Ο Ράιχενάου γεννήθηκε στην Καρλσρούη στις 8 Οκτωβρίου 1884.[7][8] Ήταν γιος Πρώσου στρατηγού (η οικογένειά του είχε καταγωγή από τους Δούκες του Νασσάου, οι οποίοι παύθηκαν από τον Βίσμαρκ[9]) και, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, εισήλθε στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου το 1903 και το 1904 ονομάστηκε ανθυπολοχαγός του 1ου Συντάγματος Πυροβολικού της Εθνοφρουράς. Το 1911 εισάγεται στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου.[10] Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Ράιχεναου αποστέλλεται στο Δυτικό μέτωπο. Του απονέμεται ο Σιδηρούς Σταυρός Α' τάξης και το 1918 προάγεται στο βαθμό του λοχαγού, για να ακολουθήσει, το 1924, η προαγωγή σε Ταγματάρχη.
Με τη λήξη του Πολέμου, ο Ράιχεναου παρέμεινε στις τάξεις του στρατού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως αξιωματικός του Επιτελείου. Το 1931 τοποθετήθηκε ως επιθεωρητής σημάτων (διαβιβάσεις) στο Υπουργείο Στρατιωτικών, υπό τη διοίκηση του Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ. Το επόμενο έτος ο θείος του Φρίντριχ τον παρουσίασε στον Χίτλερ, του οποίου ο Ράιχεναου έγινε θερμός υποστηρικτής.[11] Όταν οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία, το 1933, ο Ράιχεναου τοποθετήθηκε ως αξιωματικός - σύνδεσμος μεταξύ Υπουργείου Στρατιωτικών και Κόμματος, ενώ επικεφαλής του Υπουργείου τοποθετήθηκε ο Μπλόμπεργκ. Μαζί οι δυό τους προσπάθησαν να ανατρέψουν από την αρχηγία του Στρατού τον Κουρτ Χάμμερσταϊν - Έκβορντ (Kurt Hammerstein-Equord), φανατικό αντιναζιστή, πράγμα που τελικά κατάφεραν. Ο Μπλόμπεργκ έπεισε τον Χίτλερ να τοποθετήσει στη θέση του τον Ράιχεναου, όμως ο Χίτλερ αντιμετώπισε το βέτο του Προέδρου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ κι έτσι στη θέση αυτή τοποθετήθηκε ο Βέρνερ φον Φριτς. Το ίδιο έτος ο Μπλόμπεργκ και ο Ράιχενάου άρχισαν να ανησυχούν για την ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη δύναμη των SA και την επιρροή του επικεφαλής τους Ερνστ Ρεμ, στον οποίο είχε δοθεί έδρα στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και είχε αρχίσει να ασχολείται όλο και περισσότερο με στρατιωτικά ζητήματα. Ο Ράιχεναου ανησύχησε ακόμη περισσότερο, όταν ο Ρεμ, σε επιστολή που του απηύθυνε στις 2 Οκτωβρίου 1933, έγραφε, ανάμεσα στα άλλα: "Βλέπω πλέον τη Ράιχσβερ[12] μόνον ως μια σχολή εκπαίδευσης του γερμανικού λαού. Ο επόμενος στόχος της SA είναι ο πόλεμος και, φυσικά, η κινητοποίηση των Γερμανών.[13]
Την ανησυχία του Ράιχενάου συμμερίζονταν και πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί, τους οποίους οι παρεμβάσεις του Ρεμ είχαν εξαγριώσει. Ο Ράιχενάου ανησύχησε, όμως, περισσότερο γιατί διέβλεπε πραξικόπημα από πλευράς Ρεμ κατά του Χίτλερ. Αν αυτό συνέβαινε, η σταδιοδρομία του Ράιχεναου θα τερματιζόταν. Έτσι, έπεισε τον Χάινριχ Χίμλερ να ζητήσει από τον Ράινχαρντ Χάιντριχ να "ανοίξει φάκελο" για τον Ρεμ. Ο Χάιντριχ, ο οποίος επίσης φοβόταν τον Ρεμ, όχι απλά δημιούργησε φάκελο, αλλά κατασκεύασε και πλαστό έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο ο Ρεμ είχε λάβει 12 εκατομ. μάρκα από τους Γάλλους για την ανατροπή του Χίτλερ.
Ο Χίτλερ, ο οποίος συμπαθούσε τον Ρεμ, αρνήθηκε να πιστέψει το φάκελο του Χάιντριχ: Ο Ρεμ υπήρξε ο άνθρωπος που του εξασφάλιζε πιστώσεις κατά την πρώτη περίοδο του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, ενώ η SA του είχε παίξει σημαντικότατο ρόλο στην εξολόθρευση πολιτικών αντιπάλων του κατά τις εκλογές του 1932 και του 1933. Είχε, όμως, τους δικούς του λόγους να επιθυμεί την εξόντωση του Ρεμ, καθώς και αυτός πίστευε ότι ο Ρεμ εποφθαλμιούσε τη θέση του, ενώ οι μεγαλοβιομήχανοι, που υποστήριζαν τον Χίτλερ, ανησυχούσαν λόγω των σοσιαλιστικών, όπως πίστευαν, απόψεων του Ρεμ για την οικονομία. Επιπλέον, ο "φάκελος" του Χάιντριχ περιείχε στοιχεία για τη (γνωστή σε όλους) ομοφυλοφιλία του Ρεμ. Ο Εθνικοσοσιαλισμός, που αποδοκίμαζε έντονα την ομοφυλοφιλία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, δεν ήταν δυνατό να ανέχεται ένα γνωστό ομοφυλόφιλο στην ηγέτιδα τάξη του. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των συγκυριών ήταν η εξόντωση του Ρεμ και των κυριότερων ηγετών της SA στην αποκαλούμενη Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών.[14]
Τον Αύγουστο του 1935 ο Ράιχεναου προήχθη σε Υποστράτηγο και τοποθετήθηκε διοικητής του VII Σώματος Στρατού στο Μόναχο. Το 1936 ονομάζεται Στρατηγός του Πυροβολικού και όταν, ύστερα από κατασκευασμένο σκάνδαλο, ο Χίτλερ καταφέρνει να απαλλαγεί τόσο από τον φον Φριτς όσο και από τον Μπλόμπεργκ, επιζητεί να θέσει τον Ράιχεναου αντικαταστάτη του φον Φριτς στην ηγεσία του Στρατού. Ισχυρότατοι Στρατηγοί, ωστόσο, όπως ο Γκερντ φον Ρούντστεντ και ο Λούντβιχ Μπεκ πληροφορούν τον Χίτλερ ότι θα αρνηθούν να υπηρετήσουν κάτω από τις διαταγές του Ράιχεναου και ο Χίτλερ υποχωρεί, διορίζοντας τον Βάλτερ φον Μπράουχιτς επικεφαλής του Στρατού, δίνει, ωστόσο, στον Ράιχεναου τη θέση που ως τότε κατείχε ο Μπράουχιτς: Διοικητής της Ομάδας Στρατιών 4 με έδρα τη Λειψία. Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει την κατάληψη της Σουδητίας επικεφαλής της 10ης Στρατιάς.
Η οικογένεια Ράιχεναου ήταν ευκατάστατη. Σύμφωνα με αρχειακές μαρτυρίες, η οικογένεια κατείχε και λειτουργούσε ένα εργοστάσιο επίπλων έξω από την Καρλσρούη, από τα μεγαλύτερα στη χώρα. Το 1938 η οικογένεια δώρισε το εργοστάσιο στους Ναζί, μετατρέποντάς το σε εργοστάσιο κατασκευής πυρομαχικών. Κατά τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές του 1945, το εργοστάσιο καταστράφηκε από βομβαρδισμούς.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Το Σεπτέμβρη του 1939 ο Ράιχεναου ήταν διοικητής της 10ης Στρατιάς, που συμμετέχει στην εισβολή στην Πολωνία. Μετά τον τερματισμό της εκστρατείας επέστρεψε στη Γερμανία και το 1940 ηγήθηκε της 6ης Στρατιάς, η οποία συμμετείχε στην εισβολή στη Γαλλία. Μετά τον επιτυχή τερματισμό της εκστρατείας, ο Χίτλερ τον προήγαγε σε Στρατάρχη (19 Ιουλίου 1940).[15]
Επιχείρηση "Μπαρμπαρόσσα"
Όταν ο Χίτλερ ανακοίνωσε στους στρατιωτικούς ηγέτες του ότι πρόκειται να γίνει εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα), ο Ράιχεναου, όπως σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί του, υπήρξε σφοδρός πολέμιος αυτής της απόφασης.
Ωστόσο, ως στρατιωτικός (και φανατικός εθνικοσοσιαλιστής), έλαβε μέρος σε αυτήν ηγούμενος εκ νέου της 6ης Στρατιάς, η οποία κατέλαβε το Κίεβο, το Μπέλγκοροντ, το Χάρκοβ και το Κουρσκ (πόλη). Ήταν, επίσης, από τους ελάχιστους στρατιωτικούς ηγέτες, οι οποίοι ενθάρρυναν τους στρατιώτες τους να προβαίνουν σε ωμότητες εναντίον των Εβραίων, εκδίδοντας την αποκαλούμενη "Reichenau-Befehl" (διαταγή Ράιχεναου),[16][17] ενώ συνεργάστηκε με τα Einsatzgruppen για την εξόντωσή τους.[18]
Το Νοέμβριο του 1941 ο Χίτλερ απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου της ΒέρμαχτΒάλτερ φον Μπράουχιτς. Θέλησε και πάλι να τον αντικαταστήσει με τον Ράιχεναου, αλλά αντιμετώπισε εκ νέου τη σφοδρή αντίδραση των υπόλοιπων ηγετών, οι οποίοι τον θεωρούσαν "υπερβολικά πολιτικοποιημένο για στρατιωτικό ηγέτη". Ο Χίτλερ υποχώρησε, διορίζοντας τον εαυτό του γενικό διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Ράιχενάου αναλαμβάνει επικεφαλής της Ομάδας Στρατιών Νότου, ύστερα από την ανάκληση του φον Ρούνστεντ.
Τον Ιανουάριο του 1942 ο Ράιχεναου υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία. Η κατάστασή του χαρακτηρίστηκε μη αντιμετωπίσιμη εκτός νοσοκομείου και αποφασίστηκε η από αέρος μεταφορά του στη Λειψία. Στις 17 Ιανουαρίου 1942 το αεροσκάφος που τον μετέφερε εκεί συνετρίβη στην περιοχή της Πολτάβα (Ουκρανία) και ο Στρατάρχης σκοτώθηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το αεροσκάφος απλά έκανε αναγκαστική προσγείωση στην οποία ο Στρατάρχης έπαθε καρδιακή προσβολή, από την οποία και πέθανε.[19]
↑Σε πολλούς ιστοχώρους αναφέρεται ότι ο Ράιχεναου έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Αυτό δεν αληθεύει, καθώς στο Κόμμα δε γίνονταν δεκτοί εξ επαγγέλματος στρατιώτες, ωστόσο αναφέρεται ότι ο Ράιχεναου έγινε δεκτός στο Κόμμα, κατά παράβαση του σχετικού Νόμου, που απαγόρευε σε αξιωματικούς να αποτελούν μέλη πολιτικών κομμάτων.
Ο Μέγας ΝαύαρχοςΚαρλ Ντένιτς διέταξε την παύση οποιασδήποτε προαγωγής ή απονομής από τις 11 Μαΐου 1945. Ο Φέλλερ επομένως πρέπει να θεωρείται de facto αλλά όχι de jure αποδέκτης.