Το OK Computer είναι το τρίτο κατά σειρά άλμπουμ του αγγλικού ροκ συγκροτήματος Radiohead, που κυκλοφόρησε στις 21 Μαΐου 1997 από τις δισκογραφικές εταιρείες Parlophone και Capitol Records. Την παραγωγή του δίσκου ανέλαβε το ίδιο το συγκρότημα σε συνεργασία με τον Νάιτζελ Γκόντριτς. Η ηχογράφησή του διήρκεσε από τον Ιούλιο του 1996 μέχρι το Μάρτιο του 1997 και πραγματοποιήθηκε στο Όξφορντσάιρ και στο Μπαθ.
Με το OK Computer οι Radiohead αποστασιοποιήθηκαν ενσυνείδητα από το αυστηρά κιθαριστικό ύφος του προηγούμενου δίσκου τους, The Bends (1995), αλλά και εν γένει από την βρετανική ποπ σκηνή της εποχής, διαμορφώνοντας έναν πολυεπίπεδο - σε μεγάλο βαθμό ηλεκτρονικό - ήχο που εξελίχθηκε περαιτέρω στους μεταγενέστερους δίσκους του συγκροτήματος. Η θεματολογία των τραγουδιών του απέχει επίσης από την εσωστρεφή κατεύθυνση του The Bends δίνοντας έμφαση σε θέματα όπως ο καταναλωτισμός, η κοινωνική και συναισθηματική αποξένωση σε έναν τεχνολογικό κόσμο ή ζητήματα πολιτικής.
Το άλμπουμ επαινέθηκε από τους κριτικούς και θεωρείται σήμερα ένας από τους κορυφαίους δίσκους της δεκαετίας του ’90. Ήταν υποψήφιο για το βραβείο Γκράμι καλύτερου άλμπουμ και καλύτερου άλμπουμ στην κατηγορία της εναλλακτικής μουσικής σκηνής, αποσπώντας τελικά το δεύτερο.
Ιστορικά στοιχεία
Στη διάρκεια της περιοδείας τους για την προώθηση του The Bends το 1995, οι Radiohead ανέλαβαν την ηχογράφηση ενός τραγουδιού για φιλανθρωπικό σκοπό, κατά παραγγελία του Μπράιαν Ίνο και για το δίσκο The Help Album, που οργανώθηκε από την φιλανθρωπική εταιρεία War Child. Η ηχογράφηση του δίσκου πραγματοποιήθηκε σε μία μέρα, στις 4 Σεπτεμβρίου 1995,[6]. Οι Radiohead συνέβαλαν με το τραγούδι Lucky, το οποίο ηχογράφησαν σε διάστημα πέντε ωρών με τη βοήθεια του παραγωγού Νάιτζελ Γκόντριτς και αργότερα ενσωμάτωσαν στο OK Computer. Με τον Γκόντριτς είχαν ήδη συνεργαστεί στο παρελθόν όταν εκείνος ήταν βοηθός του παραγωγού του The Bends, Τζον Λίκι (John Leckie), καθώς και για μια σειρά από άλλες ηχογραφήσεις, κυρίως B-sides.[7]
Ο Γκόντριτς σχολίασε τη συνεργασία του με τους Radiohead για την ηχογράφηση του Lucky επισημαίνοντας πως ολοκληρώθηκε σε ένα ευφορικό κλίμα και αποκαλύπτοντας την επιθυμία που είχε εκείνη την εποχή να συμμετάσχει στην παραγωγή του OK Computer[8] Για την προώθηση του The Help Album, το τραγούδι των Radiohead συμπεριλήφθηκε στο EPThe Help, μια μικρή συλλογή τεσσάρων τραγουδιών του δίσκου. Το πρώτο κανάλι του ραδιοφωνικού BBC επέλεξε να μην αναπαράγει το κομμάτι, το οποίο έφτασε μόλις στην 51η θέση των βρετανικών τσαρτ[9], προκαλώντας απογοήτευση στον τραγουδιστή των Radiohead, Τομ Γιορκ[9]. Παρά την μικρή απήχηση που είχε, ο Γιορκ αναγνώρισε αργότερα πως το Lucky βοήθησε να διαμορφωθεί ο ήχος και το ύφος του επερχόμενου δίσκου[7], χαρακτηρίζοντας το ενδεικτικό των επιδιώξεων του συγκροτήματος εκείνη την εποχή[10].
Η έντονη περιοδεία για το The Bends οδήγησε το συγκρότημα τον Ιανουάριο του 1996 στην απόφαση να κάνει ένα πολύμηνο διάλειμμα[11], σε μια προσπάθεια να κρατήσει απόσταση από το ύφος του προηγούμενου άλμπουμ προετοιμάζοντας το νέο υλικό για την ηχογράφηση του επόμενου. Κατά τον ντράμερ, Φιλ Σέλγουεϊ, η επανάληψη της έντονης ενδοσκόπησης που χαρακτήρισε τη δημιουργία του The Bends θα ήταν υπερβολικά βαρετή κατά την προετοιμασία του επόμενου άλμπουμ[12]. Την αλλαγή πλεύσης που επέλεξε να ακολουθήσει το συγκρότημα για το OK Computer επισήμανε και ο Τομ Γιορκ, τονίζοντας πως το συγκρότημα απέφυγε να δημιουργήσει ένα ακόμα άλμπουμ, το οποίο θα ήταν στιχουργικά νοσηρό και αρνητικό[13]
Η εμπορική απήχηση του The Bends, αλλά και οι θετικές κριτικές που απέσπασε, έδωσαν αυτοπεποίθηση στα μέλη τους συγκροτήματος ώστε να αναλάβουν οι ίδιοι την παραγωγή του τρίτου δίσκου[7]. Η δισκογραφική εταιρεία Parlophone επένδυσε 100.000 λίρες για τα έξοδα της ηχογράφησης, χωρίς χρονική προθεσμία για την ολοκλήρωσή της[14][15]. Σύμφωνα με τον κιθαρίστα Τζόνι Γκρίνγουντ, η γενική ιδέα του συγκροτήματος ήταν να πραγματοποιήσουν την ηχογράφηση του OK Computer έχοντας τον απόλυτο έλεγχο και μακριά από την πόλη[16].
Όλοι έλεγαν «θα πουλήσετε έξι ή επτά εκατομμύρια αν βγάλετε τη συνέχεια του The Bends» και εμείς απαντούσαμε ότι θα αντισταθούμε και θα κάνουμε το αντίθετο.
Αν και αρκετοί διάσημοι μουσικοί παραγωγοί ήταν υποψήφιοι για να αναλάβουν την παραγωγή του δίσκου[18], ανάμεσά τους και ο Σκοτ Λιτ, οι Radiohead είχαν ήδη θετικές εντυπώσεις από τη συνεργασία τους με τον Γκόντριτς[19], με αποτέλεσμα να τον συμβουλευτούν γύρω από τον μουσικό εξοπλισμό που θα χρειάζονταν[20]. Ο Γκόντριτς σχεδίαζε αρχικά να δουλέψει πάνω στο είδος της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής[21], παρόλα αυτά ανέλαβε τελικά το ρόλο συμπαραγωγού του άλμπουμ[20].
Ηχογράφηση
Η ηχογράφηση του δίσκου ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1996 στο στούντιο Canned Applause, στην περιοχή Ντίντκοτ του Όξφορντσάιρ[22].
Παρά το γεγονός πως δεν υπήρχε καμία πιεστική χρονική προθεσμία, όπως στην περίπτωση του The Bends[23], το συγκρότημα αντιμετώπισε δυσκολίες κατά την ηχογράφηση, οι οποίες, κατά τον Σέλγουεϊ, οφείλονταν στην απόφασή του να αναλάβει την μουσική παραργωγή του δίσκου[24] Τα μέλη του συγκροτήματος συνέβαλαν σχεδόν ισότιμα, τόσο στην παραγωγή όσο και στη σύνθεση, με τον Γιορκ να αποτελεί, σύμφωνα με τον Εντ Ο’ Μπράιαν, την «ισχυρότερη φωνή»[25] Ο Σέλγουεϊ περιέγραψε τον τρόπο εργασίας τους αναφέροντας πως ο καθένας τους είχε μεγάλη ελευθερία να διαμορφώσει τα δικά του μουσικά μέρη, συγχρόνως, όμως, ασκούσε επίσης αυστηρή κριτική στη δουλειά των υπολοίπων[24]. Κατά τον Γκόντριτς, το συγκρότημα είχε ανάγκη από έναν εξωτερικό συνεργάτη - ρόλο που έπαιξε ο ίδιος - ο οποίος θα μπορούσε να τους συμβουλεύει, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη όλες οι ιδέες του συγκροτήματος να αντικατοπτρίζονται στο τελικό αποτέλεσμα.[26] Ο Γκόντριτς συνέχισε να συνεργάζεται στενά με τους Radiohead και μετά την κυκλοφορία του OK Computer, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται συχνά ως το ανεπίσημο έκτο μέλος του συγκροτήματος[27][28]
Το στούντιο Canned Applause αποδείχτηκε ανεπαρκές για τις ανάγκες του συγκροτήματος. Την κύρια ευθύνη έφερε, κατά τον Γιορκ, το γεγονός πως βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τα σπίτια τους, και, σύμφωνα με τον Τζόνι Γκρίνγουντ, η έλλειψη ορισμένων βασικών υποδομών[25]. Ήδη είχε ολοκληρωθεί η ηχογράφηση τεσσάρων τραγουδιών: Electioneering, No Surprises, Subterranean Homesick Alien και The Tourist[29]. Μετά από αίτημα της δισκογραφικής εταιρείας τους, διέκοψαν την ηχογράφηση για να πραγματοποιήσουν μια σύντομη περιοδεία διάρκειας 13 ημερών. Σε αυτή παρουσίασαν για πρώτη φορά ορισμένα νέα τραγούδια. Ειδικότερα, το Paranoid Android, εξελίχθηκε από ένα δεκατετράλεπτο τραγούδι με μακρόσυρτα σόλο πάνω σε όργανο, στην εξάλεπτη περίπου μορφή με την οποία ηχογραφήθηκε για το άλμπουμ.[30]
Στη διάρκεια της περιοδείας, ο σκηνοθέτης Μπαζ Λούρμαν ανέθεσε στους Radiohead την ηχογράφηση ενός τραγουδιού για την ταινία Romeo + Juliet, παρέχοντάς τους τα τελευταία τριάντα λεπτά της ταινίας. Σύμφωνα με την περιγραφή του Τομ Γιορκ, η σκηνή κατά την οποία η ηθοποιός Κλερ Ντέινς στρέφει ένα πιστόλι τύπου Colt .45 στο κεφάλι της αποτέλεσε αφετηρία έμπνευσης για το συγκρότημα[31]. Σύντομα ολοκλήρωσαν την ηχογράφηση του τραγουδιού Exit Music (For a Film), το οποίο ακούγεται στους τίτλους τέλους, ωστόσο, κατόπιν επιθυμίας του συγκροτήματος, δεν συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της ταινίας[32]. Το συγκεκριμένο τραγούδι διαμόρφωσε την κατεύθυνση που πήρε το συγκρότημα για την ηχογράφηση του υπόλοιπου δίσκου[7].
Οι Radiohead επέστρεψαν στις ηχογραφήσεις το Σεπτέμβριο του 1996, αυτή τη φορά στην ιστορική έπαυλη της Αγίας Αικατερίνης, κοντά στο Μπαθ, ιδιοκτησία της ηθοποιού Jane Seymour[33]. Κατά τον Γκρίνγουντ, η έπαυλη ήταν ακατοίκητη και χρησιμοποιούνταν ορισμένες φορές για την διοργάνωση επιχειρηματικών συνεδρίων[34] Η αλλαγή τοποθεσίας σηματοδότησε μία σημαντική αλλαγή στη διαδικασία της ηχογράφησης του δίσκου, καθώς η έπαυλη λειτούργησε λιγότερο ως ένα συνηθισμένο στούντιο ηχογράφησης και περισσότερο ως ένας χώρος που έδινε την αίσθηση πως τα μέλη του συγκροτήματος συναντήθηκαν για να ολοκληρώσουν τον πρώτο τους δίσκο[34].
Το συγκρότημα αξιοποίησε την ιδιαίτερη ακουστική διαφορετικών χώρων της έπαυλης[35]. Παράλληλα, η απομόνωση που πρόσφερε η νέα τοποθεσία επέτρεψε στα μέλη του να υιοθετήσουν διαφορετικούς και περισσότερο ευέλικτους ρυθμούς δουλειάς. Σύμφωνα με τον Ο’Μπράιαν, μεγαλύτερη πίεση για το συγκρότημα αποτελούσε η οριστικοποίηση των τραγουδιών, με αποτέλεσμα να καθυστερούν το άλμπουμ εξαιτίας του φόβου τους να φέρουν σε πέρας τη διαδικασία της ηχογράφησης[36]. Τόσο ο Γιορκ όσο και ο Ο’Μπράιαν εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την πορεία της ηχογράφησης επισημαίνοντας πως μεγάλο μέρος του άλμπουμ ηχογραφήθηκε ζωντανά[34][37][38]. Επιπλέον, ο Γιορκ ηχογράφησε σημαντικό μέρος των φωνητικών σε μία μόνο λήψη[38].
Οι Radiohead επέστρεψαν στο στούντιο Canned Applause τον Οκτώβριο για πρόβες[39], ολοκληρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ το επόμενο διάστημα στην έπαυλη της Αγίας Αικατερίνης. Μέχρι τα Χριστούγεννα του 1996, είχαν ήδη έτοιμα 14 τραγούδια, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν στο δίσκο για κυκλοφορία[40]. Τα ορχηστρικά μουσικά μέρη ηχογραφήθηκαν ξεχωριστά στα Abbey Road Studios στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1997. Εκεί έγινε επίσης το mastering του άλμπουμ, ενώ η μίξη του πραγματοποιήθηκε τους επόμενους δύο μήνες σε διάφορα στούντιο ηχογράφησης της πόλης[41]. Ο Γκόντριτς επέλεξε να κάνει τη μίξη του δίσκου γρήγορα, αποφεύγοντας να αναμιχθεί υπερβολικά στη διαδικασία κάνοντας πολλές αλλαγές[8].
Κατάλογος τραγουδιών
Όλη η σύνθεση και στίχοι των τραγουδιών είναι από στους Radiohead (Colin Greenwood, Ed O'Brien, Jonny Greenwood, Philip Selway, και Thom Yorke).