Καταγόταν από την Τρίπολη Αρκαδίας και έκανε διακεκριμένες σπουδές, καθώς απέκτησε και διδακτορικό στη φιλοσοφία από γερμανικό Πανεπιστήμιο. Εκάρη μοναχός και έγινε ηγούμενος στη Μονή Γοργοεπηκόου[2], έξω από την Τρίπολη. Το 1892 εξελέγη αρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας και Σπάρτης. Στα δέκα χρόνια που υπηρέτησε στη Μητρόπολη αυτή άφησε αξιόλογο έργο. Μεταξύ άλλων, εγκαινίασε τον καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και άλλους ναούς, ίδρυσε Ιερατικό Σύνδεσμο και σχολή εξομολόγων Ιερέων, Επαγγελματική σχολή και Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία («Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάτσης»), εξέδωσε περιοδικό και αναδιοργάνωσε μοναστήρια.
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών - α' θητεία
Στις 4 Νοεμβρίου1902 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Ως Αρχιεπίσκοπος, ίδρυσε εκκλησιαστικό ταμείο, ιεροδιδασκαλεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αναμείχθηκε όμως στις πολιτικές αναταραχές της εποχής. Παλαιότερα ήταν στέλεχος της Εθνικής Εταιρείας, ενώ ως Αρχιεπίσκοπος συντάχθηκε με τη βασιλική, αντιβενιζελική παράταξη[3]. Πολιτικοποίησε την Εκκλησία, την ανέμειξε στα εθνικά θέματα και πρωταγωνίστησε προσωπικά στην τελετή του «αναθέματος» κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως το 1916. Για το λόγο αυτό, το ανώτατο ειδικό εκκλησιαστικό δικαστήριο τον καθαίρεσε το 1917 και στον Θρόνο ανέβηκε ο Μελέτιος Μεταξάκης.
Άρνηση αναγνώρισης της μονής του Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά
Ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς, επίσκοπος Πενταπόλεως, είχε ζητήσει από τον Θεόκλητο την αναγνώριση της μονής Αγίας Τριάδος που είχε δημιουργήσει στην Αίγινα. Μάλιστα παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής Αγίας Τριάδος, ο Μητροπολίτης Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει τη μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Ο μετέπειτα Άγιος Νεκτάριος προσπάθησε να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.[4]
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών - β' θητεία
Με την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος απομακρύνθηκε ως βενιζελικός με βασιλικό διάταγμα[5], ενώ ο Θεόκλητος επανήλθε στο θρόνο ως φιλοβασιλικός. Η καθαίρεση του Μελετίου και η τοποθέτηση του Θεόκλητου θεωρήθηκε πράξη αντισυνταγματική και αντικανονική.[6] Ο Θεόκλητος παρέμεινε Αρχιεπίσκοπος έως τις 3 Δεκεμβρίου του 1922.
↑Μάμαλος, Γεώργιος-Σπυρίδων (2009). Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο επίκεντρο διεθνών ανακατατάξεων (1918-1972): εξωτερική πολιτική και οικουμενικός προσανατολισμός. Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), σελ.17