Ιστορία της Αιτωλίας

Η Ιστορία της Αιτωλίας, όπως συμβαίνει και με την ιστορία της γειτονικής Ακαρνανίας, είναι συνυφασμένη με την ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα, επειδή η Αιτωλία είχε άμεσα σύνορα τόσο με την Ευρυτανία όσο και με την Φωκική Λοκρίδα, είχε περισσότερα κοινά με αυτές τις περιοχές κατά τη διάρκεια της πορείας της στο χρόνο, απ’ ό, τι η Ακαρνανία. Οι Αιτωλοί, εκτός λίγων εξαιρέσεων, χαρακτηρίζονται από την αντιπαλότητα που είχαν με τους Ακαρνάνες, κάτι που οφείλεται κατά μεγάλο μέρος και στην ιδιοσυγκρασία των δύο γειτόνων που, με τη σειρά της διαμορφώθηκε από το ίδιο το τοπίο. Η Αιτωλία, χωρίς να λείπουν τα βουνά –ο Ηρόδοτος (7, 126) αναφέρει ότι στα βουνά της ζούσαν λιοντάρια,[1] κυριαρχείται από την πεδιάδα του ποταμού Αχελώου με τις λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία και την παραλιακή περιοχή της Καλυδώνας και των Πλευρών. Το σαφώς ηπιότερο και προσπελάσιμο ανάγλυφο, σε αντίθεση με τις δύσβατες και, σε πολλά σημεία, απροσπέλαστες περιοχές της Ακαρνανίας, αντικατοπτρίστηκε στον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής των δύο λαών.

Μυθολογικοί χρόνοι

Η Αιτωλία υπήρξε κατά την αρχαιότητα μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση ελληνικές χώρες και οι κάτοικοί της από τα πολυαριθμότερα έθνη. Από τους πρώτους που ήλθαν στην περιοχή ήσαν οι Αγραοί ή Αγραίοι (Πολύβιος 7, 5 και Θουκυδίδης 2, 102) που ίδρυσαν το Αγρίνιο. Επίσης οι Οφιονείς και οι Αποδωτοί (Πούβιος 7, 5 και Θουκυδίδης 3, 94) ωθήθηκαν βορειότερα από τους Οζόλους Λοκρούς, οι οποίοι κατέλαβαν τη νοτιοανατολική περιοχή μέχρι το Αντίρριο, όπου υπήρχαν θειούχες πηγές, από όπου προήλθε το επίθετο «Οζόλαι» («όζεω»). Οι πεδιάδες γύρω από το Παναιτωλικό, ανήκαν στους Ευρυτάνες για τους οποίους ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι αποτελούσαν «μέγιστον μέρος των Αιτωλών, αγνωστότατοι δε γλώσσαν και ωμοφάγοι». Όλη η παραλία από τη λιμνοθάλασσα Αιτωλικού-Μεσολογγίου μέχρι τις εκβολές του Αχελώου, ονομαζόταν από τον 5ο π.Χ. αιώνα Αιολίς.[2]

Ο Στράβων υποστηρίζει ότι η περιοχή χωριζόταν στην αρχαία και την επίκτητη Αιτωλία,[3] με την πρώτη να είναι το τμήμα εκείνο που κατακτήθηκε και κατοικήθηκε πρωταρχικά από τους Αιτωλούς, ενώ στη δεύτερη ζούσαν οι υποτελείς στους Αιτωλούς λαοί, δηλαδή οι Ευρυτάνες, οι Απόκουροι, οι Απεράντιοι, οι Αγραείς ή Αγραίοι, οι Απεραντοί, οι Αποδωτοί, οι Οφιονείς και οι Φωκείς.[1][4] Οι δυό περιοχές βρίσκονταν ανατολικά του Αχελώου (δυτικά ήταν η Ακαρνανία) και είχαν ως όρια την Οίτη και τον Τυμφρηστό στα βόρεια και τον Πατραϊκό κόλπο (Καλυδώνιο των αρχαίων) στα νότια.[4] Στο ανατολικό όριο ήταν ο ποταμός Μόρνος (Δάφνος των αρχαίων). Στην Αιτωλία φαίνεται ότι υπήρχε μεγάλης έκτασης αμπελοκαλλιέργεια, ίσως δε το γεγονός αυτό να υποδηλώνει και το όνομα του Οινέα, μυθικού πρώτου βασιλιά της Καλυδώνας.[1]

Η Καλυδώνα υπήρξε από τις σημαντικότερες πόλεις της Αιτωλίας στην αρχαιότητα

Πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας ήσαν οι Κουρήτες, αλλά γενάρχης τους θεωρείται ο Αιτωλός. [i] [2] Ήταν γνωστοί με το όνομα Αιτωλοί ήδη από την εποχή του Ομήρου, καθώς πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με 40 πλοία, υπό την ηγεσία του Θόα.[5]. Αποτελούσαν συγκροτημένη επικράτεια με κυριότερες πόλεις την Πλευρώνα, την Καλυδώνα, την Ώλενο, και τη Χαλκίδα (Χάλκεια). [ii] Σημαντικότατη πόλη, επίσης, θα πρέπει να υπήρξε η Καλλιπολίς (Κάλλιον), της οποίας τα ερείπια μόλις πρόλαβαν να ανασκαφούν (1977-9) πριν κατακλυστεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης Μόρνου.[1] Επίσης, ο Μελέαγρος που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ο Άγριος που έκτισε το Αγρίνιο και ο Όξυλος που θεωρείται ο τελευταίος βασιλιάς της Αιτωλίας, ήσαν τρεις ακόμη ήρωες που αναφέρονται στη μυθολογία. Η Αιτωλική Άρτεμις ήταν η αγαπημένη θεά των Αιτωλών γι’ αυτό και την παρίσταναν να κρατά ακόντιο, το συνηθισμένο τους όπλο.[4]

Αρχαίοι χρόνοι

Με βάση τις μυθολογικές παραδόσεις, οι ερευνητές πιστεύουν ότι την Ατωλία κατοίκησαν οι Ίωνες και μετά οι Ύαντες, οι Επειοί και, ίσως, οι Αιολείς. Οι Αιτωλοί φαίνεται ότι έφθασαν στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., φέρνοντας μαζί τους τα χαρακτηριστικά του μεσοελλαδικού πολιτισμού.[1] Ωστόσο, οι Αιτωλοί παρουσιάστηκαν από τους τελευταίους στη σκηνή της αρχαίας πολιτικής ιστορίας, γι’ αυτό ο Ευριπίδης τους ονομάζει «μιξοβαρβάρους».[4] Αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στους Περσικούς Πολέμους και εμφανίζονται ενεργοί το 426 π.Χ. κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, πάντοτε σε αντιπαλότητα με τους Ακαρνάνες. Με επικεφαλής τον Αιγίτιο, νίκησαν τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, που είχαν στραφεί εναντίον της Αποδωτίας και της Οφιονείας, υπό την στρατηγία του Δημοσθένης. Απέτυχαν όμως να ανακτήσουν τη Ναύπακτο, που είχαν εν τω μεταξύ καταλάβει οι Κορίνθιοι με την ενίσχυση των Αθηναίων. Στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι Αιτωλοί παίρνουν μέρος ως μισθοφόροι των Αθηναίων στη Σικελική εκστρατεία.[6]

Το 400 π.Χ., χίλιοι εκλεκτοί πολεμιστές τους υπεράσπισαν τους Ηλείους κατά των Σπαρτιατών [7], ενώ το 361 π.Χ. πολέμησαν κατά των Αχαιών, που επέδραμαν στη χώρα τους και τελικά τους έδιωξαν με τη βοήθεια των Θηβαίων. Το 338 π.Χ. κατέλαβαν τη Ναύπακτο με τη βοήθεια του Φιλίππου, στον οποίο είχαν προσχωρήσει.[8] Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Μ. Αλέξανδρου τάχθηκαν με τους Αθηναίους («ετόλμησαν αντιλαβέσθαι της ελευθερίας») [9] και πήραν μέρος στον Λαμιακό Πόλεμο εναντίον του Αντιπάτρου (323 π.Χ.). Αργότερα, πήραν μέρος στις δυναστικές έριδες των διαδόχων του Αλέξανδρου για τη Μακεδονία, υποστηρίζοντας τον Πολυσπέρχοντα,[10] σε αντίθεση με τους Ακαρνάνες που υποστήριξαν τον Κάσσανδρο.[11] Για να τιμωρήσει τους Αιτωλούς ο Κάσσανδρος εξεστράτευσε εναντίον τους και, με τη βοήθεια των Ακαρνάνων, κατέλαβε το Αγρίνιο και το παρέδωσε σ’ αυτούς. Όταν όμως ο Κάσσανδρος έφυγε από την Ακαρνανία, οι Αιτωλοί επαναπολιόρκησαν το Αγρίνιο και, παρά την υπόσχεσή που έδωσαν στους πολιορκούμενους να τους αφήσουν να εγκαταλείψουν την πόλη, επανακατέλαβαν το Αγρίνιο και έσφαξαν όλους τους Ακαρνάνες, γεγονός για το οποίο τιμωρήθηκαν αργότερα από τον Κάσσανδρο, μέσω του γιου του Φιλίππου.[11] Το 300 π.Χ. οι Αιτωλοί κυρίευσαν την πρωτεύουσα των Ακαρνάνων Στράτο, και η Λευκάδα πήρε τη θέση της ως έδρα του Κοινού των Ακαρνάνων.[12]

Το 279 π.Χ., όταν οι Γαλάτες επέδραμαν στην Ελλάδα οι Αιτωλοί τάχθηκαν εναντίον τους δίνοντας σκληρούς αγώνες και κέρδισαν το σεβασμό των υπολοίπων Ελλήνων, μετά την επιτυχημένη υπεράσπιση του Μαντείου των Δελφών.[10] Επειδή σ’ αυτούς πιστώνεται η σωτηρία του μαντείου, απέκτησαν το δικαίωμα να μετέχουν με πολλούς αντιπροσώπους -εννέα και, κατόπιν δεκατέσσερις- στην Αμφικτιονία των Δελφών και, από τότε, η επιρροή των Αιτωλών στο μαντείο ήταν αδιαφιλονίκητη.[13] Μάλιστα, τους δόθηκε η άδεια να στήσουν στους Δελφούς τους ανδριάντες των πολεμάρχων που είχαν κατανικήσει τους Γαλάτες, επιγραφή δε μνημονεύει Αιτωλό ως «επιμελητάν του ιερού και τας πόλιος».[14] Τέλος, στους Δελφούς καθιερώθηκε με πρωτοβουλία των Αιτωλών η εορτή των «Σωτηρίων», που γινόταν κάθε διετία, σε ανάμνηση της νίκης και της σωτηρίας του μαντείου, με αγώνες και θυσίες στους θεούς.[11]

Η νίκη αυτή εξασφαλίστηκε κατά μεγάλο μέρος χάρη στην περίφημη Αιτωλική Συμπολιτεία ή Κοινό των Αιτωλών, ομοσπονδιακή μορφή κράτους, που διατηρήθηκε για δύο αιώνες, περίπου. Πρωτεύουσα ήταν το Θέρμο και συμμετείχαν πλην των αιτωλικών πόλεων και πολλές από τη Φθιώτιδα και τη Θεσσαλία, όπως και η Λυσιμάχεια της Θράκης, η Κίος της Βιθυνίας και η Κεφαλληνία. Υποτελείς λαοί ήσαν κυρίως οι Οζόλαι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Ευρυτάνες και οι Αμβρακιώτες Μετά τον θάνατο του Πύρρου οι αιτωλικές και οι ακαρνανικές πόλεις, αποτέλεσαν ενιαία πολιτική ενότητα (270 π.Χ.).[15] Ωστόσο, αυτή η ένωση δεν κράτησε πολύ, καθώς μετά τη συμμαχία του Κοινού των Αιτωλών με τον Αλέξανδρο Β’, αποφασίστηκε να διαμοιραστεί η Ακαρνανία. Ο Αλέξανδρος πήρε το δυτικό τμήμα της μαζί με τη Λευκάδα, ενώ οι Αιτωλοί πήραν τη Στράτο, τους Οινιάδες, τη Μητρόπολη και τη Φθία.[16]

Με τη δύναμη που απέκτησαν οι Αιτωλοί άρχισαν τους κατακτητικούς πολέμους στην Πελοπόννησο, όπου ήλθαν σε σύγκρουση με την Αχαϊκή Συμπολιτεία και, ύστερα από διάφορες νίκες, κατέλαβαν την Αρκαδία και την Τριφυλία (Δεύτερος Συμμαχικός Πόλεμος). Αργότερα, οι Αιτωλοί έκαναν κατακτήσεις στη Θεσσαλία και εισβολές στη Μακεδονία. Ωστόσο, η δύναμή τους περιορίστηκε από τους Μακεδόνες, αλλά και από τις εσωτερικές έριδες μεταξύ των πόλεων της ομοσπονδίας. Γενικά, η Αιτωλική Συμπολιτεία παρά τις επιτυχίες της, ουδέποτε κατόρθωσε να αποκτήσει εσωτερική συνοχή, διότι οι περισσότερες πόλεις του Κοινού προσχώρησαν σ’ αυτό, μόνο και μόνο για να προστατευθούν από τις ληστρικές επιδρομές των γειτόνων τους.[10][17]

Ρωμαϊκοί χρόνοι

Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, οι επικεφαλής των Αιτωλών έκαναν το λάθος να συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους κατά των Μακεδόνων, με αποτέλεσμα να γίνουν η αφορμή για την υποδούλωση των Ελλήνων σ’ αυτούς.[10] Οι παρεμβάσεις των Ρωμαίων στα ελληνικά πράγματα και η επιρροή του αντιρωμαϊκού κόμματος στην Αιτωλική Συμπολιτεία οδήγησαν την Αιτωλία στην ηγεσία αντιρωμαϊκής κίνησης. Όταν το 192 π.Χ. έφθασε στην Ελλάδα ο Αντίοχος της Συρίας με τον στρατό του, οι Αιτωλοί τον ανακήρυξαν στρατηγό αυτοκράτορα. Το επόμενος έτος, οι Αιτωλοί και ο Αντίοχος νικήθηκαν από τους συνασπισμένους Ρωμαίους και Μακεδόνες στις Θερμοπύλες. Η συνθήκη που ακολούθησε, το 188 π.Χ. ανάγκασε τους Αιτωλούς να πληρώσουν μεγάλη αποζημίωση και να εγκαταλείψουν πολλές από τις κτήσεις τους.[11]

Η Αιτωλική Συμπολιτεία καταλύθηκε το 146 π.Χ. και, μολονότι ανασυστήθηκε αργότερα, δεν είχε καμία ισχύ, ώσπου καταργήθηκε οριστικά από τους Ρωμαίους. Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου ο Οκταβιανός κατέστρεψε τις αιτωλικές πόλεις και εκτόπισε τους κατοίκους στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη, ως τιμωρία, επειδή είχαν ταχθεί με το μέρος του Αντωνίου.[10] Στους αυτοκρατορικούς χρόνους που ακολούθησαν, η περιοχή έγινε τόπος εγκατάστασης πλουσίων γαιοκτημόνων, όπως μαρτυρούν τα ερείπια των επαύλεων που αποκάλυψαν οι ανασκαφές.[11]

Βυζαντινοί χρόνοι και Φραγκοκρατία

Ήδη από τον 3ο μ.Χ. αιώνα η Αιτωλία δεχόταν βαρβαρικές επιδρομές, κυρίως από τους Βησιγότθους του Αλάριχου. Η μετακίνηση του Αλάριχου στη Δύση άφησε ήρεμη την περιοχή μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα, οπότε η η εισβολή των Ούννων στην Ελλάδα δεν άφησε ανεπηρέαστη την Αιτωλία, ενώ αναπτύχθηκαν κατά καιρούς και ληστρικές επιδρομές των Βανδάλων της Β. Αφρικής (466).[18] Η Αιτωλία εντάχθηκε στη Διοίκηση του Ανατολικού Ιλλυρικού [18] και υπαγόταν εκκλησιαστικά στον πάπα, με επισκοπική έδρα την Ναύπακτο. Η Ναύπακτος ήταν από τον 5ο μ.Χ. αιώνα επικεφαλής εννέα επισκοπών (Ναυπάκτου, Αχελώου, Αετού, Βόνιτσας, Ρωγών, Φωτικής, Δρυϊνουπόλεως, Βουθρωτού και Χειμάρρας) [17] και ο μητροπολίτης της είχε τον τίτλο «Έξαρχος πάσης Αιτωλίας». Η Αιτωλία έμεινε υπό την δικαιοδοσία του πάπα μέχρι την εποχή της Εικονομαχίας, οπότε ο Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος την έθεσε υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχειου Κωνσταντινούπολης.[19]

Ο Ιουστινιανός ενέταξε και τον ελλαδικό χώρο στο πρόγραμμα ενίσχυσης της αυτοκρατορίας με οχυρωματικά έργα, στο οποίο είχε συμπεριληφθεί τόσο η Αιτωλία όσο και η Ακαρνανία.[20] Κατά την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας (726-787), η Αιτωλία πήρε μέρος, μαζί με άλλες ελληνικές πόλεις, στην αποτυχημένη επανάσταση κατά του Λέοντα Γ’. Στην ίδια περίοδο (747-748) αποδεκατίστηκε από σεισμούς και επιδημίες, ενώ το 783 δέχτηκε επιδρομές των Σλάβων που ήρθαν από τη Μακεδονία. Στον επόμενο αιώνα τα παράκτια της Αιτωλίας υπέφεραν από επιδρομές Σαρακηνών πειρατών και τον, 10ο αιώνα, τη χώρα λεηλάτησαν Βούλγαροι με επικεφαλής τον Δελεάνο. Κατόπιν, δέχτηκε επίθεση από τους Ούζους και από τους Νορμανδούς που είχαν επικεφαλής τον Ρογήρο Β’, ο οποίος δεν συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια στις εκστρατείες του στον ελλαδικό χώρο. Ο Νικήτας Χωνιάτης κάνει αναφορά για αυτές τις εκστρατείες σε Ακαρνανία και Αιτωλία, [iii] (εκδ. Βόννης, σ. 98, 11), ενώ ο Ρογήρος προσθέτει στους τίτλους του και τον τίτλο του «Πρίγκηπα Αιτωλίας και Ακαρνανίας».[21]

Οι συμφορές αυτές από τις αλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές και εκστρατείες έπληξαν σοβαρά την Αιτωλία, καθώς οι κάτοικοι είχαν στερηθεί κάθε προστασία και ζούσαν με τον φόβο νέων επιδρομών. Ο μαρασμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό του οικονομικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου της περιοχής κατά τις παραμονές της Φραγκοκρατίας.[18]

Μετά την Άλωση του 1204, η Αιτωλία, από τη Νικόπολη μέχρι την Επίδαμνο περιήλθε στην κυριαρχία του Μιχαήλ Άγγελου που ήταν νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη,[19] οπότε σημειώθηκαν πολλά δεινά στην περιοχή. [iv] [22] Η Αιτωλία εντάχθηκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Άρτας, ο οποίος πήρε τον τίτλο «Υπέρτιμος Άρτης και Ναυπάκτου και έξαρχος Αιτωλίας». Αργότερα, πέρασε στη αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης και, αργότερα, τέθηκε πάλι υπό τη δικαιοδοσία της Ηπείρου. Η κατάκτηση της Αιτωλίας από τον κράλη της Σερβίας Δουσάν (1340) και από τους Αλβανούς του Τόπια, ανάγκασαν τους Αιτωλούς, όπως και τους Ακαρνάνες, να ζητήσουν την προσάρτησή τους στο Βασίλειο της Νεαπόλεως, με εκπρόσωπο στην ευρύτερη περιοχή τον Κάρολο Τόκκο. Η επέκταση της κυριαρχίας του Καρόλου ευνόησε την αναγνώρισή του από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως νόμιμου δεσπότη. Μετά τον θάνατό του, η σύγκρουση των νόθων γιων του και η πρόσκληση εκ μέρους τους των Οθωμανών, άνοιξαν τελικά το δρόμο για την τουρκική κατάκτηση.[18]

Τουρκοκρατία

Κάρλελι

Οι Τούρκοι, αφού εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο και υπέταξαν το Δεσποτάτο, με προέλασή τους συμπεριέλαβαν στις κτήσεις τους την Αιτωλία, το 1451. Στα επόμενα χρόνια η τύχη της Αιτωλίας συμπίπτει, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, με εκείνη της Ακαρνανίας.[19] Ιδιαίτερη μνεία, όμως, πρέπει να γίνει για τη Ναύπακτο, η οποία κατεχόταν από τους Βενετούς, ήδη από το 1407. Οι Τούρκοι ενδιαφερόμενοι πολύ γι’ αυτό το σημαντικό λιμάνι την πολιόρκησαν δύο φορές. Την πρώτη φορά πολιορκήθηκε επί Μουράτ Β΄ για οκτώ μήνες χωρίς επιτυχία, αλλά τη δεύτερη, επί Βαγιαζήτ Β΄, μετά από δύο ολόκληρα χρόνια πολιορκίας, τελικά κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς (1499). Ο Βαγιαζήτ, πριν επανέλθει στην Αδριανούπολη, φρόντισε για την παγίωση της τουρκικής κατάκτησης στην περιοχή. Τα κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου στην είσοδο του Κορινθιακού εξασφάλιζαν τον χώρο από οποιαδήποτε απειλή και το στενό ονομάστηκε «Δαρδανέλλια της Ναυπάκτου».[18]

Από τότε και καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, καθιερώθηκαν οι ονομασίες της Αιτωλοακαρνανίας και της Ναυπάκτου από τους τελευταίους ηγεμόνες τους. Έτσι, η Αιτωλοακαρνανία ονομάστηκε σαντζάκι του Κάρλελι «χώρα του Καρόλου», από τον Κάρολο Τόκκο, παλατινό Κεφαλονιάς και ανηψιό του Ησαύ Μπουοντελμόντι. Η ονομασία Κάρλελι διατηρήθηκε επίσημα μέχρι την Ανεξαρτησία, αλλά και αργότερα ο λαός εξακολουθούσε να τη χρησιμοποιεί. Η Ναύπακτος πήρε την ονομασία Βενέτικο λόγω της ενετικής της ηγεμονίας.[17] Οι ονομασίες αυτές αναφέρονται στις τουρκικές πηγές, αλλά παραμένουν ζωντανές και μέσα από τη δημοτική ελληνική μουσική.[19]

Η κεντρική Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου διακρίνεται η Αιτωλοακαρνανία, με την ονομασία Κάρλελι

Από τους, αρχικά, έξι καζάδες του σαντζακίου που δημιουργήθηκε μετά την τουρκική κατάκτηση και αναδιοργανώθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, οι τέσσερις, Ζυγού, Βλοχού, Αποκούρου και Βάλτου κάλυπταν την Αιτωλία, ενώ Το Ξηρόμερο και οι Βόνιτσα κάλυπταν την Ακαρνανία [23] αν και για τη Βόνιτσα δεν φαίνεται να χρησιμοποιούσαν την ονομασία Κάρλελι.[24] Παρά τις διοικητικές μεταβολές που έγιναν στην περίοδο αυτή, η γενική διάρθρωση παρέμεινε η ίδια. Γι΄αυτό και, πολύ αργότερα, δύο τουρκικά έγγραφα του 1761 και 1764, αναφέρουν τον «καζά Ξηρομέρου» και υπογράφονται από Τούρκο καδή.[25] Επίσης, επί Καποδίστρια, στις απαντήσεις του στα «ερωτήματα» των αντιπροσώπων των Δυνάμεων για την κατάσταση της Ελλάδας (1828), αναφέρεται το «Σαντζάκι του Καρλελίου, περιέχον το Μεσολόγγι, Ανατολικόν, Ζυγόν, Βλοχόν, Ξηρόμερον, Βόνιτσαν και Βάλτον, η κυρίως λεγομένη Αιτωλία και Ακαρνανία». Από τα τμήματα του σαντζακίου αυτού, τα τρία τελευταία αποτελούν, σύμφωνα πάντοτε με τα έγγραφα του Καποδίστρια, την Ακαρνανία.[26] Η Ναύπακτος, μαζί με τις ορεινές περιοχές των ευρυτανικών και θεσσαλικών Αγράφων, στα οποία είχαν χορηγηθεί προνόμια αυτοδιοίκησης και αυτονομίας, υπήχθηκε στο σαντζάκι των Τρικάλων.[17]

Έδρα του μουσελίμη, δηλαδή του αντιπροσώπου της Πύλης που διοικούσε το Κάρλελι, ήταν ο Αετός της Ακαρνανίας, αργότερα όμως έγινε το Βραχώρι (Αγρίνιο), το οποίο εξελίχθηκε σε κεφαλοχώρι. Η διοικητική αυτή διαίρεση του Κάρλελι διατηρήθηκε αρχικά, αλλά αφότου η επικαρπία της περιοχής πέρασε στον γυναικωνίτη του σουλτάνου, η διοίκηση ανατέθηκε σε βοεβόδα. Τότε, όλη η Ναυπακτία αποτέλεσε ιδιαίτερο σαντζάκι στο οποίο περιλαμβάνονταν το Βενέτικο (Ναύπακτος), το Πατρατζίκι (Δομοκός) και η Υπάτη.[17][27]

Αρματολίκια

Όπως και στην Ακαρνανία, τα πρώτα αρματολίκια στην Αιτωλία εμφανίζονται κατά τον 16ο αιώνα, μεταξύ 1530 και 1570, περίπου. Το δυπρόσιτο και ορεινό έδαφος αλλά και η γειτνίαση με τα Επτάνησα, ευνόησαν πάντοτε τη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή. Επειδή η Πύλη δεν μπορούσε να υποτάξει τους ανυπότακτους πληθυσμούς που ζούσαν στις απρόσιτες αυτές περιοχές , τους παραχώρησε οικονομικά και στρατιωτικά προνόμια, με σημαντικότερα τα δεύτερα. Ήδη από τα χρόνια που προηγήθηκαν της Άλωσης, οι Τούρκοι αναγνώρισαν επίσημα τα ένοπλα σώματα που είχαν δημιουργηθεί και τους παραχώρησαν δικαιοδοσίες. Στην περίοδο του Σουλεϊμάν Α’ τους παραχωρήθηκαν αρματολίκια, δηλαδή περιφέρειες στις οποίες τη φρούρηση των στενών (δερβενίων) αναλάμβαναν ένοπλα ελληνικά σώματα με καπετάνιο που διοριζόταν επίσημα από τις τουρκικές αρχές.

Η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας υπέστη πολλά δεινά κατά τη διάρκεια των τουρκοβενετικών πολέμων. Έτσι, όταν το 1570 κηρύχθηκε πόλεμος μεταξύ Βενετίας και Πύλης, η Βενετία κατέβαλε προσπάθειες να εξεγείρει τους κατοίκους της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας κατά των Τούρκων.[27] Τότε, πολλοί αρματολοί προτίμησαν να ενισχύσουν τους Τούρκους για να μη χάσουν τα προνόμιά τους, αλλά μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), πλήθος ξένων στρατευμάτων βρέθηκαν μέχρι το 1573 στην περιοχή. Η παραμονή τόσων ανθρώπων προκάλεσε πολλές καταστροφές και ερήμωσε τη χώρα. Οι κάτοικοι πολλών πόλεων (Αιτωλικό, Αγγελόκαστρο, Βραχώρι, Ζαπάντι, κ.α.), αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά για να σωθούν. Το 1585 ο αρματολός Βόνιτσας και Λούρου Γρίβας, με την υποκίνηση των Βενετών που βρίσκονταν σε πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία, ξεκίνησε εξέγερση σφάζοντας Οθωμανούς στο Ξηρόμερο και τη Βόνιτσα, σε μία νύχτα,[28] αλλά η τελική του προσπάθεια δεν στέφθηκε από επιτυχία. Κυνηγημένος από τον οθωμανικό στρατό, πέθανε στην Ιθάκη τραυματισμένος, και οι Τούρκοι διόρισαν στη θέση του αρματολού τον Τριμπούκη (Τρομπούκη) Συντεκνιώτη, άνθρωπο της εμπιστοσύνης τους που καταγόταν από τον Βάλτο.[29] Τα ηπειρωτικά λεηλατήθηκαν από τους Τούρκους, τα δε παράλια από Μελιταίους, Ουσκόκους και Αλγερινούς πειρατές – η Ναύπακτος είχε το παρατσούκλι «Μικρό Αλγέρι, εκείνους τους καιρούς).[30]

Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, η Αιτωλία, όπως και η Ακαρνανία, ήταν το θέατρο του ανταγωνισμού Τούρκων και Βενετών και καταστρεφόταν άλλες φορές από τους μεν και άλλες από τους δε. Αλλά και οι ανταγωνισμοί των ίδιων των Ελλήνων για τα αρματολίκια τους είχαν καταστρεπτικές συνέπειες για τον τόπο.[17] Η οργή και η μανία ενός οπλαρχηγού που θεώρησε ότι έχει αδικηθεί, έπεφτε πάνω στον άμαχο πληθυσμό.[27]

Μεγάλη σημασία είχε η εξέγερση κατά τη διάρκεια του ΣΤ’ Βενετοτουρκικού Πολέμου όταν, μετά την απώλεια της Κρήτης, οι Βενετοί προσπάθησαν να καταλάβουν τη Δ. Στερεά και την Πελοπόννησο για αντιστάθμισμα. Στην πρόσκληση των Βενετών ανταποκρίθηκαν ο Πάνος Μεϊντάνης από την Κατούνα, ο Αγγέλης Σουμίλας ή Βλάχος από τα Ιωάννινα και ο Χορμόπουλος («Μικρό Χορμόπουλο») από τα Άγραφα, στο πλευρό του Μοροζίνι. Ο Μοροζίνι για να τους εμψυχώσει ανέλαβε να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους Τούρκους, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στην Πρέβεζα. Κατέλαβε τη νησίδα Πεταλάς και διέταξε τον στρατηγό Στρασόλδο με πεντακόσιους άνδρες και τον Δελλαδέτσιμα με τους Επτανήσιους να διατρέξουν τη χώρα καταστρέφοντας οτιδήποτε ανήκε στους Τούρκους και να ξεσηκώνουν τους ντόπιους. Πράγματι, σε μικρό διάστημα ο Στρασόλδος κυρί¬ευσε το Μεσολόγγι μετά από μάχη με τον Σεφέρ αγά, καθώς και το Αιτωλικό. Ο Δελλαδέτσιμας, με τη βοήθεια των Ελλήνων (Σουμίλα, Σπαθόγιαννο, Βαλαωρίτη) και επικουρικής δύναμης που ο Μοροζί¬νι αποβίβασε στον Αστακό, λεηλάτησε τα χωριά Ζαπάντι, Μουριά, Καλύβια, Αγγελόκαστρο και Νεοχώρι. Το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και η Γούρια υποχρεώθηκαν να πληρώσουν στο όνομα της Ενετικής Δημοκρατίας φόρο πέντε χιλιάδων ταλήρων που τους εξασφάλιζε την προστασία των Ενετών.[27] Τον Ιούλιο του 1687 η κατάληψη της Πάτρας και του Ρίου από τους Βενετούς μετέδωσε πανικό στις τουρκικές φρουρές του Αντιρρίου και της Ναυπάκτου. Ο Μοροζίνι έχοντας συνεργάτη στις πολεμικές του επιχειρήσεις τον αρματολό Κούρμα, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, κατέλαβε τα δύο σημαντικά οχυρά του Κοριμθιακού.[31] Ο Τούρκος διοικητής, μη μπορώντας να προβάλει αντίσταση, ανατίναξε το φρούριο του Αντιρρίου και εγκατέλειψε τη Ναύπακτο. Η Ναύπακτος, μαζί με τη Λευκάδα, αποτέλεσαν ιδιαίτερη περιφέρεια με διοικητή βενετό προβλεπτή.[32]

Οι επιτυχίες αυτές είχαν ως αποτέλε¬σμα την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας στον αιτωλοακαρνανικό χώρο από τις νότιες ακτές του Αμβρακικού ως τις εκβολές του Αχελώου. Με τον καιρό, κι ενώ συνεχιζόταν ο Βενετοτουρκικός πόλεμος, οι αρματολοί εδραίωναν, μετά την εκδίωξη των Τούρκων, την εξου¬σία τους στ’ αρματολίκια που καταλάμβαναν κι έδειχναν τάσεις ανεξαρτησίας σε σημείο που να μη λογαριάζουν την επικυριαρχία των Ενετών. Ο Μεϊντάνης (μαζί με τον Σταθόγιαννο) νέμονταν, με έδρα την Κατούνα, τα αρματο¬λίκια της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και της Ναυπακτίας κι ήταν αυτός που έδιωξε, υστέρα από συμπλοκή στη Σιβίστα, τα σώματα των μισθοφόρων («μαρκολίνων» [17]) τα οποία, κάτω από την ηγεσία του Χρήστου Βαλαωρίτη και του αδελφού του Αγγελή Σουμίλα, είχαν στείλει οι Ενετοί εναντίον των δύστροπων και ανεξάρτητων αρματολών. Το 1694 η Ακαρνανία, αλλά και η Αιτωλία, υπέστησαν καταστροφές από επιδρομές του τυχοδιώκτη σύμμαχου των Τούρκων Λ. Γερακάρη, ο οποίος επεχείρησε να περάσει τον Αχελώο, αλλά τον απέκρουσαν οι αρματολοί της περιοχής και τον κατεδίωξαν μέχρι το Καρπενήσι.[33] Το 1696, ως γνήσιος τυχοδιώκτης, ο Γερακάρης πέρασε στην πλευρά των Βενετών, διορίστηκε τοπάρχης της Ρούμελης και άρχισε επιδρομές κατά των τουρκικών φρουρών. Το 1696 αντιμετώπισε ισχυρή αντίσταση στο Ξηρόμερο και, λίγο αργότερα (1697), τερματίστηκε η πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία του ανθρώπου που επί επτά χρόνια, σύμφωνα με αναφορά των κατοίκων της Άρτας που αναφέρεται και στην Αιτωλία, υπήρξε «φθοροποιός αστραπή» και «άρπαξε τα υπάρχοντα, έκαψε τα σπίτια και άλλα μύρια κακά έκαναν οι άνθρωποί του».[31]

Με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), όλη η Αιτωλοακαρνανία μαζί με την υπόλοιπη Στερεά και την Πρέβεζα περιήλθε ξανά στους Τούρκους. Οι Βενετοί θα πάρουν τη Λευκάδα και τη Βόνιτσα.[23] Στον Ζ’ Βενετοτουρκικό Πόλεμο που άρχισε το 1714, η κατάσταση ανα¬τράπηκε υπέρ των Τούρκων. Ο Λαρισαίος «αρματολούμπασης» Τοπάλ Οσμάν πέρασε στην Πελοπόννησο για να καταλάβει τα φρούρια των Ενετών και πολλοί αρματολοί πήγαν μαζί του με κυριώτερη επιδίωξη τη λαφυραγώγηση της Πελοποννήσου (περίοδος της αλαμπάντας «αρπαγής»). Ο Μεϊ¬ντάνης ήταν από τους λίγους που δεν έλαβε μέρος σ’ αυτή την πελοποννησιακή «αλαμπάντα» ούτε συμμάχη¬σε με οποιονδήποτε τρόπο με τους Τούρκους. Αγωνίστηκε και μετά το 1715, έτος που οι Τούρκοι επανακατέλαβαν την Πελοπόννησο, αλλά βρήκε τον θάνατο το 1717, έξω από το Αγγελόκαστρο.[26] Σε δύσκολες εποχές, ο Μεϊντάνης υπήρξε ασφαλώς ένας πρόδρομος της Εθνεγερσίας, που συνετέλεσε στη συντήρηση του επαναστατικού πνεύματος του Ελληνισμού, αλλ’ ίσως η σημαντικότερη προσφορά του ήταν το υπόδειγμα εθνικού ήθους που με τη συμπεριφορά του άφησε στους μεταγενέστερους, καθώς η παράδοση και η δημοτική ποίηση το μετέφεραν και το εμφύτευαν στην εθνική συνείδηση.[34][35]

Οριστική σταθεροποίηση των βενετικών κτήσεων στο Ιόνιο έγινε με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) και η ειρηνική περίοδος που ακολούθησε, συνετέλεσε στην ανάπτυξη των παραλίων περιοχών και την αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος.[23] Η Βόνιτσα παρέμειναν στους Βενετούς και, έτσι τουλάχιστον, ένα κομμάτι της Αιτωλοακαρνανίας ξέφυγε από τους Τούρκους.[36] Πάντως, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της πολυτάραχης περιόδου, έγινε πλέον σαφές στους κατοίκους της Αιτωλίας -αλλά και τους Έλληνες γενικότερα- ότι δεν υπήρχε ουσιαστική βοήθεια από την πλευρά των χριστιανών Βενετών, στους οποίους είχαν στηρίξει τόσο πολύ τις ελπίδες τους. Άλλωστε, από τις αρχές του 18ου αιώνα, ο ελληνικός λαός άρχισε να προσανατολίζεται προς την ορθόδοξη Ρωσία η οποία εγκαινίαζε τη νέα πολιτική της στα Βαλκάνια.[37]

Ρώσοι και Ορλωφικά

Κατά την εποχή αυτή, μυστικοί πράκτορες της Ρωσίας διέτρεχαν την Αιτωλοακαρνανία, μοίραζαν βαθμούς και αξιώματα και προσηλύτιζαν αυτούς που επιθυμούσαν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, αλλά και αυτούς που δυσπιστούσαν με τους Βενετούς.[38] Το 1730, αρματολοί της περιοχής έστησαν ενέδρα στην Κλόκοβα και σκότωσαν τον Τούρκο σπαχή με την ακολουθία του, που μετέφεραν τον φόρο «βουστίνα» από τη Ναύπακτο προς την Πόλη. Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Αιτωλία και την ερήμωσαν, απαγόρευσαν την οπλοφορία στος Χριστιανούς και, μάλιστα, τους υποχρέωσαν να παραδώσουν τα όπλα τους. Νέοι πράκτορες εξαπολύθηκαν στην Ελλάδα. Η ρωσική διπλωματία προετοιμάζει ευρύτερο ξεσήκωμα με τον Παπάζωλη, το 1765, με την υπόσχεση της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι αρματολοί του Βάλτου Γεροδήμος Σταθάς και Βόνιτσας και Ξηρομέρου Χρήστος Γρίβας δρουν στην Ακαρνανία, ενώ ο Παναγιώτης Παλαμάς οργανώνει το Μεσολόγγι. Και ενώ οι Ακαρνάνες αρματολοί παίρνουν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις, στο Μεσολόγγι, ο Παλαμάς και οι προύχοντες της πόλης Ανδρέας Καλογεράκης και Αναστάσιος Γουλιμής συνέστησαν τοπική τριανδρική κυβέρνηση και υποχρέωσαν με τα όπλα την ειρηνική αποχώρηση των Τούρκων από την πόλη.[37] Όταν αυτή, ολοκληρώθηκε έδωσαν εντολή για περίφραξη με αμυντική τάφρο και στη συνέχεια ζήτησαν από τον Θ. Ορλώφ τουλάχιστον ένα ρωσικό πλοίο για την περιφρούρηση του Κορινθιακού κόλπου, αναλαμβάνοντας μάλιστα οι ίδιοι να το εξοπλίσουν με δική τους δαπάνη.[39]. Στο μεταξύ, ο Κωνσταντίνος Σουσμάνης με πολλούς Κραββαρίτες μαχητές εξεστράτευσε στη Ναύπακτο. Όλη η Αιτωλοακαρνανία έχει ξεσηκωθεί αλλά, όπως θα αποδειχθεί αργότερα, στήριξαν τις χιμαιρικές τους ελπίδες σε ξένες δυνάμεις, αυτή τη φορά στους Ρώσους.

Οι Τούρκοι για να καταπνίξουν την εξέγερση απευθύνθηκαν στους Τουρκαλβανούς οι οποίοι, με προορισμό την Πελοπόννησο, ξεχύθηκαν στη Στερεά σπέρνοντας παντού την καταστροφή και την ερήμωση. Ο Σταθάς επωφελούμενος από την αναστάτωση που δημιουργήθηκε κατέλαβε τα αρματολίκια Αγρινίου, Καρπενησίου και Υπάτης, αλλά προτίμησε να συνθηκολογήσει με τους Αλβανούς, που κατέβαιναν να πνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο, για να μη του πειράξουν τα αρματολίκια.[38] Έτσι, οι επιδρομείς με αρχηγό τον Σουλεϊμάν πέρασαν ελεύθερα το δύσβατο Μακρυνόρος και τον Αχελώο. Αντίθετα, ο Γρίβας δεν υποτάχθηκε, δίνοντας μάχη με 300 ακόμη συντρόφους του έξω από το Αγγελόκαστρο, μέχρι τελικής πτώσεως. Η θέση αυτή της περιοχής ονομάζεται ακόμη και σήμερα «των Γριβαίων τα κόκκκαλα».[40] Λίγο μετά την καταστροφή αυτή, οι χριστιανοί επαναστάτες του Μεσολογγίου, αφού περίμεναν μάταια τη ρωσική βοήθεια, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα μέρη τους και να σωθούν. Επιβιβάστηκαν σε πλοιάρια αλλά, ενώ ήσαν έτοιμοι να αποπλεύσουν, εμφανίστηκαν σκάφη Δουλτσινιωτών πειρατών με τους οποίους αναγκάστηκαν να ναυμαχούν για μέρες. Τελικά κατόρθωσαν να διαφύγουν, άλλοι στα Επτάνησα και άλλοι στο Αιτωλικό.[31] Οι τελευταίοι, όμως, είχαν οικτρή τύχη διότι οι Τουρκαλβανοί νικητές του Αγγελόκαστρου, πολιόρκησαν με πλοιάρια το Αιτωλικό και αφού με ψεύτικες υποσχέσεις τους έπεισαν να παραδοθούν, μετά τους κατέσφαξαν. Αρκετός χρόνος πέρασε έως ότου αναλάβει η περιοχή από την καταστροφή και τις σφαγές. Παρόλ’ αυτά, το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό ανέλαβαν και απέκτησαν πάλι ναυτικό και οικονομική ευμάρεια.[41]

Λίγα χρόνια μετά τα Ορλωφικά, η Αιτωλοακαρνανία, όπως και ολόκληρη η Στερεά μέχρι τη Λειβαδιά, βρέθηκαν κάτω από τη δεσποτική κυριαρχία του Αλή Πασά. Από την αφάνεια, χωρίς φραγμούς και χρησιμοποιώντας αδίστακτα κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του, ο Αλή γίνεται Πασάς στα Ιωάννινα (1788) και απλώνει την επιρροή του στην Ακαρνανία και τη Στερεά, γενικότερα. Στο εξής φέρει τον τίτλο «Αλή Πασάς, διοικητής του Σαντζακίου Ιωαννίνων και αρχηγός της περιφερείας της Ρούμελης». Με την πρόφαση του προστάτη των στενών, προσπαθεί να εξουδετερώσει όχι μόνον τους αρματολούς, αλλά και τους κοτζαμπάσηδες. Οι αρματολοί αναζήτησαν άσυλο στη Λευκάδα και στα Επτάνησα, γενικότερα, αλλά αυτή η πολιτική του Αλή, αντί να καταστείλει φούντωσε ακόμη περισσότερο την αντίδραση των κλεφτών και αρματολών, με αποτέλεσμα αυτή η προεπαναστατική περίοδος να προετοιμάσει τους μαχητές του Αγώνα στην ευρύτερη περιοχή.[40] Το Κάρλελι, επί Αλή Πασά, είχε 65 χιλιάδες κατοίκους και υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτας, με έδρα την Άρτα.[38] Γενικότερα, οι ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες βρέθηκε η περιοχή στα πρόθυρα της Επανάστασης του 1821, δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη του απελευθερωτικού αγώνα, όσο στη νότια Ελλάδα.[23]

Επανάσταση του 1821 και Ανεξαρτησία

Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε επίσημα στην Αιτωλοακαρνανία στις 25 Μαρτίου με προκήρυξη του Βαρνακιώτη που εκδόθηκε στο Ξηρόμερο της Ακαρνανίας. Ωστόσο, προανάκρουσμα της εθνεγερσίας θεωρείται μείζον γεγονός που συνέβη στις 5 Μαρτίου 1821, όταν αρματολοί από τον Ζυγό της Αιτωλίας σκότωσαν σε ενέδρα στη Σκάλα Μαυρομματίου τους Τούρκους υπαλλήλους, που μετέφεραν στην Κωνσαντινούπολη τους φόρους από τη Ναύπακτο.[41] Μετά την απελευθέρωση του Αγρινίου, του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου, από τον πρώτο χρόνο του Αγώνα η η Αιτωλοακαρνανία βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Μόνο οι περιφέρειες Βόνιτσας, και Ναυπάκτου, καθώς και η Πρέβεζα έμειναν στους Τούρκους που τις υπερασπίζονταν με πείσμα. Ωστόσο, αφενός η γεωγραφική θέση της περιοχής που ήταν πέρασμα για την κάθοδο των Τούρκων από τον βορρά, αφετέρου η κακή διαγωγή πολλών καπεταναίων που ενδιαφέρονταν περισσότερο για λεηλασίες και λύτρα, δεν διασφάλιζαν τις πρώτες επιτυχίες. Είναι γνωστή η συμπεριφορά συνθηκολόγησης με τον εχθρό (τα «καπάκια»), με το δόλωμα της εξασφάλισης ενός αρματολικιού. Ωστόσο, οι ηρωισμοί του Μεσολογγίου, σύμβολο των αγώνων για την ελευθερία, τίμησαν την επανάσταση στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.[41]

Τα κυριότερα πολιτικά γεγονότα που σχετίζονται με την Αιτωλία, αλλά και τις άλλες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας κατά τη διάρκεια του Αγώνα έχουν σχέση, κυρίως, με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον ρόλο που έπαιξε στις γενικότερες εξελίξεις. Ήδη από τον Ιούλιο του 1821 ανέλαβε τη διοικητική οργάνωση της περιοχής, φροντίζοντας να περιορίσει ή και να εκμηδενίσει τη δύναμη των οπλαρχηγών που δρούσαν εκεί. Στις 4 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε συνέλευση στο Μεσολόγγι, με αντιπροσώπους από τις περιφέρειες Βλοχού, Βραχωρίου (Αγρινίου), Ζυγού, Ξηρομέρου, Σουλίου, Βάλτου Αποκούρου, Ανατολικού (Αιτωλικού) και Μεσολογγίου, η οποία ψήφισε τον «Οργανισμό της Χέρσου Δυτικής Ελλάδος».[38] Φορέας της εξουσίας ορίσθηκε η Γερουσία, της οποίας τα 10 μέλη θα διορίζονταν με ενιαύσια θητεία από τη σύνοδο των Εφόρων διαφόρων πόλεων και τμημάτων. Πρώτος πρόεδρος υπήρξε ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος και Αρχιγραμματέας ο Ν. Λουριώτης.[41] Ο Μαυροκορδάτος, για να δυναμώσει τη θέση του και να εφαρμόσει τις περί συγκεντρωτικής εξουσίας ιδέες του, αποφάσισε ν’ αναλάβει και στρατιωτική δράση. Η επιτυχία όμως στον στρατιωτικό τομέα δεν ήταν ανάλογη με αυτήν στον πολιτικό. Ο Μαυροκορδάτος, που πίστευε ότι αν πετύχαινε μια περιφανή νίκη εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων θα κατάφερνε να επισκιάσει τους οπλαρχηγούς [42] και να αποκτήσει ακόμα περισσότερο κύρος, οργάνωσε εκστρατεία στην Ήπειρο, η οποία οδήγησε στην καταστροφή στο Πέτα.

Η Δυτική Στερεά διατήρησε τη διοικητική αυτοτέλεια από την υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα και μετά την Πρώτη Συνέλευση της Επιδαύρου. Ωστόσο, η λειτουργία τοπικού διοικητικού συστήματος δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της διατήρησης αυτόνομων, ισχυρών αρματολικιών, και του ανυπότακτου στρατιωτικών και πολιτικών, οι οποίοι ήσαν μαθημένοι ένθεν και ένθεν στην ασυδοσία.[41] Τον Φεβρουάριο του 1823, με διάταγμα του Μαυροκορδάτου συστήθηκε η Επαρχία Αιτωλίας, που περιελάμβανε τα ενωμένα «έκπαλαι» τμήματα Μεσολογγίου και Αιτωλικού με τα περίχωρά τους. Γενικά, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα η περιοχή διατήρησε, εξ αιτίας των πολεμικών αναγκών, ιδιαίτερη διοικητική οργάνωση. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους συστήθηκε προσωρινά «Γενικόν Επαρχείον» της Αιτωλοακαρνανίας με όλες τις αρμοδιότητες στον Γενικό Έπαρχο, Κ. Μεταξά, ο οποίος έδειξε μεγάλη σύνεση και δράση.[43] Από τον Οκτώβριο του 1823, ο Μαυροκορδάτος ανακηρύχθηκε «Γενικός Διευθυντής της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος».

Μετά τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν την πτώση του Μεσολογγίου, ελάχιστοι οπλαρχηγοί απέμειναν στην περιοχή, καθώς ο αγώνας μεταφέρθηκε στην Ανατολική Στερεά. Από τον Νοέμβριο του 1827 τις επιχειρήσεις ανέλαβε ο Τσωρτς. Οι οπλαρχηγοί της περιοχής εμφανίστηκαν πρόθυμοι να συμπράξουν και ο Τσωρτς ανέθεσε στους Μακρή και Στάικο να αναλάβουν τις επιχειρήσεις στο Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Επί Καποδίστρια οι επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Αιτωλοακαρνανίας γενικεύθηκαν. Το Αντίρριο απελευθερώθηκε τον Μάρτιο του 1829 και η Ναύπακτος τον επόμενο μήνα, ενώ με την παράδοση του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, τον Μάιο του 1829, έληξαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Αιτωλοακαρνανία.[41]

Νεότερη ιστορία

Μετά την Ανεξαρτησία, υπήρχε ένας ιδιόμορφος τύπος «ανακωχής» στην περιοχή, καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν πάρει τις τελικές τους αποφάσεις για την τύχη της. Αρχικά, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Μάρτιος 1829), όριζε ότι τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής Μακρυνόρους – Αμβρακικού θα αποτελούσαν επαρχίες του ελληνικού κράτους, φορολογικά υποτελείς στον Σουλτάνο. Όμως, με το Πρωτόκολλο του Φεβρουαρίου 1830, η Ακαρνανία έμεινε έξω από το ελληνικό κράτος «προς ικανοποίησιν της εκφρασθείσης επιθυμίας της Πύλης». Οι επαρχίες Βάλτου και Ξηρομέρου καθώς και άλλες που, αργότερα, θα δημιουργηθούν είχαν αποκλειστεί από το νέο ανεξάρτητο κράτος. Μόνο ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες του Καποδίστρια οι Μεγάλες Δυνάμεις υποχώρησαν [23] και με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), η Ακαρνανία θα συμπεριληφθεί, αφού πρώτα καταβληθεί οικονομική αποζημίωση στην Τουρκία (30 εκετομμύρια πιάστρα).[44] Μόνο το φρούριο του Ακτίου παρέμεινε στους Οθωμανούς, διότι οι Τούρκοι επέμεναν να το κρατήσουν για να ελέγχουν την άμυνα της Πρέβεζας.[45] Η Ακαρνανία ενώθηκε με την Αιτωλία σε νομό με πρωτεύουσα το Βραχώρι και, αργότερα, το Μεσολόγγι (Σεπτέμβριος 1833).[44] Καθ’ όλη τη διάρκεια των επομένων ετών και μέχρις ότου απελευθερωθεί η Θεσσαλία, η Αιτωλοακαρνανία, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, μαστιζόταν από τη ληστεία, διότι οι ληστές μπορούσαν, όταν καταδιώκονταν, να σωθούν «στο το «τούρκικο». Έγιναν πολλά αντιδυναστικά κινήματα, με βάση κυρίως την Ακαρνανία, με σκοπό την ανατροπή των εκάστοτε κυβερνήσεων και τη χορήγηση προνομίων στους στασιαστές.

Περίοδος των στάσεων

Σημειώσεις

i. ^ «Ἐνδυμίωνος δὲ καὶ νηίδος νύμφης, ἢ ὥς τινες Ἰφιανάσσης, Αἰτωλός, ὃς ἀποκτείνας Ἆπιν τὸν Φορωνέως καὶ φυγὼν εἰς τὴν Κουρήτιδα χώραν, κτείνας τοὺς ὑποδεξαμένους Φθίας καὶ Ἀπόλλωνος υἱούς, Δῶρον καὶ Λαόδοκον καὶ Πολυποίτην, ἀφ᾽ ἑαυτοῦ τὴν χώραν Αἰτωλίαν ἐκάλεσεν. (7,7) Αἰτωλοῦ δὲ καὶ Προνόης τῆς Φόρβου Πλευρὼν καὶ Καλυδὼν ἐγένοντο, ἀφ᾽ ὧν αἱ ἐν Αἰτωλίᾳ πόλεις ὠνομάσθησαν. Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη Α΄»

ii. ^ «Αἰτωλῶν δ᾽ ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός, οἳ Πλευρῶν᾽ ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην Χαλκίδα τ᾽ ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν• 640 οὐ γὰρ ἔτ᾽ Οἰνῆος μεγαλήτορος υἱέες ἦσαν, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ αὐτὸς ἔην, θάνε δὲ ξανθὸς Μελέαγρος•τῷ δ᾽ ἐπὶ πάντ᾽ ἐτέταλτο ἀνασσέμεν Αἰτωλοῖσι•τῷ δ᾽ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.» [46]

iii. ^ «Ρογέριος...Ακαρνάνας τε και Αιτωλούς τους νυν λεγομένους Αρτινούς, και όσα πάραλα αμαυρών τον Κορινθιακόν κόλπον εισέπλευσε»

iv. ^ «...εσημειώθησαν χρημάτων αφαιρέσεις, των θρεψαμένων εκτοπίσεις, σφαγαί και φυγαί και μυρία προς τούτοις άλλα δεινά, ων τα πλείω οι εκ Ρωμαίων επετόλμων τύραννοι, μάλιστα δ’ απάντων ο Σγουρός Λέων...»

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 ΠΛΜ, σ. 154
  2. 2,0 2,1 ΠΛ, σ. 106
  3. Στράβων 10, 3
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 ΧΡΠ, σ. 140
  5. Ιλιάδα Β, 638
  6. Λάμψας
  7. Διόδωρος 14, 17
  8. Στράβων Θ’, 427
  9. Διόδωρος 18, 9
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 ΧΡΠ, σ. 141
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 ΠΛΜ, σ. 155
  12. ΠΛΜ, σ. 238
  13. https://chilonas.com/2012/11/07/httpwp-mep1op6y-w2/
  14. ΠΛ, 106
  15. ΠΛ, σ. 154
  16. Πολύβιος Β’ 45, Θ’ 34, 7
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 17,6 ΠΛ, σ. 107
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 ΠΛΜ, σ. 156
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 ΧΡΠ, σ. 142
  20. Προκόπιος
  21. ΠΛΜ, σ. 107, 238
  22. Χωνιάτης, σ. 841
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 ΠΛΜ, σ. 239
  24. ΠΛΜ, σ. 107
  25. ΧΡΠ, σ. 248-9
  26. 26,0 26,1 ΧΡΠ, σ. 249
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 ΧΡΠ, σ. 143
  28. ΠΛΜ, σ. 107, 239
  29. Σάθας
  30. ΠΛΜ, σ. 108, 156
  31. 31,0 31,1 31,2 ΠΛΜ, σ. 157
  32. ΧΡΠ, σ. 144
  33. ΠΛΜ, σ. 108
  34. Αρχοντίδης
  35. Κόμβος
  36. ΧΡΠ, σ. 248
  37. 37,0 37,1 ΧΡΠ, σ. 145
  38. 38,0 38,1 38,2 38,3 ΠΛ, σ. 108
  39. Σάθας 4, 11
  40. 40,0 40,1 ΧΡΠ, σ. 250
  41. 41,0 41,1 41,2 41,3 41,4 41,5 ΧΡΠ, σ. 146
  42. Παπαδόπουλος
  43. Γούδας, Ζ’, 160
  44. 44,0 44,1 ΠΛ, σ. 109
  45. ΧΡΠ, σ. 251
  46. Ιλιάδα Β’, 638

Πηγές

  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1981, 5:154-8, 237-9 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963, 2:106-9, 153-5 (ΠΛ)
  • Χάρης Πάτσης: Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 1972, 3:140-147 και 244-254 (ΧΡΠ)
  • Α. Αρχοντίδης: Η Βενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα 1684-1699, Θεσσαλονίκη 1983
  • Αναστάσιος Ν. Γούδας: Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών. Εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, Εν Αθήναις, 1875
  • Ν. Σ. Κόμβος: Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική εγκυκλοπαίδεια
  • Γιάννης Λάμψας: Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, τ. Α’, Αθήνα, εκδόσεις Δομή, 1984, 242-244
  • Κάρπος Παπαδόπουλος: Απάνθισμα του Ιστορικού Αγώνος των Ελλήνων σ.40
  • Προκόπιος: Περι κτισμάτων, εκδ. Haury VI 2, 1
  • Κ. Ν. Σάθας: Τουρκοκρατούμενη Ελλάς Αθήνα 1869, σ. 178-9
  • Νικήτας Χωνιάτης: Urbs Capta, εκδ. Βόννης, σ. 841, 410

Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!