Το Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο ήταν το νομισματοκοπείο του Βασιλείου της Ελλάδας, το οποίο αντικατέστησε το Εθνικό Νομισματοκοπείο στην Αίγινα που καταργήθηκε το 1833.
Το Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Αντιβασιλείας του Όθωνα το 1836[1]. Ως νόμισμα του Βασιλείου είχε μόλις οριστεί η δραχμή με την παράλληλη κατάργηση του φοίνικα). Η κοπή των νομισμάτων γινόταν στο νομισματοκοπείο του Μονάχου.
Η έδρα του Νομισματοκοπείου ήταν στο Υπουργείο Οικονομικών, στην πλατεία Υπουργείου Οικονομικών ή Πλατεία Νομισματοκοπείου[2] (σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος) και ανήκε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών[3]. Το κτίριο του Νομισματοκοπείου είχε χτιστεί από το 1834 στο Βορειοανατολικό τμήμα του κήπου και είχε σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Έντουαρτ Σάουμπερτ[4].
Ο κύριος εξοπλισμός του είχε κατασκευαστεί στο Μόναχο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν και όσα μηχανήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από την Αίγινα[5], παρόλο που αναφέρεται ότι δυο από τις μηχανές δόθηκαν στο Οπλοστάσιο στο Ναύπλιο για άλλη χρήση[6]. Έγινε παραγγελία τριών νέων μηχανημάτων στον Μεχάνικους Έρτελ (ο Έρτελ ήταν μαθητής του Ράιχενμπαχ στο Μόναχο[6]. Υπεύθυνος για την κοπή των νομισμάτων διορίστηκε ο Έρλε (Oerle) και βοηθός του ο γνωστός για την τέχνη του Λάνγκ (Lang). Ο Έρλε απεβίωσε στην Ελλάδα πριν την αποπεράτωση του νέου κτηρίου. Για την ανεύρεση διευθυντή, το υπουργείο οικονομικών απευθύνθηκε στο βασιλικό οπλοστάσιο στο Ναύπλιο, το οποίο πρότεινε τον Βαυαρό Χριστόφορος Ράιχενμπαχ (Christoph Reichenbach), ο οποίος διορίστηκε προσωρινά και μετά από τρεις μήνες επίσημα Βασιλικός Διευθυντής του Νομισματοκοπείου[6]. Πρώτος χαράκτης ορίστηκε όπως ήδη αναφέρθηκε ο Αυστριακός Κόνραντ Λάνγκε (Konrad Lange), χαράκτης επίσης του Νομισματοκοπείου της Βιέννης.[7][8]
Αναφέρεται ότι το Νομισματοκοπείο κατά την ίδρυσή του είχε τριάντα πέντε μηχανικούς και στελέχη του ήταν οι: Χριστόφορος Ρέιχεμπαχ (ο Χριστόφορος Ράιχενμπαχ) υπολοχαγός του μηχανικού, Π. Π. Μπενεδούτζης, Ελεγκτής Ταμίας, Κ. Λαγγ (ο Κόνραντ Λάνγκε), χαράκτης[9][10] Ε. Τζίφος, Α΄ Μηχανικός, Ι. Τάκης, γραμματεύς[2].
Το ελασματοποιείο στεγαζόταν σε ξεχωριστό κτήριο κοντά στο Νομισματοκοπείο. Οι κλίβανοι του χυτηρίου ήταν κτισμένοι από πυρίμαχο πηλό από τη Θήβα και θερμαίνονταν με λιγνίτη από την Κύμη[6].
Το 1839 ο Ράιχενμπαχ ήταν ακόμη διευθυντής του Νομισματοκοπείου, όπως προκύπτει από παρασημοφόρησή του με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών. Διοικητικά είχε τη θέση υπολοχαγού του Πυροβολικού[11]. Κατά το 1844 αναφέρεται ως Διευθυντής του Νομισματοκοπείου ο υπολοχαγός του Πυροβολικού Ι. Καρπούνης[12].
Η παραγωγή του εργοστασίου ανερχόταν στα 20.000 χάλκινα νομίσματα ημερησίως. Παρά τις προσπάθειες, το Νομισματοκοπείο δεν πήρε άδεια να κόβει και αργυρά νομίσματα, διότι ο Γάλλος Ρενιέ (Regnier) που είχε την επίβλεψη των ελληνικών οικονομικών δεν έδινε τη συγκατάθεσή του. Η άδεια δόθηκε μετά τον θάνατο του Regnier, και έτσι άρχισε και η παραγωγή αργυρών νομισμάτων των 25 και 50 λεπτών. Μια χημική ανάλυση του μετάλλου όμως έδειξε ότι ο άργυρος επειδή προερχόταν από την Τουρκία δεν ήταν καθαρός, αλλά περιείχε και μείγμα χρυσού, με αποτέλεσμα το μέταλλο να πηγαίνει πρώτα στη Γαλλία για να εμπλουτιστεί πριν χρησιμοποιηθεί για την κοπή των νομισμάτων[6].
Το 1843 (με το διάταγμα της 7ης Απριλίου 1843), το Βασιλικό Νομισματοκοπείο επιτρεπόταν να κόβει αργυρά νομίσματα για λογαριασμό ιδιωτών που θα προσκόμιζαν είτε άργυρο είτε αργυρά νομίσματα (μετά από αφαίρεση των δικαιωμάτων για τη διαδικασία), κάτι που έδειχνε την οικονομική δυσκολία του κράτους την εποχή εκείνη.[7]
|url=