* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Ερνστ Ότσβιρκ (Ernst Ocwirk, 7 Μαρτίου 1926 – 23 Ιανουαρίου 1980) ήταν Αυστριακός παίκτης και προπονητής ποδοσφαίρου. Αγωνιζόταν ως μέσος και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Αυστριακούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, και ένας από τους καλύτερους κεντρικούς μέσους όλων των εποχών.
Με το παρατσούκλι Ωρολογιακός που του δόθηκε από τους Βρετανούς για τη συνοχή του στη μεσαία γραμμή, αναφέρεται συχνά ως ο τελευταίος από τους παλιομοδίτους επιθετικούς αμυντικούς μέσους. Ήταν γνωστός για το αισθητικό και τεχνικό στυλ παιχνιδιού του, την ικανότητά του με το κεφάλι, τον εξαιρετικό συγχρονισμό του (τόσο στα επιθετικά όσο και στα αμυντικά καθήκοντα) και το εύρος των πασών του, ιδιαίτερα για την ικανότητά του στις μακρινές. Οι οπαδοί τον αγαπούσαν για τη σεμνή και δίκαιη προσωπικότητά του. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης της εποχής έβλεπαν τον Ότσβιρκ ως «τον καλύτερο κεντρικό μέσο στον κόσμο».
Συλλογική καριέρα
Γεννημένος στην Βιέννη ο Ότσβιρκ ξεκίνησε την καριέρα του ως επιθετικός. Μπήκε στην πρώτη του ομάδα, την τοπική Στραντλάου, το 1938. Μετά έπαιξε για την Φλοριντσντόρφερ, όπου εντοπίστηκε από τον πρώην Αυστριακό διεθνή, Γιόζεφ Σμίστικ, που μετέφερε το Ότσβιρκ στο κέντρο της μεσαίας γραμμής. Ο Σμίστικ προσπάθησε να τον φέρει στην πρώην ομάδα του, την Ραπίντ Βιέννης, αλλά ήταν αντίπαλοι με την Αούστρια Βιέννης η οποία τελικά, το 1947, τον υπέγραψε.
Σε μια δεκαετία στην Αούστρια Βιέννης, ο Ότσβιρκ έγινε ένας από τους πιο εξέχοντες παίκτες του συλλόγου, βοηθώντας την ομάδα να κατακτήσει πέντε Πρωταθλήματα Αυστρίας και τρία εγχώρια κύπελλα.
Στην Σαμπντόρια τον έφερε ο Αλμπέρτο Ραβάνο, ο δεύτερος Αυστριακός ποδοσφαιριστής που έπαιξε ποτέ στη Σέριε Α μετά τον Ένγκελμπερτ Κένιγκ τη δεκαετία του 1940. Παρέμεινε επίσης ο τελευταίος Αυστριακός στη Σέριε A μέχρι το 1980, όταν ο Χέρμπερτ Προχάσκα έπαιξε για την Ίντερ. Ο Ότσβιρκ θα έπαιζε πέντε σεζόν στον σύλλογο της Γένοβας, του οποίου έγινε αρχηγός. Το 1961, επέστρεψε στη Αούστρια Βιέννης για να παίξει την τελευταία σεζόν της καριέρας του, κερδίζοντας το «νταμπλ» την σεζόν 1961-62.
Ο Ότσβιρκ επιλέχθηκε στην Ομάδα του Αιώνα της Αυστρίας το 2001.
Διεθνής καριέρα
Ο Ότσβιρκ είχε 62 συμμετοχές και έξι γκολ για την εθνική ομάδα της χώρας του. Έκανε το ντεμπούτο του για την Εθνική Αυστρίας το 1945 πριν εμφανιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 στο Λονδίνο.[1][2]
Μέχρι το 1953 ο Ότσβιρκ επιλέχθηκε ως πλάγιος μέσος για μια ομάδα της Μικτής Κόσμου που αναδείχθηκε ισόπαλη 4-4 με την Αγγλία για να γιορτάσει τα 90α γενέθλια της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.[3] Οι διεθνείς του επιτυχίες του έδωσαν την τιμή να ονομαστεί δύο φορές αρχηγός της «Παγκόσμιας Ομάδας της FIFA».
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, ο Ότσβιρκ ήταν αρχηγός της Αυστρίας και έπαιξε και στους πέντε αγώνες της ομάδας του, βοηθώντας την να πετύχει την καλύτερή της εμφάνιση στο Παγκόσμιο Κύπελλο, τερματίζοντας στην τρίτη θέση. Ο κεντρικός μέσος σημείωσε δύο γκολ κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης: αυτό που έδωσε στην Αυστρία το προβάδισμα μετά αφότου αρχικά βρέθηκε πίσω στο σκορ με 3–0 στον αξέχαστο προημιτελικό εναντίον της οικοδέσποινας Ελβετίας και αυτό στον αγώνα της τρίτης θέσης εναντίον της κατόχου του τίτλου Ουρουγουάης που έληξε 3-1 υπέρ της Αυστρίας.[4] Επιλέχθηκε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.[5]
Προπονητική καριέρα
Αμέσως μετά την απόσυρσή του ως παίχτης, ο Ότσβιρκ έγινε προπονητής και η Σαμπντόρια ήταν η πρώτη ομάδα που προπόνησε, από το 1962 έως το 1965. Προπόνησε επίσης την γερμανικήΚολωνία για ένα χρόνο, φτάνοντας με την ομάδα στον τελικό του Κυπέλλου Γερμανίας.
Θάνατος και κληρονομιά
Τον Ιανουάριο του 1980, σε ηλικία 53 ετών, πέθανε από σκλήρυνση κατά πλάκας, στο Κλάιν-Πόχλαρν της Κάτω Αυστρίας. Ο θάνατός του συνέπεσε με την ημερομηνία που πέθανε ο Ματίας Ζίντελαρ 41 χρόνια πριν.