Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1311 στη Μάχη του Αλμυρού, τον διαδέχτηκε υπό την επιτροπεία της μητέρας του στο Δουκάτο των Αθηνών, που είχε καταληφθεί από την Καταλανική Εταιρεία, και στην Αργο-Ναυπλία, φέουδο που παρέμενε στην οικογένεια, υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Το 1311, η μητέρα του κλείστηκε στην οχυρωμένη ακρόπολη της Αθήνας μαζί με τον ανήλικο Γκωτιέ και αντέταξε άμυνα κατά των Καταλανών, περιμένοντας βοήθεια από τους υπόλοιπους Φράγκους. Βλέποντας ότι δεν θα έρθει βοήθεια, εγκατέλειψαν την Αθήνα με προορισμό τη Γαλλία[6].
Το 1318 με τη βοήθεια της Βενετίας προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη[7].
Συμμάχησε με το Βασίλειο της Νάπολης και το 1325 νυμφεύτηκε την ανιψιά του Ροβέρτου της Νάπολης, τη Μαργαρίτα των Καπετιδών-Ανζού (1298 - 1340), κόρη του Φίλιππου Β΄ πρίγκιπα του Τάραντα, ο οποίος παραχώρησε ως προίκα τα δικαιώματά του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου[8]. Ηγήθηκε Ανδεγαυικού στρατού τον Αύγουστο του 1331, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει το Δουκάτο των Αθηνών από τους Καταλανούς. Επιτέθηκε στο δεσποτάτο της Ηπείρου για λογαριασμό του Ροβέρτου, αναγκάζοντας τον Ιωάννη Ορσίνη να του παραχωρήσει τη Λευκάδα και την πόλη της Βόνιτσας και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία των Ανδεγαυών. Ωστόσο, απέτυχε στη συνέχεια εναντίον των Καταλανών στην Αττική και τη Βοιωτία και επέστρεψε στην Ιταλία και έπειτα στη Γαλλία.
Το 1342 στην Ιταλία τον κάλεσε η άρχουσα τάξη των πλούσιων εμπόρων της Φλωρεντίας, για να κυβερνήσει την πόλη τους. Η μεγάλη οικονομική κρίση στη Φλωρεντία ανάγκασε τους ευγενείς να ζητήσουν βοήθεια από τον Γκωτιέ, ο οποίος παρόλο που είχε κληθεί από τους ευγενείς για να αναλάβει τη διακυβέρνηση ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, οι κατώτερες τάξεις, αγανακτισμένες από την ανικανότητα των προκατόχων του Γκωτιέ, τον ανακήρυξαν άρχοντα (signore) ισοβίως. Εκείνος όμως κυβέρνησε δεσποτικά, αγνοώντας τα συμφέροντα της ίδιας της τάξης των εμπόρων που τον έφεραν στην εξουσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο "Δούκας των Αθηνών" να εξαγριώσει τους φλωρεντινούς και έπειτα από μόλις δέκα μήνες στην εξουσία τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Ο Γκωτιέ εκδιώχθηκε από τη Φλωρεντία και κατάφερε να διαφύγει ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του.
Στις 9 Μαΐου 1356 διορίσθηκε από τον Ιωάννη Β΄ της Γαλλίας μέγας Σταυλάρχης του Βασιλείου, από τους μεγαλύτερους τιμητικούς στρατιωτικούς τίτλους της Γαλλίας. Σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης του Πουατιέ στις 19 του Σεπτεμβρίου 1356.
Δεν είχε παιδιά που να επιβίωσαν μετά τον θάνατό του και τους τίτλους του κληρονόμησε η αδελφή του Ισαβέλλα του Μπριέν και μέσω αυτής ο σύζυγός της Γκωτιέ Γ΄ του Ανγκιάν (Gautier III d'Enghien) (1302-1356).
Οικογένεια
Νυμφεύτηκε τη Μαργαρίτα των Καπετιδών-Ανζού, κόρη του Φιλίππου A΄ πρίγκιπα του Τάραντα.
Το 1340 απεβίωσε η Μαργαρίτα και ο Γκωτιέ ΣΤ΄ έκανε δεύτερο γάμο με την Ιωάννα, κόρη του 4ου εξαδέλφου του Ραούλ Α΄ των Μπριέν κόμη του Ε. Οι δύο κόρες τους Ιωάννα και Μαργαρίτα απεβίωσαν νωρίς.
The History of Florence from the Founding of the City through the Renaissance, New York: Harcourt Brace, 1936.
Luttrell, Anthony (1966). "The Latins of Argos and Nauplia: 1311-1394". Papers of the British School at Rome. British School at Rome.
Nicol, Donald MacGillivray (2010). The Despotate of Epiros 1267–1479: A Contribution to the History of Greece in the Middle Ages. Cambridge: Cambridge University Press.
Sestan, Ernesto (1972). "BRIENNE, Gualtieri di". Dizionario Biografico degli Italiani, Volume 14: Branchi–Buffetti (in Italian). Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana.
Setton, Kenneth M. (1976). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. Philadelphia, Pennsylvania: The American Philosophical Society.