιτεχνών ζωγράφων: Στανίσουαφ Ντεμπίτσκι, Γιούζεφ Μεχόφερ, Γιαν Στανισουάφσκι, Γιούζεφ Ουνιεζίσκι και Στανίσουαφ Βισπιάνσκι και γλυπτική υπό τον Κονστάντι Λάστσκα.[4] Ο Κοναζέφσκι ήταν επίσης εκπρόσωπος της πολωνικής σχολής Αρ Νουβό.[5]
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του με αριστεία το 1910, πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια σε ταξίδια στο εξωτερικό και έμεινε σε τέσσερα από τα μεγάλα κέντρα της ευρωπαϊκής τέχνης: Παρίσι, Μόναχο, Βιέννη και Ρώμη. Τα ταξίδια αυτά τα έκανε παρέα με τον Γιαν Βάουαχ, με τον οποίο είχε γνωρίσει στα φοιτητικά του χρόνια. Ο Βάουαχ, ο οποίος καταγόταν από την Ιστέμπνα της Σιλεσίας του Τσιέσιν, έγινε αργότερα γνωστός ως γραφίστας, σχεδιαστής και επίσης ζωγράφος και γλύπτης.
Το 1913, ο Κοναζέφσκι ζωγράφισε το εσωτερικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Ρόζντουου, κοντά στο Στρίι, από όπου έκανε συχνή εκδρομή στην Τσαρνοχόρα στα Ανατολικά Καρπάθια, όπου – σύμφωνα με το σχέδιο μερικών Πολωνών ζωγράφων – Σιχούλσκι, Πάουτς ή Γιαρότσκι – έκανε μια ζωγραφική καταγραφή της κουλτούρας των Χουτσούλων.[6]
Μετά τον γάμο του το 1914 με την Γιαντβίγκα Βάουαχ (την αδερφή του Γιαν Βάουαχ) πήγε να επισκεφθεί τον πατέρα του, τότε οργανοπαίκτη στο Καμιέντσικ, στον ποταμό Μπουκ. Ήταν εκεί όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Κοναζέφσκι μαζί με τη σύζυγό του, φυλακίστηκε βαθιά μέσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία, στο χωριό Γκρατσχόφκα, περίπου 50 χιλιόμετρα από το Μπουζούλουκ, μια πόλη στο Όμπλαστ Αρινμπούρκ. Πέρασε το χρόνο του σε παιδαγωγικές και πολιτιστικές δραστηριότητες ανάμεσα στις οικογένειες Πολωνών και Λιθουανών εξόριστων και των παιδιών τους. Το 1918 μετακόμισε στον πλησιέστερο δήμο, όπου δίδαξε ιστορία και σχέδιο στο τοπικό σχολείο περνώντας τον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζοντας. Εξέθεσε τα έργα του στο Μπουζούλουκ, όπου μερικά από αυτά παρουσιάστηκαν επίσης σε μια συλλεκτική έκθεση στη Μόσχα.[7]
Στις αρχές του 1920, ο Κοναζέφσκι επέστρεψε στην Πολωνία. Αρχικά έμεινε στο Λούμπλιν και στη συνέχεια – μετά από μια σύντομη περίοδο στη Βαρσοβία – το καλοκαίρι του 1920 εγκαταστάθηκε στο Ούστρον, στην Σιλεσία του Τσιέσιν. Αλλά το 1923 μετακόμισε σε αυτό που επρόκειτο να είναι το τελευταίο του σπίτι στην Ιστέμπνα. Όχι μόνο αφοσιώθηκε στο δημιουργικό του έργο αλλά ανέλαβε και οργανωτικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στην κοινότητα. Ξεκίνησε μια σχολή Πλαστικών Τεχνών, η οποία με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε εργαστήριο ιερών και άλλων εσωτερικών χώρων, στη συνέχεια έχτισε έναν ξενώνα που μετατράπηκε σε ένα δυναμικό πολιτιστικό κέντρο καλοκαιρινών διακοπών.
Στο ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δραπέτευσε με την οικογένειά του στο ανατολικό τμήμα της Πολωνίας, αλλά στα τέλη Σεπτεμβρίου, μετά την εισβολή των Σοβιετικών από την Ανατολή, επέστρεψε στην Κρακοβία. Το 1940 έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να διαφύγει στην Ουγγαρία. Στο τέλος πέρασε όλη την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Κρακοβία.
Το 1945 άνοιξε ένα εργαστήριο στο Κατοβίτσε της Σιλεσίας και την ίδια χρονιά ξεκίνησε μαθήματα γλυπτικής με άνθρακα στο Ριντουουτόβι,[8] κοντά στο Βοντζίσουαφ Σλόνσκι, και στη συνέχεια το 1948 επέστρεψε οριστικά στην Ιστέμπνα, όπου σε προσωρινές συνθήκες (οι προπολεμικές περιουσίες ουσιαστικά καταστράφηκαν ολοσχερώς και λεηλατήθηκαν) αναβίωσε τα εργαστήριά του και τη σχολή πλαστικών τεχνών.
Σε όλη του τη ζωή, ο Κοναζέφσκι αφοσιώθηκε ταυτόχρονα στη ζωγραφική και τη γλυπτική, έφτιαχνε βιτρό και συνθέσεις και επίσης τεχνουργήματα εφαρμοσμένης τέχνης. Σε όλα αυτά τα πεδία της προσπάθειάς του διακρίνεται μια σειρά επιρροών, κυρίως οι αισθητικές ιδέες της Νέας Πολωνίας,[9] αλλά και άλλες, μερικές φορές ακραίες τάσεις στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η δημιουργική του τέχνη έχει ιδιαίτερα πρωτότυπες αξίες στο πλαίσιο της περιοχής όπου προέκυψε.
↑The lexicon of the Polish artists and foreign – active in Poland (died before 1966), edited by Jolanta Maurin-Białostocka and Janusz Derwojed, vol. 4 Wrocław 1986, p. 78-80
↑Konarzewski Łukasz: Ludwik Konarzewski senior, [in:] "Ziemia śląska", edited by Lech Szaraniec, v. 2, Katowice 1989, p. 49-50 passim
Το λεξικό των Πολωνών καλλιτεχνών και ξένων – ενεργών στην Πολωνία (που πέθαναν πριν από το 1966), επιμέλεια Jolanta Maurin-Białostocka και Janusz Derwojed, τόμ. 4 Βρότσουαφ 1986, σελ. 78-80, (ISBN83-04-01983-3)
Gniazdo na Buczniku («Μια φωλιά στο Bucznik») – ένα ντοκιμαντέρ για την οικογένεια Konarzewski, σε σκηνοθεσία Αλεξάντρα Ντέντορ, παραγωγή της πολωνικής τηλεόρασης το 1993.