Η παρουσία της Ορθοδοξίας στη Σικελία και την Ιταλία ασκεί την επιρροή της από την ελληνική αποίκηση και διασπορά, όπου πόλεις όπως οι Συρακούσες και η Μεσσήνη είχαν ιδρυθεί από Έλληνες αποίκους και ήταν μέρος της Μεγάλης Ελλάδας πριν την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους.
Η Μητρόπολη ιδρύθηκε με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο στις 5 Νοεμβρίου 1991, με απόσπαση περιοχών από τη Ιερά Μητρόπολη Αυστρίας. Έδρα του Μητροπολίτη της ορίστηκε ο ιστορικός ναός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία.
Το 1998 αναγνωρίσθηκε ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου από τη Δημοκρατία της Ιταλίας. Τον Μάρτιο του 2005 έγινε υπαγωγή του κράτους της Μάλτας (ή Μελίτης) στην πνευματική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας. Η Μητρόπολις Ιταλίας και Μελίτης αναγνωρίσθηκε επισήμως από τις αρχές της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου στις 24 Σεπτεμβρίου 2010. Στις 18 Ιουλίου 2012, μετά από έγκριση του Κοινοβουλίου και της Γερουσίας της Ιταλίας, υπογράφτηκε Συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Ορθοδόξου Μητροπόλεως Ιταλίας, με την οποία έλαβε προνόμια ανάλογα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τον Ιανουάριο του 2021, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απεκόπη από τη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως η Μελίτη (Μάλτα) και κατέστη Πατριαρχική Εξαρχία[2].
Στις 28 Νοεμβρίου 2022 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε τρεις Βοηθούς Επισκόπους για την Ιερά Μητρόπολη Ιταλίας, τον Επίσκοπο Κρατείας κ.Γεώργιο (Αντωνόπουλο), τον Επίσκοπο Κοτυαίου κ.Διονύσιο (Παπαβασιλείου) και τον Επίσκοπο Θερμών κ.Αθηναγόρα (Fasiolo)[3].