Ο Αρταβάσδης Α΄ της Αρμενίας ήταν βασιλεύς της Αρμενίας από την Δυναστεία των Αρταξιαδών, κλάδος από την πρώτη πανάρχαια Αρμενική Δυναστεία των Οροντιδών (160 π.Χ.-115 π.Χ.). Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με την βασιλεία του, τις υπάρχουσες τις παίρνουμε από σύγχρονους συγγραφείς που στηρίχτηκαν σε προφορικές παραδόσεις. Ο Αρσακίδης βασιλιάς Μιθριδάτης Β΄ της Παρθίας νίκησε τον Αρταβάσδη Α΄ και τον ανάγκασε να αναγνωρίσει τη Παρθική επικυριαρχία.[1] Ο μελλοντικός βασιλιάς της Αρμενίας Τιγράνης ο Μέγας γιος ή πιθανότητα ανεψιός του Αρταβάσδη Α΄ δόθηκε ως όμηρος στους Πάρθους.[1][2] Σύμφωνα με τον Κιρίλ Τουμάνοφ ο Αρταβάσδης Α΄ αναγνωρίζεται με τον Αρμένιο βασιλιά που έκανε επέμβαση στο Βασίλειο της Ιβηρίας ύστερα από αίτημα των τοπικών ευγενών. Ο γιος του Αρταξίας Α΄ της Ιβηρίας τοποθετήθηκε στον Ιβηρικό θρόνο εγκαινιάζοντας την Δυναστεία των Αρταξιδών της Ιβηρίας.[3] Το όνομα του έχει αρχαία Περσική προέλευση και μεταφράζεται ως "σταθερά ισχυρός" ή "αυτός που είναι μόνιμα δίκαιος".[4] Ο εθνικός ιστορικός των Αρμενίων Μοβσές Χορενατσί μας δίνει πληροφορίες σχετικά με την ζωή του Αρταβάσδη Α΄ βάση των θρύλων που επικρατούσαν στην εποχή του.[5] Ο Βαχάν Κουρκτζιάν γράφει με την σειρά του ότι οι πληροφορίες που σχετίζονται με τον Αρταβάσδη Α΄ είναι "εντελώς θρυλικές".[6] Ο Άρμεν Πετροσιάν και Τζέιμς Ρ. Ράσελ έγραψαν ότι ο αντίστοιχος βασιλιάς που περιγράφει ο Χορενατσί είναι ο μετέπειτα βασιλιάς και γιος του Τιγράνη του Μέγα Αρταβάσδης Β΄ της Αρμενίας.[7] Ο Αρταβάσδης Α΄ ήταν σύμφωνα με τον Χορενατσί ο μεγαλύτερος από τους πέντε γιους του ίδρυτή της δυναστείας Αρταξία Α΄ και της Αλανής συζύγου του Σατενίκ. Περιγράφεται σαν γενναίος αλλά ταυτόχρονα βίαιος, εγωιστής και διψασμένος για εξουσία, με την ενηληκίωση του πήρε από τον πατέρα του την διοίκηση των ανατολικών επαρχιών της Αρμενίας.[8] Στην Αρμενία, τον Αρταβάσδη Α΄ διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Τιγράνης Α΄ της Αρμενίας
Ο Αρταβάσδης ανακάλυψε μιά παράνομη σχέση ανάμεσα στον Αργκάμ, αρχηγό της Οικογένειας των Μουρατσίν και την μητέρα του, έπεισε τον πατέρα του ότι συνωμοτούσαν εναντίον του για να τον ανατρέψουν. Ο Αρταξίας Α΄ παραχώρησε στον Αρταβάσδη την δεύτερη στην τάξη θέση η οποία ανήκε στον Άργκαμ, σε ένα γεύμα που ακολούθησε μετάξύ τους ο Αρταβάσδης ξεκίνησε τις φιλονικίες με τον Άργκαμ με πρόσχημα τις θεωρίες δολοπλοκίας. Ο Αρταξίας Α΄ έστειλε στο μεταξύ τον άλλο του γιο Ματζάν να θανατώσει πολλούς από τους αρχηγούς των Μουρατσίν, έκαψε και τα ανάκτορα του Άργκαμ. Σε δύο χρόνια ο Αρταξίας Α΄ ζήτησε από τον Άργκαμ να του παραδώσει την περιουσία του. Ο Αρταβάσδης στο μεταξύ κατέλαβε την Ναχιτσεβάν και όλα τα κάστρα γύρω από τον Άρα, πήρε δικά του τα ανάκτορα του Άργκαμ και τα μετονόμασε σε "ανάκτορα του Αρταβάσδη". Ένας από τους γιους του Άργκαμ προκάλεσε εξέγερση, ο Αρταβάσδης την κατέστειλε αμέσως και θανάτωσε όλα τα επιφανή μέλη της οικογένειας των Μουρατσίν.[9] Μετά την μάχη με τους Κάσπιους ο Σμπατ πριμοδοτήθηκε από τον Αρταξία Α΄ με βασιλικές θέσεις. Ο ζηλόφθονας Αρταβάσδης άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του Σμπατ, οι εξελίξεις αυτές ενόχλησαν έντονα τον πατέρα του. Ο Σμπατ εγκατέλειψε εκνευρισμένος τις θέσεις του και ο Αρταβάσδης έγινε αρχηγός ολόκληρου του Αρμενικού στρατού. Ο γιος του βασιλιά Ματζάν ενοχλήθηκε έντονα για την αδικία απέναντι στον Σμπατ και ζήτησε από τον πατέρα του να στείλει στην εξορία τα αδέλφια του Αρταβάσδη και Τιγράνη. Ο Αρταξίας Α΄ αρνήθηκε και ο Ματζάν άρχισε να συνωμοτεί εναντίον τους, το αποτέλεσμα ήταν ο Αρταβάσδης και ο Τιγράνης να στήσουν ενέδρα σε ένα κυνήγι απέναντι στον Ματζάν και να τον δολοφονήσουν.[10]
Ο Αντίοχος Δ΄ Επιφανής από την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών επιτέθηκε στην Αρμενία (165/164 π.Χ.), συνέλαβε τον βασιλιά Αρταξία Α΄ και ανάγκασε τον Τιγράνη να οπισθοχωρήσει μέχρι τους Φασιανούς.[10] Οι Ίβηρες βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στους Αρμένιους από τα βόρεια.[11] Ο Αρταβάσδης και ο Σμπατ ενώθηκαν με τον Τιγράνη ενώ ο άλλος γιος του βασιλιά Ζαριάδρης πήγε βόρεια με αποστολή να αποκρούσει την επίθεση των Ιβήρων.[10][11] Οι Σελευκίδες ηττήθηκαν και ο Αντίοχος Δ΄ αναγκάστηκε να αποχωρήσει.[10][12] Ο Ζαριάδρης έχασε ωστόσο την μάχη και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Ίβηρες.[13] Σε τρία χρόνια ο Αρταβάσδης, ο Τιγράνης και ο Σμπατ πήγαν στους Ίβηρες να διαπραγματευτούν την απελευθέρωση του Ζαριάδρη, έκλεισαν ειρήνη αφού τους παραχώρησαν περιοχές όπως το Τζαβαχέτι και την Αρνταχάν.[11] Ο βασιλιάς Αρταξίας Α΄ επέστρεψε στην Αρμενία (161 π.Χ.), αρρώστησε και πέθανε την επόμενη χρονιά (160 π.Χ.).[10]
Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την βασιλεία του ίδιου του Αρταβάσδη Α΄, κληρονόμησε τον θρόνο της Αρμενίας ως ο μεγαλύτερος γιος του πατέρα του (160 π.Χ.).[14] Ο Μοβσές Χορενατσί έγραψε ότι με την άνοδο του στον θρόνο έδιωξε τους αδελφούς του από το Αϊραράτ, διατήρησε μόνο τον διάδοχο του Τιγράνη.[14] Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιουστίνο δέχτηκε επίθεση από των βασιλιά των Πάρθων Μιθριδάτη Β΄ και ηττήθηκε (120 π.Χ.). Ο Αρταβάσδης Α΄ αναγνώρισε την κυριαρχία των Πάρθων στο βασίλειο του και τους έδωσε όμηρο τον ανεψιό του, μελλοντικό βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη τον Μέγα.[1][2] Ο Κιρίλ Τουμάνοφ τον ταυτίζει με τον βασιλιά που καταγράφουν τα Γεωργιανά Χρονικά, έκανε επέμβαση στον εσωτερικό εμφύλιο των ευγενών της Ιβηρίας και τοποθέτησε νέο βασιλιά τον γιο του Αρταξία Α΄, ίδρυσε την Δυναστεία των Αρταξιδών της Ιβηρίας.[15] Οι Ίβηρες σύμφωνα με τα Χρονικά τους ζήτησαν την βοήθεια του βασιλέως της Αρμενίας (90 π.Χ.), ο βασιλιάς τους Φαρνάκης της Ιβηρίας προσπάθησε να επιβέλει τον Ζωροαστρισμό, κάτι μη αποδεκτό. Ο Αρταβάσδης Α΄ δέχτηκε, νίκησε και ανέτρεψε τον Φαρνάκη, τοποθέτησε νέο βασιλιά τον γιο του Αρταξία και τον πάντρεψε με μια πριγκίπισσα από τον Οίκο των Φαρνακιδών για να νομιμοποιήσει την θέση του. Ο Φαρνάκης κατέφυγε στους Πάρθους και τους ζήτησε βοήθεια για να ανατρέψει τον γιο του Αρταβάσδη και να ανακτήσει τον θρόνο του. Οι Αρμένιοι και οιο Ίβηρες ήταν ωστόσο στην μάχη που ακολούθησε οι μεγάλοι νικητές, ο Φαρνάκης έπεσε στην μάχη και επικυρώθηκε η διαδοχή του στον θρόνο από τον Αρταξία Α΄.[16] Ο Μοβσές Χορενατσί έγραψε ότι ο Αρταβάσδης Α΄ δεν είχε δικά του παιδιά και τον διαδέχθηκε ο δεύτερος αδελφός του Τιγράνης. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνει τον Αππιανό ο οποίος έγραψε τον 2ο αιώνα π.Χ. ότι ο Τιγράνης ο Μέγας ήταν γιος του Τιγράνη Α΄, του αδελφού του Αρταβάσδη Α΄.[5]