Το Tabacalera de Lavapiés[1] ή CSA La Tabacalera de Lavapiés -Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Κέντρο «Tabacalera de Lavapiés» είναι ένα κοινωνικό κέντρο στην κεντρική γειτονιά Λαβαπιές (Lavapiés) της Μαδρίτης. Αποτελεί ένα σημαντικό πολιτιστικό και κοινωνικό κέντρο της Μαδρίτης που προωθεί την άμεση συμμετοχή των πολιτών[2][3]. Στο κτiριο της «Tabacalera de Lavapiés», που είναι σε έκταση 9200τ.μ. δηλαδή το ένα τρίτο της συνολικής επιφάνειας του παλιού εργοστασίου καπνού, φιλοξενούνται εργαστήρια ψηφιακών κατασκευών ( fab lab), θέατρο, μουσικές σκηνές, συλλογές καλλιτεχνών και πολλές ακόμη κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα στην πόλη καθώς αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό σαν έννοια που εμπεριέχει τις δημιουργικές και κοινωνικές ικανότητες των πολιτών. Δεν περιλαμβάνει στις δράσεις του μόνο καλλιτεχνικές παραγωγές, αλλά έχει και κοινωνικές δράσεις, προωθεί την κριτική σκέψη και τη διάδοση ιδεών, έργων και διαδικασιών που έχουν στόχο την επέκταση και τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας σφαίρας.
Το «Tabacalera de Lavapiés» δεν είναι ένας χώρος για προνομιούχα άτομα, δεν μπορεί καν να είναι ο κοινός πόρος μιας μόνιμης ομάδας. Η προϋπόθεση είναι το άνοιγμα σε νέες συνθέσεις, νέες εκδηλώσεις, σε διαφορετικά επίπεδα εμπλοκής, εργασίας, χρήσης. Στο χώρο δεν εμφανίζονται μόνο οι πρωτοβουλίες που τοποθετούνται σταθερά στο κτίριο, αλλά και όλοι όσοι χρειάζονται χώρο και συμμορφώνονται με τα κριτήρια που το υποστηρίζουν: ελεύθερη και ανοιχτή κουλτούρα, συνεργασία, ισότητα, διαφάνεια, μη κερδοσκοπική ή ιδιόκτητη χρήση, αλλά και συλλογικός, υποστηρικτικός και υπεύθυνος πόρος. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν το «Tabacalera de Lavapiés» ένα μοναδικό πείραμα που το καθιστούν δημόσιο σημείο αναφοράς και επομένως δεν υπόκειται στην ιδιοκτησία των μερών που οδήγησαν την πρωτοβουλία.
Το κτίριο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1809 ως εργοστάσιο καπνού. Παρά το γεγονός ότι το 1977 το κτήριο ανακηρύχθηκε μέρος της Ισπανικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς το εργοστάσιο συνέχιζε την λειτουργία του μέχρι την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου μονοπωλίου καπνού Tabacalera το 1999, έτος που τα κτήρια πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ισπανικού Υπουργείου Πολιτισμού. Στα επόμενα 10 χρόνια, το κτήριο εγκαταλείφθηκε και δεν έγινε καμία προσπάθεια για την συντήρησή του. Αφότου έκλεισε, κάποιοι τοπικοί κοινωνικοί σύλλογοι οργάνωσαν την διεκδίκηση της εγκαταλελειμμένη ιδιοκτησίας για τη γειτονιά, ως νέο κοινωνικοπολιτισμικό κέντρο. Από το 2004, πολλές δραστηριότητες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο «Tabacalera A Debate» (Tabacalera υπό συζήτηση)[4], που υποστηρίχθηκε από πολλούς ανθρώπους των τεχνών και του πολιτισμού. Τελικά, το 2010 το Υπουργείο Πολιτισμού υπέγραψε συμφωνία με την τοπική ένωση SCCPP(Sociedad para la Cooperación y Convivencia de Pueblos y Personas, Κοινωνική Συνεργασία και Συνύπαρξη των Λαών και των Ανθρώπων), για μίσθωση ενός έτους για ένα μέρος του ακινήτου. Σύμφωνα με αυτήν το Υπουργείο συμφώνησε να αναλάβει το πολιτιστικό πρόγραμμα «CSA La Tabacalera de Lavapiés», το οποίο παρουσίασε η Ένωση SCCPP, ως πιλοτικό πείραμα για την κοινωνική αλληλεπίδραση με διαφορετικούς παράγοντες που ενδέχεται να δεσμευτούν για κοινωνική, δημιουργική και πνευματική ανάπτυξη των ανθρώπων στο πλαίσιο τους. Το Tabacalera αποτέλεσε ένα υβρίδιο καθώς ήταν ένα κοινωνικό αυτόνομο κέντρο με άδεια[5]. Από το 2011 το ένα τρίτο της συνολικής επιφάνειάς του, 9.200 τ.μ., είναι αφιερωμένο στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Κέντρο «Tabacalera de Lavapiés»[6].
Το «Tabacalera de Lavapiés» είναι ένα αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο με χώρο για θέατρο, χορό, ζωγραφική, συνέδρια, συναντήσεις, εργαστήρια οπτικοακουστικών μέσων, εκδηλώσεις και δράσεις γειτονιάς[7]. Οι κοινωνοί αυτού του χώρου πιστεύουν στον μετασχηματισμό που δημιουργείται από την αυτοοργάνωση και την αυτονομία και όχι από την εξάρτηση[8].
Το «Tabacalera de Lavapiés» διέπεται από τα κριτήρια[9] σύμφωνα με τα οποία λειτουργεί:
Το «Tabacalera de Lavapiés» είναι ένας δημόσιος, ανοιχτός χώρος που ανήκει σε όλους. Όλοι οι συμμετέχοντες στη διαχείριση του κέντρου είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία μηχανισμών που θα διασφαλίζουν ότι το κέντρο θα είναι πραγματικά ανοιχτό και θα ανανεώνεται με πρωτοβουλίες και άτομα. Πρόκειται για μια «ζωντανή» διαδικασία, μια συλλογική εμπειρία μάθησης.[5]
Στο καταστατικό του αυτοδιαχειριζόμενου κοινωνικού κέντρου υπάρχει ένας δεκάλογος καλής συμπεριφοράς στον οποίο πρέπει να συμμορφωθούν όσοι επιθυμούν την συμμετοχή σε αυτόν.