Η Λέτσε (ιταλικά: Lecce, προφέρεται: [ˈlettʃe](ακούστε), λατινικά: Lupiae, αρχαία ελληνικά: Λουπίαι, ΓκρίκοΛουππίου, Luppìu) είναι η πρωτεύουσα της Ιταλικής επαρχίας του Λέτσε, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ιταλική περιφέρειαΑπουλία μετά το Μπάρι, ο πληθυσμός της πόλης σύμφωνα με την απογραφή του 2015 είναι 95.766 κάτοικοι.[1] Η Λέτσε είναι η μεγαλύτερη πόλη στη χερσόνησο Σαλέντο στο νοτιότερο σημείο της Ιταλικής χερσονήσου και έχει ιστορία πάνω από 2.000 χρόνια. Είναι γνωστή και ως η “Φλωρεντία του Νότου”, θαμπώνει με την μπαρόκ αρχιτεκτονική και την πλούσια ιστορία του. Στην καρδιά της Απουλίας, αυτή η πόλη διαθέτει εντυπωσιακές εκκλησίες, όπως η Basilica di SantaCroce, και όμορφα διακοσμημένα παλάτια. Τα πολλά αρχιτεκτονικά μνημεία ρυθμού Μπαρόκ που διαθέτει της έχουν δώσει το προσωνύμιο "Η Φλωρεντία του νότου".[2]
Στη σημερινή εποχή υπάρχουν περίπου 10 χωριά στην επαρχία του Λέτσε όπου μιλούν "Griko", μια εκδοχή της Ελληνικής βυζαντινής γλώσσας με πολλές ιταλικές επιδράσεις. Η Λέτσε είναι γνωστή επίσης για τον "λίθο της Λέτσε", μία μορφή ελαστικού και εύκαμπτου πετρώματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα στα γλυπτά. Η Λέτσε έχει επίσης μεγάλη παραγωγή σε κρασί, ελαιόλαδο, προϊόντα κεραμικής και διαθέτει το μεγαλύτερο ιατρικό κέντρο στην Απουλία.
Το "Αρχαιολογικό πάρκο των Ροδίων" βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης, ο Αναγεννησιακός Ουμανιστής Αντώνιος Φεράρις που καταγόταν από την πόλη γράφει ότι ήταν η πατρίδα του αρχαίου ποιητή Έννιου.[3]
Ιστορία
Η πόλη σύμφωνα με τον θρύλο υπήρχε την εποχή που είχε ξεσπάσει ο Τρωικός Πόλεμος και ιδρύθηκε από τους Μεσσάπιους, τον 3ο αιώνα π.χ. κατακτήθηκε από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και δέχτηκε το όνομα "Λουπιά".[4] Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Αδριανός τον 2ο αιώνα μετακινήθηκε περίπου 3 χιλιόμετρα βορειοανατολικά και πήρε το όνομα "Λίτσεα". Η Λέτσε είχε θέατρο, αμφιθέατρο και συνδέθηκε με την Πύλη του Αδριανού. Ο Ορόντιος του Λέτσε που αγιοποιήθηκε ως Άγιος Ορόντιος θεωρείται ο πρώτος χριστιανός επίσκοπος της πόλης και προστάτης Άγιος της Λέτσε.[5] Όταν έπεσε η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ξέσπασαν οι Γοτθικοί πόλεμοι, οι Οστρογότθοι και ο βασιλιάς τους Τωτίλας λεηλάτησαν την πόλη. Η Λέτσε επανήλθε σε Ρωμαϊκή κυριαρχία (549) και παρέμεινε πέντε αιώνες στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, την περίοδο αυτή είχαν κατακτήσει την πόλη σποραδικά οι Σαρακηνοί, οι Λομβαρδοί, οι Ούγγροι και οι Σλάβοι. Τον 11ο αιώνα οι Νορμανδοί κατέκτησαν τη Λέτσε και η πόλη αναδείχτηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, ο Ταγκρέδος της Σικελίας από τη Λέτσε ήταν ο τελευταίος Νορμανδός Βασιλιάς της Σικελίας.
Η Λέτσε γνώρισε μεγάλη ακμή και αργότερα όταν την κυβέρνησαν ο Οίκος των Χοενστάουφεν και ο Οίκος των Καπετιδών-Ανζού, την περίοδο 1053 - 1463 ήταν η πιο σημαντική στο Βασίλειο της Σικελίας και κυβερνήθηκε απ΄ευθείας από το στέμμα. Τον 15ο αιώνα η πόλη γνώρισε μεγαλύτερη ακμή και οικοδομήθηκαν νέα κτίσματα σε ρυθμούς Μπαρόκ. Ο Κάρολος Κουίντος την ενίσχυσε το πρώτο μισό του 16ου αιώνα με ισχυρά τείχη και ένα κάστρο για να την προστατεύσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1656 ξέσπασε στη Λέτσε μεγάλη επιδημία πανώλης που θανάτωσε χιλιάδες κατοίκους.
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πολεμικά αεροσκάφη με έδρα το Λέτσε υποστήριξαν μεμονωμένες Ιταλικές φρουρές στο Αιγαίο Πέλαγος αλλά οι Σύμμαχοι καθυστέρησαν με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ήττα. Τη διετία 1944 - 1945 βομβαρδιστικά τύπου "Β24" από το 98ο Βομβαρδιστικό Σώμα ενώθηκαν με το 15ο Στρατιωτικό Σώμα των Ηνωμένων Πολιτειών, τα πληρώματα εκτελούσαν αποστολές πάνω από την Ιταλία, τα Βαλκάνια, την Αυστρία, τη Γερμανία και τη Γαλλία.[6]
Ποδόσφαιρο
Η ΟΣ Λέτσε (ιταλικά: US Lecce), με έτος ίδρυσης το 1908, αποτελεί τη σημαντικότερη ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Συμμετέχει στη Σέριε Α, την πρώτη κατηγορία ποδοσφαίρου της Ιταλίας και δίνει τους εντός έδρας αγώνες της στο τοπικό Στάδιο Βία ντελ Μάρε, χωρητικότητας 33.876 θεατών.
Παραπομπές
↑Rohlfs, Gerhard (1964). "Toponomastica greca nel Salento" (PDF) (Στα Ιταλικά), σ.13