Το «Αρχιεπισκοπικό ζήτημα» ήταν μια μείζων πολιτική κρίση που έπληξε την Κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία και την ελληνική κοινότητα του νησιού κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (1900-1910) και που έφθασε στον κίνδυνο της κατάλυσης του Αυτοκέφαλου της.
Το ζήτημα ξεκίνησε τον Μάιο του 1900 όταν, μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, η ιεραρχία της αποτελούνταν από δύο μόνο Μητροπολίτες, τον ΚιτίουΚύριλλο και τον προ έτους χειροτονηθέντα Κυρηνείας (επίσης) Κύριλλο. Και οι δύο διεκδίκησαν το αξίωμα του αρχιεπισκόπου. Η σύγκρουση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι ο καθένας τους είχε το δικό του πολιτικό πρόγραμμα: οι υποστηρικτές του Μητροπολίτη Κιτίου προσχώρησαν σε πιο ριζοσπαστική εθνικιστική ιδεολογία, ενώ οι υποστηρικτές του Κυρηνείας ακολουθούσαν μια πιο παραδοσιακή πολιτική γραμμή, την οποία πρέσβευε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης[1]. Αυτή η διαμάχη, καθαρά εκκλησιαστική στην αρχή, στη συνέχεια πήρε ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις και δίχασε βαθιά τον λαό, σε σημείο ώστε να παρέμβει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ακόμα και η Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας για εξομάλυνση της κατάστασης[2].
Ιστορικό
Τον Ιανουάριο του 1899 πέθανε ο Μητροπολίτης ΠάφουΕπιφάνιος Κυκκώτης [ru] (1890-1899). Διενεργήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη εκλεκτόρων οι οποίοι θα εξέλεγαν, μαζί με την Ιερά Σύνοδο, τον διάδοχό του. Όταν ήρθαν στην Λευκωσία στις 30 Απριλίου, έμαθαν ότι η Ιερά Σύνοδος είχε ενστάσεις για τις εκλογές και ευνοούσε άλλον υποψήφιο από αυτόν που ήθελαν οι εκλέκτορες[3]. Τον Απρίλιο του 1900 οι εκλογές επαναλήφθηκαν και εξελέγη ο Κυρηνείας Κύριλλος, ο οποίος όμως δεν δέχθηκε την εκλογή και έτσι η Μητρόπολη παρέμεινε σε χηρεία[4].
Έτσι άρχισαν να διαμορφώνονται δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις εντός της Εκκλησίας της Κύπρου, οι οποίες είχαν πολιτικό υπόβαθρο, και συγκεκριμένα τη στάση τους έναντι της Βρετανικής Αποικιοκρατίας και το θέμα της Ένωσης με την Ελλάδα: αφενός οι «Διαλλακτικοί» (Λευκωσία, Κυρήνεια κλπ.) που υποστήριζαν μια μετριοπαθή στάση και παραμονή στην βρετανική διοίκηση και αφετέρου οι «Αδιάλλακτοι» (Λάρνακα, Λεμεσός, Μητρόπολη Κιτίου) που έθεταν επιτακτικά το θέμα της Ένωσης με την Ελλάδα.
Στις 9 Μαΐου1900 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος και υποψηφιότητα για την διαδοχή του έθεσαν και οι δυο εναπομείναντες ιεράρχες, ο Κιτίου Κύριλλος Παπαδόπουλος, ο επονομαζόμενος «Κυριλλάτσος[5]» και ο Κυρηνείας Κύριλλος Βασιλείου, ο επονομαζόμενος «Κυριλλούι[6]». Οι «Αδιάλλακτοι» ή «Κιτιακοί» υποστήριξαν τον πρώτο και οι «Διαλλακτικοί» ή «Κυρηνειακοί» τον δεύτερο. Ο Κιτίου υποστηριζόταν από τα λαϊκά στρώματα και εκπροσωπούσε την αδιάλλακτη ενωτική γραμμή. Ο Κυρηνείας, αντίθετα, υποστηριζόταν από την πλούσια αστική τάξη και πρέσβευε μια μετριοπαθή στάση αναφορικά με την προώθηση του ενωτικού στόχου[6]. Ο φανατισμός που κυριάρχησε εκατέρωθεν υπήρξε τόσο άγριος που ουδεμία σημασία δίνονταν στις διάφορες εκκλήσεις των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών, (του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας), περί αμοιβαίας υποχώρησης. Μάλιστα κάθε αδελφική τέτοια συμβουλή για ειρήνευση των παραπάνω εκλαμβάνονταν ως παρέμβαση στα εσωτερικά και παραβίαση του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Κύπρου. Η εκατέρωθεν λασπολογία έφτασε στο ζενίθ της. Οι οπαδοί του Κιτίου κατηγορούσαν τον Κυρηνείας ως «αιρετικό» και οι οπαδοί του Κυρηνείας κατηγορούσαν τον Κιτίου ως «μασόνο»[6].
Γύρω από τον Κυρηνείας συσπειρώθηκαν και αυτοί που προσέβλεπαν σε διατήρηση της πολιτικής εξουσίας της Εκκλησίας μέσω της σύνδεσής της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο[7], ενώ γύρω από τον Κιτίου αυτοί που εξελάμβαναν τον ρόλο του Πατριαρχείου ως απειλή για το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου και τον αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα[8]. Ακολούθησαν απόπειρες μεσολάβησης, τόσο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, οι οποίες απέτυχαν. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1908, επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνεκλήθη και εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο τον Κυρηνείας[9], αγνοώντας τον υπέρμετρο φανατισμό που είχε δημιουργηθεί. Ο Κιτίου και οι οπαδοί του χαρακτήρισαν την εκλογή αντικανονική, προκαλώντας νέα έκτροπα ακόμα εντονότερα με βαρύτατους χαρακτηρισμούς αυτή τη φορά και κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επιχείρισαν να θεσπίσουν νομοθεσία που να ρυθμίζει τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, κάτι που θα οδηγούσε στη νίκη του υποψηφίου τους. Οι «Κυρηναϊκοί» αντέδρασαν έντονα[6].
Υπό τον φόβο εμφυλίου πολέμου, ο Ύπατος Αρμοστής (Κυβερνήτης) κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο, εκκένωσε το κτήριο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία[10] και χρησιμοποίησε τον βρετανικό στρατό κατοχής για να επιβάλει την τάξη. Τον Μάιο του 1908 θεσπίστηκε Νόμος περί αρχιεπισκοπικών εκλογών, με βάση τον οποίο ο Κιτίου συγκάλεσε Επισκοπική Σύνοδο με την συμμετοχή τριών επισκόπων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Έτσι, τον Απρίλιο του 1909 εξελέγη ομόφωνα Αρχιεπίσκοπος ο Κιτίου, ως Κύριλλος Β΄[6]. Ο Κυρηνείας συνέχισε να θεωρεί τον εαυτό του Αρχιεπίσκοπο μέχρι τον Μάρτιο του 1910, οπότε αναγνώρισε την εκλογή του Κιτίου και έτσι λύθηκε το «Αρχιεπισκοπικό ζήτημα».
Ο Κύριλλος Β΄ απεβίωσε το 1916 και τον διαδέχθηκε ο Κυρηνείας, ως Κύριλλος Γ΄, ο οποίος απεβίωσε το 1933.