Ο λατινικός τίτλος Contra errores Graecorum (μετάφραση κατά των σφαλμάτων των Γραικών) ανήκει στην Ρωμαιοκαθολική θεολογική πραγματεία του Θωμά Ακινάτη την οποία συνέταξε το 1263 κατά παραγγελία του Πάπα Ουρβανού Δ´. Γράφτηκε ως υποστηρικτικό κείμενο για την επανένωση των εκκλησιών Ανατολής και Δύσης μετά το Σχίσμα του 1054,[1][2] και υπήρξε καταγγελτικό ως προς τις θεωρήσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας των Γραικών -όπως αποκαλούνταν οι Βυζαντινοί από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες-.[3] Σε γενικότερο πλαίσιο, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός σε σχέση με τους παρόμοιους τίτλους πολλών συγγραμμάτων από τον 9ο έως τον 13 αιώνα τα οποία υπήρξαν ιδιαίτερα επικριτικά προς τους Γραικούς (Ρωμαίους / Βυζαντινούς) με τα περισσότερα από αυτά να είναι καρολιδικής προέλευσης.
Θωμάς Ακινάτης
Περιεχόμενα
Η πραγματεία του Ακινάτη βασίστηκε σε παλαιότερο έργο του Νικολάου του Δυρραχίου, ο οποίος ήταν ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος στον Κρότωνα στη νότια Ιταλία με γνώση της ελληνικής γλώσσας και είχε συντάξει παρόμοιο έργο με τίτλο Libellus ss. Trinitatis σχετικά με τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ του ρωμαιοκαθολικισμού και του ορθόδοξου χριστιανισμού.[3][4] Το έργο του Νικολάου περιείχε πολλές ανακρίβειες και ιδιωματισμούς τού ίδιου του συγγραφέα, χαρακτηριστικά τα οποία κατεύθυναν το κείμενο προς την κατεύθυνση της λατινικής θεολογίας κάτι που μεταφέρθηκε και στο έργο του Ακινάτη, παρότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν λανθασμένοι σε σχέση με τα γραπτά των Ελλήνων εκκλησιαστικών πατέρων.[5]
Στον πρόλογο του έργου, ο Ακινάτης περιγράφει πως πολλές έννοιες οι οποίες εκφράζονται καλά στα ελληνικά, ίσως δεν αποδίδονται καλά στα λατινικά, και έτσι οι Λατίνοι και οι Έλληνες έχουν την ίδια πίστη χρησιμοποιώντας διαφορετικές λέξεις. Ως παράδειγμα δίνεται η έννοια της λέξης ὐπόστασις στα ελληνικά και η λατινική απόδοση ως substantiae (σουμπστάντσιε) σε ό,τι αφορά τις 3 υποστάσεις του Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Παρότι η απευθείας απόδοση από τα ελληνικά στα λατινικά είναι πράγματι substantiae, η χρήση της λέξης substantiae δεν χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή στα λατινικά, αλλά προτιμάται η απόδοση personae (περσόνε, πρόσωπα). Έτσι η απόδοση των ίδιων νοημάτων σε διαφορετικές γλώσσες και σε ό,τι αφορά την χριστιανική πίστη είναι σύνθετο ζήτημα λόγω των διαφορών τέτοιου τύπου.[6][7]
Δομή
Τα 72 κεφάλαια του έργου έχουν μέγεθος παραγράφου το κάθε ένα. Το βιβλίο διακρίνεται σε 2 μέρη, με το πρώτο να αποτελείται από 32 κεφάλαια και το 2ο από 40. Το κάθε μέρος έχει τον δικό του πρόλογο και επίλογο. Σχεδόν όλα τα κεφάλαια -όλα του πρώτου μέρους, και 31 από τα 40 του δεύτερου- ασχολούνται με την πνευματολογία σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Από τα τελευταία 9 κεφάλαια, τα 7 ασχολούνται με τη θέση τού Πάπα, και τα τελευταία 2 με τη χρήση τού ζυμωμένου άρτου στη θεία ευχαριστία και με το καθαρτήριο. Στο καθένα από τα κεφάλαια ο Ακινάτης παραθέτει αποφθέγματα των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και το πώς αυτά σχετίζονται με τις διδαχές τής λατινικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συνολικά παρατίθενται 205 ρητά και γνωμικά των Ελλήνων πατέρων της εκκλησίας -όπως π.χ. ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός- η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων δεν ήταν γνωστά στην Δύση πριν το σύγγραμα του Ακινάτη.[3]
Επιρροή
Ο Ακινάτης πέθανε πριν προλάβει να συμμετάσχει στη Β´ σύνοδο της Λυών το 1274 στην οποία είχε προσκληθεί, ωστόσο η πραγματεία του, η οποία είχε γραφεί 11 χρόνια πριν, άσκησε σημαντική επιρροή στη σύνοδο.[8] Σε σχέση με τον κριτικό τίτλο του έργου και την πολεμική κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά τον καρδινάλιο και θεολόγο Υβ Κονγκάρ των αρχών τού 20ού αιώνα, ο Ακινάτης δεν έγραψε ο ίδιος τον τίτλο, και η πραγματεία του δεν περιείχε τίποτα το οποίο στόχευε τις διδαχές τής ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά γράφτηκε με μοναδικό σκοπό ως μια άμυνα του ρωμαιοκαθολικού δόγματος εναντίον των ανατολικοχριστιανικών παρερμηνειών.[9]
Άλλα έργα
Εκτός από την πραγματεία του Ακινάτη, ιστορικά υπήρξαν και διάφορες άλλες παλαιότερες πραγματείες του δυτικού και μετέπειτα καθολικού χριστιανισμού με παρόμοια θεματολογία και τίτλους, και με έντονο αντιελληνικό (ως γραικικό / βυζαντινό) περιεχόμενο ιστορικά προερχόμενες κυρίως από τους Γερμανούς Καρολίδες της Δυτικής Ευρώπης.[4][10][11][12]
Εκτός από τις διαφωνίες θεολογικής φύσης, σημαντικό στοιχείο είναι η αναφορά των Ρωμαίων ως Γραικών από τον 9ο αιώνα και έπειτα στην δυτική Ευρώπη. Ο όρος βυζαντινοί δημιουργήθηκε από τον Ιερώνυμο Βολφ και τέθηκε σε ισχύ από τον 16ο αιώνα και έπειτα.