Η Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ (1136–1478) υπήρξε κρατικό μόρφωμα της ΒΔ Ρωσίας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα με πρωτεύουσα το Νόβγκοροντ. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ανατολικό σλαβικό κόσμο, όντας ένα από τα λίγα ρωσικά κράτη που έμειναν ανέπαφα τόσο από τη μογγολική εισβολή στο νότο, όσο και το σουηδικό και τευτονικό επεκτατισμό από δυσμάς.
Πριν την ανεξαρτητοποίησή του, το Νόβγκοροντ ήταν το δεύτερο σημαντικότερο πριγκιπάτο του βαραγγοσλαβικού κράτους των Ρως μετά την πρωτεύουσα Κίεβο. Δεδομένου μάλιστα ότι οι Βάραγγοι είχαν εγκατασταθεί εκεί πολύ πριν κατακτήσουν το Κίεβο, θεωρούσαν την πόλη ως κοιτίδα της αριστοκρατίας που διοικούσε το κράτος.
Η αυτονόμηση της τοπικής ολιγαρχίας από την κεντρική εξουσία ήταν μία μακρόχρονη διαδικασία, η οποία δρομολογήθηκε μετά το θάνατο του Μεγάλου Πρίγκιπα Γιάροσλαβ του Σοφού (1054) και οφείλεται σε δύο κύρια αίτια:
Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτονόμησης, η είσοδος στο 12ο αι. έβρισκε την πόλη να διαθέτει ήδη δικό της αρχιεπίσκοπο και στρατιωτικό διοικητή. Επίσης σε πολιτικές δομές το Νόβγκοροντ έμοιαζε περισσότερο με δυτικοευρωπαϊκή παρά με ρωσική πόλη.
Η ανεξαρτησία κηρύχθηκε επισήμως από τις δύο κυρίαρχες τάξεις, τους αριστοκράτες (βογιάρους) και τους μεγαλεμπόρους, το 1136. Στο νέο κράτος ενσωματώθηκαν μια σειρά από σημαντικές πόλεις της ΒΔ Ρωσίας: Πσκοβ (Πίσκοβο), Λάντογκα, Στάραγια Ρούσα, Όρεσεκ. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν ανέδειξαν τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ στη σημαντικότερη δύναμη του ανατολικού σλαβικού κόσμου, ιδιαίτερα μετά τη Μογγολική Εισβολή (13ος αιώνας).
Το Νόβγκοροντ δεν αντιμετώπισε τη μοίρα των νότιων και ανατολικών ρωσικών περιοχών, που υποδουλώθηκαν στους Μογγόλους, αλλά είχε να αντιμετωπίσει επιβουλές από τη δύση. Μέσα σε ενάμιση αιώνα πέτυχε να αποκρούσει σειρά επιθέσεων από τους Σουηδούς και τους Τεύτονες, οι οποίοι επιβουλεύονταν τα εδάφη του. Οι εισβολές αυτές, πέραν της προφανούς επιθυμίας των επιτιθεμένων για επέκταση, είχαν και θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού είχαν εγκριθεί με παπική βούλα ως πόλεμος κατά των αιρετικών ορθοδόξων.
Το 1348 αποχώρησε από τη Δημοκρατία το Πσκοβ, αλλά αυτό ουδόλως την αποδυνάμωσε - μέχρι τις αρχές του 15ου αι. είχε εξαπλωθεί σε μια επικράτεια από τη Βαλτική μέχρι τα Ουράλια. Το δε εμπόριό της κυριαρχούσε στη Βόρεια Ευρώπη, σε βαθμό που το Νόβγκοροντ ήταν μία από τις τέσσερις πλουσιότερες πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης μαζί με το Λονδίνο, το Μπέργκεν και το Μπρυζ. Η οικονομική ισχύς έδωσε στην πόλη τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί μεγάλα έργα και να μετακαλεί καλλιτέχνες από ολόκληρη την Ευρώπη, όπως τον κωνσταντινουπολίτη αγιογράφο Θεοφάνη.
Την ίδια περίοδο που η Δημοκρατία του Νόβγκοροντ άκμαζε, στην υπόλοιπη Ρωσία είχε ξεκινήσει η απεξάρτηση από το μογγολικό έλεγχο και ένα νέο ισχυρό κρατίδιο αναδεικνυόταν σε ανταγωνιστική δύναμη: ήταν το Μέγα Δουκάτο της Μόσχας, το οποίο φιλοδοξούσε να ενοποιήσει τα ρωσικά εδάφη σε μία ενιαία επικράτεια με πρωτεύουσα τη Μόσχα. Οι διενέξεις μεταξύ των δύο κρατιδίων ξεκίνησαν στα τέλη του 14ου αι.
Φοβισμένοι από τη μοσχοβίτικη απειλή, οι βογιάροι της Δημοκρατίας κατέφυγαν σε συμμαχία με τις καθολικές Λιθουανία και Πολωνία. Αυτό όμως εξόργισε τις λαϊκές τάξεις, οι οποίες αντιμετώπισαν τη συμμαχία ως προδοσία κατά του ρωσικού έθνους και της ορθόδοξης πίστης. Ως αποτέλεσμα ξέσπασε μία μακρόχρονη εσωτερική έριδα, η οποία άλλες φορές περιοριζόταν σε πολιτικό επίπεδο και άλλοτε έπαιρνε το χαρακτήρα ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης. Η κατάσταση αυτή εξασθένησε σημαντικά τη δύναμη του Νόβγκοροντ για τις επόμενες δεκαετίες.
Το καλοκαίρι του 1471, με το στρατό τους ηττημένο από το μοσχοβίτη Ιβάν Γ' στη Σελόνα και τον ποταμό Ντβίνα, οι βογιάροι του Νόβγκοροντ ακύρωσαν τη συμμαχία με Λιθουανία - Πολωνία και δήλωσαν υποταγή στη Μόσχα. Κράτησαν όμως μία σχετική αυτονομία, την οποία αρχικά ο Ιβάν αποδέχθηκε, αλλά στη συνέχεια προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ακυρώσει.
Η οριστική ενσωμάτωση της Δημοκρατίας στο αναδυόμενο ρωσικό βασίλειο έγινε τελικά στις 14 Ιανουαρίου 1478. Ο Ιβάν πολιόρκησε το Νόβγκοροντ και δεν έδωσε στην πόλη καμία επιλογή, πέρα από την αποδοχή της πλήρους κυριαρχίας του. Από εκείνη τη στιγμή, η Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ έπαυσε να υπάρχει.
Για τα δεδομένα του ύστερου μεσαίωνα, οι θεσμοί της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ εμφάνιζαν αρκετές πρωτοτυπίες. Οι εξουσίες ήταν διαχωρισμένες (αν και όχι με τη διάκριση που εφαρμόζεται σήμερα) και κύριος φορέας τους δεν ήταν ένας ηγεμόνας ή η αυλή του, αλλά ένα σαφώς ευρύτερο σώμα. Τα κυριότερα όργανα της Δημοκρατίας ήταν τα ακόλουθα:
Συντεταγμένες: 50°27′00″N 30°31′00″E / 50.4500°N 30.5167°E / 50.4500; 30.5167