Ο Ερνέστος Κούρτιος (Ernst Curtius) (Λίμπεκ1814 - Βερολίνο1896) ήταν Γερμανόςιστορικός και αρχαιολόγος, ο οποίος έζησε επί πολλά χρόνια στην Ελλάδα, εκπονώντας σπουδαίο αρχαιολογικό έργο. Ήταν αδελφός του φιλολόγου Γκέοργκ Κούρτιους[5], γνωστού για την έκδοση το 1852 της περίφημης «Ελληνικής Σχολικής Γραμματικής». Ο Κούρτιος ήταν οπαδός της διατήρησης των αρχαιολογικών τέχνεργων στον τόπο της ανακάλυψής τους κι επηρέασε την αρχαιολογική σκέψη, έτσι ώστε να θεωρείται πως μετά τον Κούρτιο, η αρχαιολογία δεν ήταν πλέον κυνήγι θησαυρών αλλά επιστημονική επιδίωξη.[6]
Η Ελληνική Πολιτεία έχει τιμήσει τον σπουδαίο ιστορικό και αρχαιολόγο, δίνοντας τ' όνομά του σε δρόμο τοπικής σημασίας της Αθήνας, στην οποία ο Κούρτιος έμεινε για αρκετό διάστημα: η οδός Ερνέστου Κουρτίου συνδέει την περιοχή της Άνω Κυψέλης με το Γαλάτσι.
Mε το πολυδιαβασμένο έργο του «Ελληνική Ιστορία» (Griechische Geschichte, Berlin 1857) συντέλεσε στην αποκατάσταση του ονόματος της Μακεδονίας στις αρχαιογνωστικές επιστήμες, καθώς υιοθέτησε πολλές από τις απόψεις του Johann Gustav Droysen. Πιο συγκεκριμένα, ο Curtius επιβεβαίωνε τον ελληνικό χαρακτήρα της μακεδονικής διαλέκτου και εντόπιζε τις καταβολές της μακεδονικής μοναρχίας στην ομηρική εποχή. Σχετικά με την πολιτική του Φιλίππου Β’ απέναντι στις πόλεις-κράτη γράφει: «Επιθυμούσε, όχι όπως ο Ξέρξης να είναι κυρίαρχος, αλλά να ηγηθεί των ελληνικών πόλεων, όπως όριζαν οι ελληνικές παραδόσεις· όπως ακριβώς η Σπάρτη, η Αθήνα και η Θήβα κατ΄ επανάληψη είχαν αποπειραθεί. Έναν στόχο που ποτέ δεν έφθασαν».[7]
Βιογραφία
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
(Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 21/03/2021)
Έκανε κλασικές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Βόννης, του Γκαίτινγκεν και του Βερολίνου. Το 1863, στην επιθυμία του να γνωρίσει την Ελλάδα, δέχτηκε να γίνει παιδαγωγός των παιδιών του Άουγκουστ Κρίστιαν Μπράντς, συμβούλου για εκπαιδευτικά θέματα του βασιλιά Όθωνα και ήρθε στην Αθήνα. Κατά την τετράχρονη παραμονή του στην Ελλάδα (1836-40) επισκέφτηκε την Αττική, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Έμαθε την ελληνική γλώσσα και ασχολήθηκε με την συγκριτική έρευνα του αρχαίου με το νεότερο πολιτισμό.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
(Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 21/03/2021)
Θεωρείται ο αναγεννητής του ιερού της αρχαίας Ολυμπίας με τη συμβολή του στη οργάνωση και τη διεύθυνση των πρώτων εκεί συστηματικών ανασκαφών. Τον Απρίλιο του 1874 ύστερα από υποδείξεις του Κούρτιους, επικυρώθηκε στην Αθήνα σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για τη διενέργεια ανασκαφικών ερευνών στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας, οι οποίες διενεργήθηκαν υπό την εποπτεία- όχι πάντα άμεση- και διεύθυνση του από το 1875 ως το 1881. Εκτός από ναό της Ήρας αποκαλύφθηκαν τότε ο μεγάλος βωμός του Δία και η θέση του αρχαίου Σταδίου. Τότε βρέθηκε (1877) και ο περίφημος Ερμής του Πραξιτέλη, πλήθος ανάγλυφα, νομίσματα και επιγραφές που συνέβαλαν στην ταύτιση των διαφόρων μνημείων και στη γενικότερη γνώση του μεγάλου αυτού ελληνικού ιερού.
Συγγράμματα
Το γνωστότερο έργο του είναι το Ιστορία της Ελλάδας (1857-1867, 6th ed. 1887-1888; αγγλική μετάφραση A. W. Ward, 1868-1873).[8] Άλλα κείμενά του κυρίως αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι τα:
Τα άπαντα των ομιλιών και των διαλέξεών του εκδόθηκαν σε δύο τόμους υπό τον τίτλο Altertum and Gegenwart (5η εκδ., 1903), στους οποίους προστέθηκε και τρίτος με τίτλο Unter drei Kaisern (2η εκδ., 1895). Υπήρξε επίσης από το 1851 εκδότης του 1828-77, Corpus inscriptionum graecarum. 4 τόμοι Deutsche Akademie der Wissenschaften Berlin[6].
↑Δρ. Κωνσταντίνου Σ. Παπανικολάου, «Η Μακεδονία των Γερμανών. Η εικόνα της Μακεδονίας στον γερμανικό δημόσιο λόγο από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδόσεις Δίσιγμα.
↑Η Ελληνική Ιστορία 3 τ. μεταφράστηκαν στα ελληνική από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο (1898-1900)