Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας (γερμανικός τίτλος: 24 Stunden Ans dem Leben einer Frau) είναι νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ που δημοσιεύθηκε το 1927. Η ιστορία αναφέρεται σε ένα παράξενο και συνταρακτικό γεγονός στη ζωή μιας γυναίκας που έλαβε χώρα πριν από 20 χρόνια, όπου ουσιαστικά προσπάθησε να σώσει τη ζωή ενός νεαρού που γνώρισε στο καζίνο.[1]
Ο ανώνυμος αφηγητής βρίσκεται σε ένα μικρό ξενοδοχείο στην Κυανή Ακτή κοντά στο Μόντε Κάρλο, όπου άνθρωποι ανώτερης τάξης από διάφορες χώρες κάνουν διακοπές. Ένα σκανδαλώδες περιστατικό που συνέβη πρόσφατα έχει αναστατώσει τους ενοίκους: Μια αξιοπρεπής σύζυγος και καλή μητέρα, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον σύζυγο και τις δύο κόρες της για έναν νεαρό Γάλλο που γνώρισε πρόσφατα. Η ενέργειά της προκάλεσε κύμα αγανάκτησης, αλλά υπήρξαν και κάποιοι που πήραν το μέρος της, πιστεύοντας ότι ήταν καλύτερο να αφήσει τον άντρα της παρά να τον προδώσει ψυχικά. Ανάμεσά τους και ο αφηγητής που την υπερασπίστηκε σθεναρά, κάτι που εντυπωσίασε την Αγγλίδα κυρία Κ., μια ηλικιωμένη χήρα που αποφάσισε να του διηγηθεί ιδιωτικά ένα ασυνήθιστο και αξέχαστο περιστατικό που της συνέβη πριν από 25 χρόνια και διήρκεσε μόνο είκοσι τέσσερις ώρες αλλά συντάραξε την ευυπόληπτη ζωή της:[2]
Τότε ήταν 42 ετών, ήδη χήρα, και οι δύο γιοι της ζούσαν ανεξάρτητα. Στις διακοπές της, της άρεσε να πηγαίνει στο καζίνο, δεν έπαιζε αλλά παρακολουθούσε τους παίκτες. Της άρεσε να κοιτάζει τα χέρια τους, γιατί μόνο αυτά μπορούσαν να πουν την αλήθεια για έναν άνθρωπο στο τραπέζι του τζόγου, ενώ το πρόσωπο των παικτών ήταν συνήθως σαν μάσκα χωρίς συναισθήματα. Και τότε ένα βράδυ η κυρία Κ. είδε τα εξαιρετικά όμορφα και εκφραστικά χέρια ενός νεαρού άνδρα, που τη μάγεψαν. Για πολλή ώρα τα κοίταζε και αργότερα αποφάσισε να κοιτάξει τον νεαρό. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο, ήταν γεμάτος πάθος και ενθουσιασμό. Όταν όμως ο νεαρός - ένας 24χρονος Πολωνός αριστοκράτης υποψήφιος διπλωμάτης που έμενε στη Νίκαια - έχασε τα πάντα, το πρόσωπό του έσβησε και σαν μεθυσμένος κατευθύνθηκε προς την έξοδο αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του. Η γυναίκα πάγωσε όταν είδε τον εντελώς συντετριμμένο νεαρό και δεν είχε σχεδόν καμία αμφιβολία ότι είχε αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή του. Τον ακολούθησε, χωρίς να ξέρει ακόμη γιατί, αλλά όταν τον είδε να κάθεται αδύναμα σε ένα παγκάκι κοντά στο καζίνο, αποφάσισε να τον σώσει με κάθε κόστος.[3]
Μετά από μια νύχτα αγάπης - ο νεαρός τη θεωρεί πόρνη - τον κάνει να ορκιστεί ότι δεν θα παίξει ποτέ ξανά και αυτή του δίνει χρήματα για να επιστρέψει στο σπίτι του με το τρένο. Το πάθος την καταλαμβάνει και κρυφά αποφασίζει να φύγει μαζί του με το ίδιο τρένο. Όταν τελικά φτάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό, το τρένο έχει ήδη φύγει. Και η απογοήτευσή της που τον έχασε συνοδεύεται από μια ακόμη πιο πικρή εμπειρία: όταν πηγαίνει ξανά στο καζίνο, βλέπει τον νεαρό να παίζει με τα χρήματά της. Ακόμη χειρότερα, αυτός δεν θέλει πλέον να έχει καμία σχέση μαζί της και την ταπεινώνει σκληρά μπροστά σε όλους. Ήταν μια τραγική απογοήτευση γι' αυτήν που ποτέ δεν ομολόγησε ούτε τότε ούτε αργότερα. Ωστόσο ομολογεί στον αφηγητή ότι αν εκείνος ο άνθρωπος της το είχε ζητήσει, θα τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος του κόσμου, θα είχε ατιμάσει το όνομά της και των παιδιών της αδιαφορώντας για τα σχόλια, θα είχε φύγει μαζί του.[4]
Η νουβέλα διασκευάσθηκε μεταξύ άλλων:
Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας
24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, ραδιοφωνικό θέατρο με τη Μαίρη Αρώνη και τον Μάκη Ρευματά στους κύριους ρόλους